Η μουσική συνεχίζει ενώ η σκέψη σου σε απομακρύνει και προσπαθείς να καταλάβεις τι είναι αυτό που σε απορροφά στη μουσική που ακούς, στο κομμάτι τζαζ (αδιάφορο ποιο) που συνεχίζει μαζί με την σκέψη. Και ανάμεσα στις σκέψεις ακολουθείς το ρυθμό των κρουστών, τον τονισμό της τρομπέτας, την κίνηση του σαξοφώνου. Οι σκέψεις γίνονται μουσική, οι νότες λέξεις και ξανά πίσω σε μια αρμονία αφηρημένου ρεμβασμού που σε γεμίζει σαν περιπλάνηση. Και η κίνηση των σκέψεων ακολουθούν τους τρόπους της μελωδίας, γίνονται ένα μαζί της και ταυτίζονται. Και η σκέψη σου (που τώρα πια είναι μελωδία) σε γυρνά πίσω στη γέννηση όλης αυτής της διαδικασίας.
Η τζαζ μεγάλωσε παντού, αλλά γεννήθηκε στη Νέα Ορλεάνη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Σε μια πολυπολιτισμική πόλη, μαύροι από την Αφρική και λευκοί Αμερικάνοι, Γάλλοι, νεοφερμένοι ευρωπαίοι και κρεολοί έπρεπε να συμβιώσουν. Χωρίς σχεδόν να γνωρίζουν την ίδια γλώσσα, κουβαλώντας ο καθένας μια δική του κουλτούρα. Και η συμβίωση αυτή αποτυπώθηκε στην μεγάλη αμερικανική τέχνη που είναι η τζαζ. Ειδικότερα για τους Αφροαμερικανούς η κουλτούρα (ή μάλλον τα σκόρπια απομεινάρια της) τους επανέφερε τη συνείδηση του ξεριζωμού τους, την υπενθύμιση του εγκλήματος της δουλείας και του μόνιμου παρόντος του φυλετικού διαχωρισμού.
Στα χέρια τους είχαν ξεμείνει τα όργανα από τις στρατιωτικές μπάντες του εμφυλίου πολέμου. Η τζαζ θα γεννηθεί από αυτά τα παροπλισμένα όργανα. Στις ιδιωτικές στιγμές των Αφροαμερικανών, τα όργανα θα επαναλάβουν τα γκόσπελ και τα μπλουζ, συνδυάζοντάς τα σε έναν κοινό ήχο. Η μουσική απεύθυνση στο μεταφυσικό πέρα και ο λυγμός για το γήινο τώρα θα συνδυαστούν στην ίδια φωνή, κουβαλώντας ύλη και υπέρβαση ταυτόχρονα. Οι ήχοι αυτοί θα δέσουν με τη ραγκτάιμ, θα έρθουν σε επαφή με τον υπόκοσμο της Νέας Ορλεάνης, θα αποκτήσουν χαρακτήρα και θα δημιουργήσουν τις πρώτες μπάντες. Εσωτερικοί μετανάστες, οι μουσικοί της τζαζ θα ταξιδέψουν σε κάθε μεριά της χώρας πριν από τους δίσκους και το ραδιόφωνο, ξεκινώντας τη μύηση μιας ολόκληρης χώρας στη μουσική που εξέφραζε την ίδια καλύτερα. Μια μουσική βγαλμένη από τον εμφύλιο και τη δουλεία, την ανθρώπινη οδύνη, όπως αυτή εμφανίζεται σε μια εκκλησία, ένα μπουρδέλο ή στη μορφή ενός μαύρου, εξαντλημένου από το μόχθο, να παραπονιέται για τις πληγές του στην κιθάρα του. Μα η τζαζ είναι η υπέρβαση όλων αυτών μέσα στην συνύπαρξη.
Η βασική ρίζα της τζαζ βρίσκεται στον αυτοσχεδιασμό. Σε ένα αυτοσχεδιασμό, όμως, ταυτόχρονο. Πολλά όργανα ζητούν να συνυπάρξουν, μέσα από τους διαφορετικούς δρόμους που παίρνουν σε έναν κοινό ρυθμό και μια κοινή μελωδία. Κάθε όργανο είναι ελεύθερο να αυτοσχεδιάσει με τον τρόπο που επιθυμεί, με μόνη προϋπόθεση να ακούσει τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας. Μέσα από τη σύνθεση του διαφορετικού γεννιέται η αρμονία και η συνύπαρξη. Και αυτό μοιάζει ακριβώς με μια παραβολή για την κοινωνία και μια παραβολή για την ίδια την ανθρώπινη συνθήκη. Στον πληθυντικό της αριθμό και πίσω στον ενικό. Εκεί που τα δύο όχι μόνο γίνονται ένα, αλλά προϋποθέτει το ένα την ύπαρξη του άλλου.
Και τελικά η τζαζ κατέκτησε μια χώρα και εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο. Δημιούργησε τους ήρωες και τους αγίους της, τους μύθους και τα αδιέξοδά της, τις επιμέρους εκδοχές και τις αψιμαχίες τους. Άλλαξε τεχνοτροπίες, μπολιάστηκε με μουσικές συνομιλίες με άλλα είδη, συνάντησε τον ηλεκτρισμό και την ηλεκτρονική μουσική, την αφαίρεση, τον πειραματισμό και την αβάντ γκαρντ. Σε απλές συνθέσεις ή σε μεγαλόπνοα μουσικά οικοδομήματα.
Η μουσική μιας φυλής που ξεριζώθηκε, αλλά κατάφερε τελικά να βρει καταφύγιο σε μια γλώσσα οικουμενική. Και ενσωματώνοντας ήχους και τεχνοτροπίες από άλλες παραδόσεις, κατάφερε να περιγράψει και την ίδια συνύπαρξη των γειτονιών της Νέας Ορλεάνης με οικουμενικούς όρους.
Έδυσε κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 για να αναδυθεί ξανά μέσα στο ‘80 και τελικά να συνεχίσει.
Απλή και σύνθετη, όπως η ίδια η συνύπαρξη.
Κοινοποιήστε: