Καλλιρρόη Παρρέν: Η επανάσταση των γυναικών στην Αθήνα άρχισε στην εποχή της Μπελ Επόκ, από μια εφημερίδα που εκδόθηκε από γυναίκες
Επικεφαλής της η μυστηριώδης «Εύα Πρενάρ», το ψευδώνυμο με το οποίο υπέγραψε τα πρώτα φύλλα η Καλιρρόη Παρρέν, η πρώτη Ελληνίδα φεμινίστρια.
Η Παρρέν, το γένος Σιγανού, γεννήθηκε στο Ρέθυμνο αλλά το 1867 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Μαθήτρια της Σχολής Σουρμελή και μετά του Παρθεναγωγείου των Καλογραιών στον Πειραιά, εντυπωσίασε τις δασκάλες της. Συνεχίζοντας μάλιστα τις σπουδές της στο Αρσάκειο πήρε και η ίδια πτυχίο δασκάλας. Οι σπουδές της τήν οδήγησαν για δύο χρόνια στην ελληνική κοινότητα της Οδησσού, όπου έγινε διευθύντρια του Παρθεναγωγείου.
Δύο χρόνια μετά, ωστόσο, επέστρεψε στην Αθήνα και παντρεύτηκε τον Ιωάννη Παρρέν, αγγλο-γαλλικής καταγωγής, ιδρυτή του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων. Δεν επρόκειτο μάλιστα για συνοικέσιο αλλά για αληθινό ειδύλλιο ανάμεσα στους δύο νέους, γεγονός αξιοσημείωτο για την εποχή. Εξάλλου η Καλλιρρόη δεν θεωρούσε τον γάμο κερδοσκοπική επιχείρηση. «Δε θα ήθελα, μητέρα, διά της προικός μου να αγοράσω ποτέ σύζυγον» έλεγε από τότε που ήταν κοριτσάκι.
Σύμφωνα με τον Γιάννη Καιροφύλα, συγγραφέα του βιβλίου «Η Επανάσταση των Γυναικών στην Αθήνα της Μπελ Επόκ» (εκδ. Καστανιώτη): «[Ο Ιωάννης Παρρέν] ήταν ερωτευμένος μαζί της. Την είχε γνωρίσει πριν τρία χρόνια και τον είχε εντυπωσιάσει. Σε μια εκδρομή στο Λουτράκι, νέος αυτός γύρω στα 25 χρόνια, είδε την Καλλιρρόη κι ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει πιο δυνατά».
Η Καλλιρρόη, που ανέκαθεν αγωνιούσε για τα γυναικεία δικαιώματα, βρήκε έναν αναπάντεχο ίσως σύμμαχο στο πρόσωπο του συζύγου της, ο οποίος την παρακίνησε να γίνει δημοσιογράφος. Έτσι εξελίχθηκε στην πρώτη Ελληνίδα φεμινίστρια, δημοσιογράφο, εκδότρια και διευθύντρια όταν άρχισε, το 1887, να εκδίδει την εβδομαδιαία εφημερίδα «Εφημερίς των Κυριών», που έβγαινε από γυναίκες και απευθυνόταν σε γυναίκες.
Το πρώτο φύλλο περιείχε ένα άρθρο για τις μητέρες, ένα άλλο οικονομικού περιεχομένου που είχε σχέση με τη φορολογία των αγάμων και πολλά ακόμα θέματα, πάντα γυναικεία. Κυκλοφόρησε στις 8 Μαρτίου του 1887 «με πρωτοφανή επιτυχία» κατά τον Καιροφύλα. «Το καταπληκτικό είναι ότι οι περισσότεροι αναγνώστες ήταν άντρες, και μάλιστα από εκείνους που δεν εννοούσαν να καταλάβουν ότι είχαν κι οι γυναίκες τη δική τους φωνή. Οι γυναίκες που την αγόραζαν ήταν λίγες. Δίσταζαν να την πάρουν. Τη διάβαζαν όμως στο σπίτι που την έφερναν οι σύζυγοι, οι πατεράδες, οι αδελφοί».
Ο φόβος των αναγνωστριών, όπως εξηγεί ο συγγραφέας, ήταν να μην «εκτεθούν, όχι μόνο στους άντρες τους και στους αρρένες συγγενείς τους, αλλά και σε ορισμένες φίλες και γειτόνισσες που δεν εννοούσαν να συμβαδίσουν στη νέα πορεία της γυναίκας». Έτσι, η «Εφημερίς» ήταν η εφημερίδα που διάβαζαν όλες οι γυναίκες στα κρυφά. Μια υπόγεια επανάσταση είχε ξεκινήσει.
Η Παρρέν, μέσα από το πρωτοποριακό έντυπό της επιχειρήσει να φέρει στην Ελλάδα τους φεμινιστικούς προβληματισμούς που ήδη απασχολούσαν τη δυτική Ευρώπη. Φυσικά δεν έλειψαν οι αντιδράσεις απέναντι στην «Εφημερίδα των Κυριών», με τον Εμμανουήλ Ροΐδη ανάμεσα στους πιο ένθερμους πολέμιους, που σύμφωνα με τον συγγραφέα όταν πήρε για πρώτη φορά την εφημερίδα στα χέρια του σχολίασε: «Για να δούμε τι λένε αυτές οι ανδρογυναίκες…».
Από την άλλη, υπήρξαν και σπουδαίοι υποστηρικτές. Όπως ο Κωστής Παλαμάς, που αφιέρωσε στην Παρρέν ένα ποίημα: «Χαίρε γυναίκα/ εσύ Αθηνά, Μαρία, Ελένη, Εύα/ να η ώρα σου!/ Τα ωραία σου φτερά δοκίμασε κι ανέβα/ και καθώς είσαι ανάλαφρη/ και πια δεν είσαι σκλάβα/ προς τη μελλούμενη αγία γη πρωτύτερα/ εσύ τράβα/ κι ετοίμασε τη νέα ζωή/, μιας νέας χαράς/ υφάντρα/ και ύστερα αγκάλιασε, ύψωσε και φέρε εκεί/ τον άντρα/και πλάσε τον Πρωτοπλάστη».
Στην εποχή που οι γυναίκες είχαν ως προορισμό τον γάμο και, οι πιο φτωχές, τη σκληρή εργασία, η Παρρέν άρχισε να διεκδικεί μια θέση του φύλου της στο πανεπιστήμιο και πιο ανθρώπινες συνθήκες για τις εργάτριες. Οι τελευταίες, όπως γράφει ο Καιροφύλας, «δούλευαν από τις 6 το πρωί μέχρι και τις 6.30 το απόγευμα το χειμώνα αδιάκοπα, με μισή ώρα ανάπαυση κατά το πρόγευμα. Το δε καλοκαίρι από τις 5 το πρωί μέχρι και τις 6.30 το απόγευμα και αναπαύονταν μόνο μιάμιση ώρα».
Στην εποχή που οι γυναίκες είχαν ως προορισμό τον γάμο και, οι πιο φτωχές, τη σκληρή εργασία, η Παρρέν άρχισε να διεκδικεί μια θέση του φύλου της στο πανεπιστήμιο και πιο ανθρώπινες συνθήκες για τις εργάτριες.
Ήδη από τα τέλη του 1887, πρώτη χρονιά της κυκλοφορίας της εφημερίδας (η οποία τελικά μέτρησε τρεις δεκαετίες ζωής), άρχισαν να καρποφορούν οι προσπάθειες της πρώτης Ελληνίδας φεμινίστριας. Ένας ανώνυμος Αθηναίος ευεργέτης ανέλαβε να καλύψει τις δαπάνες για την ίδρυση φωτογραφείου όπου «δεσποινίδες και κυρίες» μπορούσαν να διδαχθούν δωρεάν την τέχνη της φωτογραφίας. Την ίδια περίοδο δημιουργήθηκε στην Αθήνα η πρώτη καλλιτεχνική σχολή για γυναίκες όπου αντί ενός «ευτελούς ποσού» εκείνες θα διδάσκονταν ιχνογραφία, υδρογραφεία, ελαιογραφία, ξυλογραφία και ανθοποιία.
Η ίδια η Παρρέν δημιούργησε το Κυριακόν Σχολείον των Εργατίδων, αφού, όπως αναλογιζόταν: «εάν η δυστυχία και η αθλιότητα δε συνοδεύονταν στη ζωή από την αμάθεια και την πλάνη, πόσα λιγότερα κακουργήματα θα συνέβαιναν, πόσες ηθικές πληγές και κοινωνικές αποσυνθέσεις θα έσβηναν» (Γιάννης Καιροφύλας). Ουσιαστικά ήταν ένα σχολείο για εργάτριες, καθώς λειτουργούσε κάθε Κυριακή διδάσκοντάς ανάγνωση, γραφή, θρησκευτικά, μαθηματικά.
Τα επόμενα χρόνια η Παρρέν είδε τη δράση της να έχει αποτέλεσμα και σε μεγαλύτερη κλίμακα. Μετά από διαβήματά της η κυβέρνηση Θ. Δηλιγιάννη επέτρεψε τη φοίτηση γυναικών στο πανεπιστήμιο και το πολυτεχνείο. Επίσης η Παρρέν ήταν η πρώτη που διεκδίκησε, μέσα από την «Εφημερίδα» της, γυναικεία πολιτικά δικαιώματα. Τον Νοέμβριο του 1887, ενόψει των πολιτικών εκλογών, αρθρογραφούσε πάνω στην αναγκαιότητα της παρουσίας γυναικών στα δημοτικά συμβούλια. Μια ιδέα πολύ προχωρημένη, αν σκεφτούμε ότι οι Ελληνίδες κατάκτησαν το δικαίωμα ψήφου πολλές δεκαετίες αργότερα, μόλις το 1934, και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι το 1953. Ωστόσο η Παρρέν ήταν εκείνη που άρχισε να προετοιμάζει το έδαφος.
Ήταν η πρώτη που διεκδίκησε, μέσα από την «Εφημερίδα» της, γυναικεία πολιτικά δικαιώματα.
Στην αρχή του εικοστού αιώνα, η εμπνευσμένη εκείνη γυναίκα πέτυχε έναν ακόμα άθλο, όπως αφηγείται ο Καιροφύλας. Έπεισε την κυβέρνηση να λάβει μέτρα για την προστασία των παιδιών. «Επίσης σε δικές της ενέργειες οφείλονται οι αποφάσεις που καθόριζαν το ωράριο εργασίας των γυναικών οι οποίες εργάζονταν σε εργαστήρια ραπτικής, όπως και η απαγόρευση της νυχτερινής εργασίας, για την οποία μέχρι τότε δεν προβλεπόταν κανένας περιορισμός». Δύο τεράστιες νίκες, σε μια εποχή που οι εργατικοί νόμοι ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα.
Όμως η Παρρέν είχε και ένα ακόμα μεγάλο πάθος: μοχθούσε για την αναβίωση και διατήρηση των ελληνικών εθίμων και παραδόσεων. Αυτό την οδήγησε, το 1911, να δημιουργήσει το «Λύκειον των Ελληνίδων», που μέχρι σήμερα έχει αφιερωθεί στην καταγραφή, διδασκαλία και παρουσίαση των παραδοσιακών χωρών της Ελλάδας, ακόμα και στο εξωτερικό. Το Λύκειο των Ελληνίδων έδωσε την πρώτη του παράσταση με ένα συγκρότημα λαϊκών χορών στη γιορτή των Ανθεστηρίων στο Ζάππειο (1911). Ο κόσμος ενθουσιάστηκε. Οι εφημερίδες έγραψαν ύμνους. Ήταν τέτοια η επιτυχία, που η χορευτική επίδειξη επαναλήφθηκε μετά από λίγο καιρό στο μεγάλο Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας, σε κατάμεστη αίθουσα.
Η «Εφημερίς των Κυριών» σταμάτησε να εκδίδεται το 1918, όταν η Καλλιρρόη Παρρέν εξορίστηκε στην Ύδρα για τα πολιτικά της φρονήματα (το μελανό κομμάτι της ιστορίας της και μάλλον αντιφατικό προς την αγωνιστική δράση της: ήταν μοναρχική και αντιβενιζελική). Η ίδια ωστόσο παρέμεινε πρόεδρος του Λυκείου των Ελληνίδων μέχρι τον θάνατό της, το 1940.
Μισόν αιώνα μετά, το 1992, τιμήθηκε από το κράτος με τα αποκαλυπτήρια της προτομής της στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Μπορεί η Μπελ Επόκ να μην έφερε τεράστιες ανατροπές στα γυναικεία δικαιώματα, ωστόσο όπως γράφει ο Καιροφύλας, η Εφημερίδα των Κυριών «με προεξάρχουσα τη φωτισμένη Καλλιρρόη Παρρέν, άνοιξε το δρόμο σε κάθε γυναίκα για να αναζητήσει θέση στην κοινωνία, στους χώρους της εργασίας αλλά και της επιστήμης. Τότε δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για να επέλθουν τα πρώτα ρήγματα στις προκαταλήψεις και στη νοοτροπία εκείνων που ήθελαν την Ελληνίδα μόνο σύζυγο, μάνα και αδελφή». Από αυτή την άποψη, η Μπελ Επόκ ήταν μια πραγματικά όμορφη εποχή.
«Η επανάσταση των γυναικών στην Αθήνα της Μπελ Επόκ» Καστανιώτη
Κοινοποιήστε: