Η συναρπαστική ιστορία: Η αληθινή ιστορία της Ρουθ Χάντλερ, η οποία θεωρείται η δημιουργός της διάσημης κούκλας Barbie, τα έχει όλα
Η Ρουθ Χάντλερ, η γυναίκα που υποδύεται η Ρέα Πέρλμαν στη νέα ταινία Barbie, προσφέρει τη συμπόνια της και τη σοφία της στη Μάργκοτ Ρόμπι- την Μπάρμπι- σε μια στιγμή που αυτή αντιμετωπίζει μια υπαρξιακή κρίση.
Η Χάντλερ φαίνεται να γνωρίζει την Barbie καλύτερα ακόμα και από τον εαυτό της. Είναι μια στιγμή κατά την οποία η κούκλα συναντά κυριολεκτικά τον δημιουργό της. Εξάλλου η Ρουθ Χάντλερ ήταν η γυναίκα που δημιούργησε την κούκλα Barbie.
Η πραγματική Ρουθ Χάντλερ υπήρξε ένας ζωντανός θρύλος της βιομηχανίας παιχνιδιών που βοήθησε να γίνει η Mattel μια παγκόσμια δύναμη κατά κύριο λόγο χάρη στην κούκλα Barbie, η οποία παρουσιάστηκε το 1959, και ήταν ουσιαστικά δικό της δημιούργημα.
Η πραγματική Χάντλερ πέθανε το 2002 σε ηλικία 85 ετών, οπότε η εμφάνισή της στην ταινία ήταν κάτι σαν ένας φόρος τιμής προς αυτήν, ενώ η ταινία περιλαμβάνει αρκετές λεπτομέρειες για την Χάντλερ που είναι αληθινές. Η πλήρης αλήθεια για τη ζωή της, σε πολλές περιπτώσεις, είναι ακόμα πιο παράξενη και πιο ιδιαίτερη ακόμα και από ταινία!
Πρωτοπόρος αλλά και στο επίκεντρο σκανδάλων
Ο χαρακτήρας της Πέρλμαν λέει στην Μπάρμπι ότι έκανε μαστεκτομή. Αυτό είναι αλήθεια. Η Χάντλερ είχε καρκίνο του μαστού τη δεκαετία του 1970 από τον οποίο επιβίωσε. Μάλιστα, χρησιμοποίησε την τεχνογνωσία που είχε αποκτήσει γύρω από τα πλαστικά από τα χρόνια που εργαζόταν στη βιομηχανία παιχνιδιών για να επινοήσει προσθετικά αξεσουάρ στήθους για άλλες γυναίκες σαν εκείνη και ξεκίνησε μια εντελώς νέα επιχείρηση, την Nearly Me, η οποία εξακολουθεί να πουλάει προϊόντα μέχρι σήμερα και να στηρίζει γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε μαστεκτομή.
Η κινηματογραφική εκδοχή της Ρουθ Χάντλερ υπαινίσσεται επίσης με πικρία ότι αναγκάστηκε να φύγει από τη Mattel λόγω σύγκρουσης για οικονομικά προβλήματα. Στην ταινία είναι μια αστεία σκηνή, αλλά η αναφορά αυτή βασίζεται στην αλήθεια. Το σκάνδαλο που οδήγησε την Χάντλερ εκτός Mattel αφορούσε όχι μόνο την ίδια αλλά και άλλους που εργάζονταν στην εταιρεία κατασκευής παιχνιδιών.
«Τέσσερα πρώην στελέχη της Mattel μεταξύ των πέντε που παραπέμπονται σε δίκη για κατηγορίες συνωμοσίας» έγραφε ο τίτλος της εφημερίδας New York Times το 1978. Οι Times ανέφεραν τότε ότι η Χάντλερ είχε κατηγορηθεί για παραποίηση «εσωτερικών επιχειρηματικών αρχείων που αφορούσαν τα κέρδη και τις πωλήσεις το 1971, 1972 και 1973, έτσι ώστε να μπορούν να επηρεάσουν την αγοραστική τιμή της μετοχής της Mattel».
Η Χάντλερ ήταν πρωτοπόρος σε μια εποχή που η κοινωνία υποβίβαζε τις περισσότερες γυναίκες στο ρόλο της νοικοκυράς και το επιχειρηματικό της δαιμόνιο την κατέστησε ηγετικό στέλεχος με στρατηγικό όραμα. Ωστόσο, όπως γράφει η Ρόμπιν Γκέρμπερ στη βιογραφία της Χάντλερ του 2009, Barbie and Ruth, «είχε επίσης επιτρέψει το ‘φούσκωμα’ και άλλες παραποιήσεις των βιβλίων της εταιρείας και οι ισχυρισμοί της ότι ήταν αθώα, αλλά και η άρνησή της να αναλάβει την ευθύνη, οδήγησαν την εισαγγελία να πιέσει για μια αυστηρή ποινή».
Η Χάντλερ τελικά σταμάτησε να αντιστέκεται και παραδέχτηκε ότι δεν αμφισβητεί την κατηγορία-χωρίς ωστόσο να δηλώσει ένοχη. Έτσι, καταδικάστηκε να πληρώσει πρόστιμο 57.000 δολάρια και έλαβε πέντε χρόνια αναστολή με τον δικαστή να της επιβάλλει 500 ώρες κοινωνικής εργασίας ετησίως.
Στο βιβλίο Barbie and Ruth, η Γκέρμπερ γράφει ότι ο δικαστής είπε στη Χάντλερ ότι οι πράξεις της ήταν «εκμεταλλευτικές, παρασιτικές και ντροπιαστικές». Η συγγραφέας χαρακτηρίζει επίσης τις συνολικά 2.500 ώρες κοινωνικής εργασίας που της επιβλήθηκαν ως «τη μεγαλύτερη ποινή για κοινωφελή εργασία που έχει επιβληθεί ποτέ».
Βέβαια, η Χάντλερ θα μπορούσε να είχε καταδικαστεί σε 41 χρόνια φυλακή, αλλά και πάλι η ίδια θεώρησε τη συγκριτικά ελαφριά ποινή της αυστηρή. Ήθελε, εναλλακτικά, να δημιουργήσει ένα πρόγραμμα δωρεάς προσθετικών για το στήθος από τη Nearly Me για μη προνομιούχες καρκινοπαθείς που διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να τα αγοράσουν, αλλά ο δικαστής απέρριψε αυτή την πρόταση.
Σύμφωνα με την Γκέρμπερ, αφού συμμετείχε σε φιλανθρωπικές εργασίες που η ίδια τις βρήκε «ταπεινωτικές», η Χάντλερ τελικά αξιοποίησε την επιχειρηματική της τεχνογνωσία για να εκπαιδεύσει άλλες κατάδικους σε διάφορες θέσεις εργασίας. Το πρόγραμμα θεωρήθηκε επιτυχημένο και το 1982 ο δικαστής συμφώνησε να μειώσει την ποινή της Χάντλερ κατά ενάμιση χρόνο.
Η αληθοφανής κούκλα
Στον πραγματικό κόσμο, η Ρουθ παντρεύτηκε τον σύζυγό της, Έλιοτ Χάντλερ, το 1938 και ξεκίνησαν μια επιχείρηση κατασκευής ειδών σπιτιού για τα οποία χρησιμοποιούσαν συχνά πλαστικά. Τη δεκαετία του 1940, σύναψαν συνεργασία με τον βιομηχανικό σχεδιαστή Χάρολντ Μάτσον για να δημιουργήσουν μια νέα επιχείρηση κατασκευής κορνιζών για φωτογραφίες, σύμφωνα με τους Los Angeles Times. Χρησιμοποιώντας τα ίδια υλικά, επεκτάθηκαν σε μια άλλη επιχείρηση δημιουργώντας μικρότερα έπιπλα – αυτή τη φορά για κουκλόσπιτα.
Η εταιρεία ονομάστηκε Mattel, ένας συνδυασμός του επώνυμου του Μάτσον και του μικρού ονόματος του Έλιοτ Χάντλερ και τα παιχνίδια σύντομα έγιναν το βασικό προϊόν της εταιρίας.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, τα κορίτσια συνήθιζαν να παίζουν με κούκλες-μωρά κάτι που τα προετοίμαζε για το πώς να γίνουν μητέρες. Ωστόσο, η Ρουθ είχε την πρωτοποριακή ιδέα της δημιουργίας μια ενήλικης κούκλας, η οποία θα βοηθούσε τα κορίτσια να οραματίζονται τι θα γίνουν όταν μεγαλώσουν. Την έμπνευση την πήρε από την κόρη της, Μπάρμπαρα, (την συνονόματη της Μπάρμπι), η οποία συνήθιζε να φτιάχνει φορέματα για κούκλες από χαρτί.
Αυτή η κούκλα, σκέφτηκε, θα πρέπει να είναι αληθοφανής. Με άλλα λόγια, η Χάντλερ πίστευε ότι θα πρέπει να έχει στήθος. Όταν παρουσίασε την ιδέα της στα στελέχη της Mattel, οι οποίοι ήταν άνδρες, εκείνοι την ειρωνεύτηκαν λέγοντας ότι καμία μητέρα δεν θα αγόραζε στην κόρη της μια ενήλικη κούκλα με στήθος. «Όλοι οι άντρες μας είπαν, ‘Μπα, δεν είναι καλό’», θυμάται η ίδια. «Προσπάθησα περισσότερες από μία φορές, κανείς δεν ενδιαφερόταν και τα παράτησα».
Οι κούκλες «Lilli»
Τα χρόνια πέρασαν και η Ρουθ είχε μια νέα έμπνευση κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στη Λουκέρνη της Ελβετίας το 1956. Η 15χρονη τότε κόρη της, Μπάρμπαρα, εντυπωσιάστηκε από μια πλαστική κούκλα στη βιτρίνα ενός καταστήματος παιχνιδιών. Επρόκειτο για τις κούκλες «Lilli», οι οποίες είχαν σωματότυπο κλεψύδρας, ήταν σε στυλ pin-up και μπορούσε να τις ντύσει κανείς με διάφορα ρούχα. Η Ρουθ διέβλεψε στις κούκλες «Lilli» τη δυνατότητα όχι μόνο να πουλάει κούκλες, αλλά και να πουλάει μια σχεδόν ατελείωτη σειρά αξεσουάρ για τις κούκλες αυτές. Έτσι, αγόρασε μια κούκλα και την έφερε πίσω στις ΗΠΑ και στα γραφεία της Mattel αποδεικνύοντας στους εταίρους ότι μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο.
Ωστόσο, η ιστορία πίσω από τις κούκλες «Lilli» δεν ήταν καθόλου αθώα. Οι κούκλες αυτές βασικά «δεν ήταν εξαρχής ένα παιδικό παιχνίδι στην Ευρώπη. Η Lilli ξεκίνησε τη ζωή της ως σεξουαλικό παιχνίδι» έγραψε η Γκέρμπερ στο βιβλίο της Barbie and Ruth.
«Προέκυψε από ένα κόμικ στην κουτσομπολίστικη εφημερίδα Bild-Zeitung. Στο κόμικ ο χαρακτήρας της Lilli κυνηγούσε πλούσιους άντρες παίρνοντας προκλητικές πόζες με αποκαλυπτικά ρούχα και εκτοξεύοντας προκλητικές, αλλά έξυπνες ατάκες».
Ο σκιτσογράφος της «Lilli», Ράινχαρντ Μπεούθιεν, και ο σχεδιαστής, Μαξ Βαϊσμπροντ, «είδαν τη δυνατότητα που υπήρχε αν έβγαζαν τη Lilli από τη σελίδα, για να την κάνουν ένα λάγνο τρισδιάστατο παιχνίδι», έγραψε η Γκέρμπερ. Οι άντρες έπαιρναν κούκλες Lilli ως δώρα σε εργένικα πάρτι, τις έβαζαν στο ταμπλό του αυτοκινήτου τους, τις κρεμούσαν από τον καθρέφτη ή τις έδιναν στις φίλες τους, ενώ ήταν μια συντροφιά για τους στρατιώτες κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Lilli που έγινε Barbie
Τελικά όμως η Lilli οδήγησε στη δημιουργία της Barbie. Η Χάντλερ και η Mattel δημιούργησαν μια πιο «παιδική» εκδοχή και κυκλοφόρησαν τη δική τους κούκλα το 1959 παρουσιάζοντάς την για πρώτη φορά στην Έκθεση Παιχνιδιού στη Νέα Υόρκη φορώντας ένα ασπρόμαυρο ριγέ μαγιό, όπως αυτό που φορά η Μαργκό Ρόμπι στην ταινία.
Ήταν μια τεράστια επιτυχία, καθώς φέρεται να πούλησε περίπου 350.000 τεμάχια μόνο τον πρώτο χρόνο. Οι φαν της κούκλας ήθελαν η Μπάρμπι να έχει και ένα αγόρι κι έτσι εμπνεύστηκαν τον Κεν το 1961, στον οποίο έδωσαν το όνομα του γιου της Χάντλερ.
«Στους μισούς αγοραστές μας δεν άρεσε καθόλου» είχε δηλώσει η Ρουθ Χάντλερ στο BBC σε συνέντευξή της το 1997. «Οι άνδρες θεωρούσαν ότι οι γυναίκες δεν θα αγόραζαν μια κούκλα με γυναικείο σώμα -με στήθος και στενή μέση και λεπτά πόδια, αυτή την ενήλικη κούκλα που έμοιαζε σέξι. Οι άνδρες ένιωθαν ότι οι γυναίκες τους δεν θα την ήθελαν και ότι δεν θα ήταν σωστό για ένα παιδί να έχει κάτι τέτοιο. Έκαναν λάθος. Οι γυναίκες, από την άλλη πλευρά, ξετρελάθηκαν αμέσως με την Μπάρμπι. Μόλις οι κούκλες έφτασαν στα καταστήματα έγιναν αμέσως ανάρπαστες, καθώς οι γυναίκες τις αγόραζαν για τις κόρες τους», ανέφερε.
Ο γερμανικός κατασκευαστής Greiner & Hausser και οι αντίπαλοι κατασκευαστές παιχνιδιών Louis Marx and Company προφανώς δεν είδαν με καλό μάτι τη νέα κούκλα. Η Louis Marx που είχε τα πνευματικά δικαιώματα της «Lilli» δεν άργησε να παρατηρήσει τις ομοιότητες και το 1961 κατέθεσε αγωγή εναντίον της Mattel. Η αγωγή αυτή διευθετήθηκε το 1963 και ένα χρόνο αργότερα η Mattel αγόρασε την άδεια χρήσης της «Lilli» από τον αρχικό Γερμανό κατασκευαστή Greiner & Hausser με αντάλλαγμα «τρεις εφάπαξ πληρωμές συνολικού ύψους 85.000 γερμανικών μάρκων (αξίας τότε περίπου 21.600 δολαρίων)» σύμφωνα με τα δικαστικά αρχεία.
Ως αποτέλεσμα, η Mattel συμφώνησε να μην εμπορεύεται καμία κούκλα με το όνομα «Lilli» και η G&H συμφώνησε να μην κάνει καμία κούκλα που να μοιάζει με τη Barbie.
Παρά το γεγονός ότι η κόρη της Χάντλερ, Μπάρμπαρα, αποτέλεσε την έμπνευση για την ονομασία της Μπάρμπι, η ίδια φαίνεται ότι είχε ανάμεικτα συναισθήματα σχετικά με τη σύνδεση της με την κούκλα. «Ήταν πολύ περίεργο», είπε η Μπάρμπαρα στο BBC στην ίδια συνέντευξη του 1997. «Ο κόσμος με πλησίαζε και μου ζητούσε αυτόγραφο. Όταν οι άνθρωποι ήρθαν και μου είπαν ‘Α, είσαι η πραγματική Barbie’ δεν μπορούσα να το καταλάβω γιατί αυτό ήταν απλώς ένα όνομα που δόθηκε στην κούκλα. Πολλοί νόμιζαν ότι έφτιαξαν την κούκλα έχοντας ως μοντέλο εμένα και την έκαναν να μοιάζει με εμένα και έτσι υποτίθεται ότι θα έπρεπε να είμαι. Αυτό δεν είναι αλήθεια», τονίζει.
Η άλλη εκδοχή
Πάντως, η ιστορία για την καταγωγή της Barbie και τη δημιουργία της από την Ρουθ Χάντλερ αμφισβητείται από μια άλλη γυναίκα που ισχυρίζεται ότι πίσω απ’ όλα βρίσκεται ο πατέρας της.
Η Ανν Ράιαν, η κόρη του Τζακ Ράιαν, ο οποίος ήταν τότε αντιπρόεδρος έρευνας και σχεδιασμού στη Mattel, έχει ένα podcast με τίτλο «Dream House: The Real Story of Jack Ryan». Σε αυτό ισχυρίζεται ότι αφαίρεσαν εσφαλμένα τα εύσημα από τον πατέρα της για τον ρόλο του στην δημιουργία της κούκλας. Υποστηρίζει μάλιστα ότι το όνομα της κούκλας προέρχεται από τη μητέρα της, Μπάρμπαρα, την οποία συνήθιζαν να φωνάζουν «Μπάρμπι». Μάλιστα, στο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της Mattel για τη Barbie, που κατατέθηκε στις 24 Ιουλίου 1959, αναγράφεται το όνομα Τζ. Ντ. Ράιαν, το όνομα του πατέρα της.
«Ο πατέρας μου είχε πάντα εμμονή με την εικόνα της τέλειας γυναίκας και μετά παντρεύτηκε μια που το όνομά της ήταν Μπάρμπι. Η επιλογή του ονόματος για την κούκλα Barbie ήταν απόφαση του πατέρα μου και όχι της Ρουθ Χάντλερ», είπε πρόσφατα η Αν Ράιαν στη New York Post.
Ο Τζακ Ράιαν είχε πέντε συζύγους κατά τη διάρκεια της ζωής του, συμπεριλαμβανομένου ενός γάμου με την διάσημη Ζα Ζα Γκαμπόρ. Αυτοκτόνησε το 1991 μετά από σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο. Τρία χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1994, η Ρουθ Χάντλερ δημοσίευσε την αυτοβιογραφία της, Dream Doll, στην οποία είπε την εκδοχή της για την ιστορία της δημιουργίας της κούκλας Barbie.
«Ο πατέρας μου ήταν νεκρός και δεν μπορούσε να αμφισβητήσει οτιδήποτε είχε γράψει η Ρουθ στο βιβλίο της και ήταν πολύ απογοητευτικό για εμένα και άλλα μέλη της οικογένειας Ράιαν», είπε η Αν στη New York Post. «Αυτά που έγραψε ήταν σοκαριστικά. Ήταν όλα μ@λ@κίες».
Κοινοποιήστε: