Ήταν κάποιος που έκλεινε όσα ήθελε σ΄ένα δωμάτιο. Λίγο πιο μεγάλο από ένα δωμάτιο φθηνού ξενοδοχείου, λίγο πιο άδειο από ένα εφηβικό υπνοδωμάτιο. Άνοιγε την πόρτα του δωματίου και άφηνε να πέσουν στο πάτωμα τα θέλω του. Καμιά φορά όταν του περίσσευε χρόνος, έμπαινε για λίγα λεπτά στο δωμάτιο και τα επεξεργαζόταν. Περπατούσε ανάμεσα τους, άνοιγε τα παράθυρα ν΄ανανεωθεί ο αέρας, τα χάιδευε στις γωνιώδεις επιφάνειες τους. Καμιά φορά όταν άρχιζε να ονειροπολεί, νόμιζε πως άφηνε την πόρτα του δωματίου ανοιχτή, και αυτά ελαφρά σαν πούπουλα πετούσαν και γέμιζαν τον αέρα.
Ό,τι κι αν γινόταν αυτός άφηνε τα θέλω του στο δωμάτιο. Ακόμα κι όταν ήταν Άνοιξη, ακόμα κι όταν είχε βρει εισιτήριο για την συναυλία που πάντα ήθελε, ακόμα κι όταν ήταν Κυριακή. Ακόμα κι όταν πήγαινε λίγες μέρες στο αγαπημένο του νησί. Ακόμα κι όταν είχε γενέθλια
Μια στιγμή άρχισε να μην αντέχει στην ιδέα πως το δωμάτιο ήταν μέσα στο σπίτι. Αρρώσταινε με την ιδέα πως το δωμάτιο θα γέμιζε κάποτε, κι εκείνος δεν θα είχε που να κλείσει τα θέλω του. Φοβόταν την περίπτωση που τα θέλω φούσκωναν σαν υγρασία τους τοίχους και περνούσαν και στα άλλα δωμάτια. Θα χτυπούσαν οι επιθυμίες τους τοίχους σαν προβολή ταινίας βουβού κινηματογράφου. Τα θέλω θα δραπέτευαν και τίποτα πια δεν θα ήταν το ίδιο.
Έπρεπε να πάρει γρήγορα απόφαση τι θα κάνει. Να κατορθώσει ξανά να βάλει σε μια σειρά την ζωή του. Να μην χάσει τον έλεγχο πριν είναι πολύ αργά. Έτσι έχτισε την πόρτα του δωματίου με διπλή σειρά τούβλα και τσιμέντο αφού είχε πρώτα αφήσει το παράθυρο ανοιχτό. Πέταξε ένα στουπί βουτηγμένο στην βενζίνη από το ανοιχτό παράθυρο και έβαλε φωτιά. Τα θέλω λαμπαδιάσαν στο λεπτό. Μέρες σιγόσβηνε η φωτιά. Μέχρι που δεν έμεινε τίποτα άλλο να καεί. Το σπίτι παρέμεινε σαν βομβαρδισμένο για μήνες. Ένα σαββατοκύριακο το επιδιόρθωσε. Η ζωή σιγά σιγά ξαναπήρε τον κανονικό της ρυθμό. Εκείνος πήγε ξανά λίγες μέρες στο αγαπημένο του νησί, βρήκε ξανά εισιτήριο για την συναυλία που ήθελε. Η Άνοιξη ήρθε στην ώρα της και στα γενέθλια του πήρε διάφορα δώρα. Όλα είχαν επανέλθει όπως ήταν πριν. Μονάχα κάποια καλοκαιρινά βράδια, όταν έβγαινε στην βεράντα να ρεμβάσει, τον έπιανε μια βαριά μυρωδιά καμένου. Έμπαινε μέσα στο λεπτό. Έκλεινε την πόρτα και τραβούσε τις κουρτίνες. Η μυρωδιά έμενε μέρες στα ρουθούνια του. Δεν έβγαινε με το νερό, ούτε με την αλμύρα της θάλασσας. Ούτε με την δουλειά, ούτε με τα πολλά του καθήκοντα. Καθόταν στα ρουθούνια του όπως η πρωινή υγρασία στα παντζούρια. Τόσο όμορφη και τόσο υγρή μέσα στην σιγαλιά του πρωινού. Αδύνατον για τον καθένα να την ξεχάσει.
Comments are closed.
Κοινοποιήστε: