Μια αιωνιοτητα και μια εφηβεια
Δεν θυμαμαι πια, ποσα χρονια εχουνε περασει απο τοτε, που γνώρισα την κ. Μαργαρίτα.
Ισως, οσο διαρκει μια αιωνιοτητα και μια εφηβεια.
Ηταν ζωγραφος. Πισω απο τον φραχτη της κομψης μονοκατοικιας, που νοικιαζε στον Κολωνο, κρυβονταν ενας θαυμαστος κοσμος μορφων και χρωματων. Ωστοσο ελαχιστοι τον ειχανε δει, με τα ιδια τους τα ματια.
Επειδη η κ. Μαργαριτα δεν επετρεπε στον πασα, ενα να περασει το κατωφλι της ψυχης της.
Εγω τοτε, μολις ειχα αρχισει να συνειδητοποιω τον εαυτο μου. Και βιαζομουν να δειξω αντρας, για να εχω περαση στα κοριτσια. Νε μην με ξαποστελνουν με κεινο το ειρωνικο γελακι…
– Βγαλε πρωτα γενεια και μετα…
Κι αρχισα να ξυριζω τις πεντε πρωτες τριχες που εμφανιστηκαν διστακτικα απανω απ’ τα χειλη μου. Επειδη ακουα οτι, αμα ξυριζεσαι τακτικα, δυναμωνουν τα γενεια.
Η μανα μου, οταν καταλαβε οτι εβανα ξυραφι στο μουστακι, κατατρομαξε.
– Θα αγριεψει το προσωπο σου, παιδακι μου
Ποσως με ενδιεφερε αν θα αγριευε η φατσα μου ή οχι. Με ενοιαζε μονον να δειχνω κατι παραπανω απο αυτο που ημουν.
Η εφηβεια ειναι ακριβως η πρωτη μαχη του ανθρωπου με τον Χρονο.
Οταν αρχιζει να συνειδητοποιει πως αυτο που πράγματι ειναι, δεν ειναι αυτο που θα ηθελε να ειναι.
Και βιαζεται να το φτασει…
Να μην αγριεψει η ψυχη σου…
Τον καιρο εκεινο, οι γονεις μου ειχανε μιαν ΕΒΓΑ [ετσι λεγανε τοτε τα μινι μαρκετ]
Η κ. Μαργαριτα ερχοτανε που και που να ψωνισει. Συνηθως απογευματα, που ημουν κι εγω εκει.
Καμια φορα παραγγελνε κι απο το τηλεφωνο, οποτε εβρισκα την ευκαιρια να της παω τα ψωνια και να παρω κλεφτα ματι τον μαγικο κοσμο της.
Που ηταν ενας τελειως διαφορετικος κοσμος απο τον κοσμο των γονιων μου, των συγγενων μου, των γειτονων μας και ολων των αλλων, που ως τοτε αποτελουσαν ατυχως τον δικο μου κοσμο.
– Οχι πολλα παρε-δωσε μ’ αυτην…. Αφηνεις τα ψωνια και φευγεις…
Η απαγορευση προσεγγισης δεν ισχυε μονον για μενα. Ολες οι μαναδες της γειτονιας ετρεφαν εναν φοβο για την κ. Μαργαριτα. Ισως να αντιλαμβανοντουσαν ασυνειδητως, οτι η ωραιοτητα της αποτελουσε τον υπ’ αριθμον ενα κινδυνο για να καταρρευσει ο υδατινος κοσμος των ανθρωπων-χρυσοψαρων, που με τοσες θυσιες προσπαθουσαν να μας διατηρησουν εντος τους.
Και επιπλεον η κ. Μαργαριτα ηταν ο πλεον επιφοβος εχθρος για να τους αρπαξει τους γιους τους.
– Ειναι πουτανα! Παρατησε τον αντρα της κι ηρθε εδω για να μην ξερει κανενας τις πομπες της…
Ο συζυγος της Μαργαριτας [αν υπηρχε κατι τετοιο] πρεπει να ητανε καποιος παμπλουτος εμπορας, απο την Αλεξανδρεια της Αιγυπτου, αν και αλλοι ισχυριζονταν οτι ητανε Αργεντινος κτηνοτροφος.
Ελεγαν επισης οτι αποπλανουσε νεαρα αγορια, βαζοντας τα να ποζαρουνε γυμνα, για να τα ζωγραφισει.
Η μανα μου ητανε κατηγορηματικη.
– Προσεξε κακομοιρη μου, μην τις κατεβασεις το βρακι σου…
Η κ. Μαργαριτα δεν φαινονταν να νοιαζεται για τα κουτσομπολια που διαδιδονταν εις βαρος της. Δεν φαινονταν επισης να νοιαζεται και για το γεγονος οτι αποτελουσε το ζωντανο ειδωλο ολων των αγοριων της γειτονιας.
Οταν καποτε μια θεια μου της πεταξε υπουλα τη μπηχτη, λεγοντας:
– Βρε Μαργαριτα μου, μπας και ησουνα παλιοτερα δασκαλα? Γιατι ολα τα αγορια εδω στη γειτονια, πινουν νερο στο ονομα σου…
Η Μαργαριτα εσκασε στα γελια.
– Φταινε τα λουλουδατα φουστανια μου, κ. Στελλα…
– Μπα?
– Ναι, ντε… Βλεπεις τα αγορια μπορουν ακομα να φανταζονται, οτι οι ερωτες ανθιζουν…
Η κ. Μαργαριτα ειχε μιαν ιδιαιτερη αδυναμια στα λουλουδιαστα φουστανια. Προσωπικως δεν την ειδα ποτε να κυκλοφορει με αρβυλακια ή με ταγαρουλια ή με τιποτα αμπεχωνα της κακιας της ωρας.
Ισως και να το γνωριζε πως ητανε κομματι του ονειρου ολωνων μας και ηθελε να διατηρησει τιν μυθο της.
Ωστοσο, τωρα που την αναθυμουμαι, κατανοω ποση ευεργεσια ειχε δωκει στην ψυχη μου.
Γιατι ειναι ακραια σημαντικο σε ενα αγορι, να διοχετευσει τα πρωτα σκιρτηματα του Ερωτα, που ακομα δεν εχουνε βρει ουτε προσωπο, ουτε κατευθυνση, σε μια μορφη μεταξυ πραγματικοτητας και ονειρου.
Θα μου πεις, ειναι καλο να εξιδανικευεται η ερωτικη διασταση της Γυναικας?
Ωστοσο ποτε μου δεν νοιαστηκα για το Καλο ή για το Κακο. Μπορω να πω μοναχα οτι ακομα μου μενει ενα αρωμα απο γιασεμι κια ανεφικτο, οποτε πλησιαζω μια γυναικα. Κι ενα μερος απ αυτο, το χρωσταω στην κ. Μαργαριτα…
Στον κοσμο της ομως δεν με ειχε αφησει να εισχωρησω, παρα μονον ως το κατωφλι. Της αφηνα τα ψωνια στην εξωθυρα κι αυτη μου εγνεφε να περασω μεσα και να την περιμενω στον κομψο προθαλαμο με τα γιαπωνεζικα ανθοστηλια.
Ηταν ενα λιλιπουτειο διαδρομακι, χωρις κανενα απολυτως επιπλο, πλην απο τα δυο πορσελανινα βαζα με τις συνθεσεις ικεμπανα, που τις αλλαζε πολυ συχνα. Με τη διαφορα οτι δεν ενιωθες το βαρος των τοιχων απανω σου, ουτε σε επνιγε η στενοττα του χωρου, επειδη σε ολο τους το πλατος οι τοιχοι ησαν καλυμενοι απο καθρεπτες.
Χωρις κορνιζα. Απλες αντανακλωσες επιφανειες, οπως στις αιθουσες με τους καθρεπτες, στα θριλερ και στα λουνα παρκ. Που σε εξαναγκαζαν να ερθεις καταπροσωπο με τον εαυτο σου…
Κι εκει ηταν που παρατηρησα για πρωτη φορα οτι στπ μουτρο μου ειχαν αρχισει να ξεπροβαλλουν δειλα-δειλα οι πρωτες τριχιτσες της εφηβειας…
Την επομενη φορα που μου δοθηκε ευκαιρια να την ξαναδω, τις ειχα κιολας ξυρισει.
Η κ. Μαργαριτα παρελαβε τις τσαντες απο τα χερια μου, ωστοσο δεν μου χαμογελασε, ουτε εκαμε κινηση να με κερασει ενα ποτηρι κοκα-κολα με πολλα παγακια. Αντιθετως αφησε τις τσαντες χαμου και μου αγγιξε απαλα το πηγουνι.
– Τι εκαμες εδω?
Μου κοπηκε η λαλια!
– Τι εκαμα κ. Μαργαριτα?
– Ξυριστηκες!
Ξεροκαταπια.
– Μαλιστα, ξυριστηκα…
– Γιατι?
– Γιατι κ. Μαργαριτα, εβγανα γενια…
Εσκασε στα γελια. Μετα ομως, το προσωπο της συννεφιασε.
– Δεν επρεπε να το καμεις αυτο, Ορφεα μου…
– Επρεπε!
– Η μανα σου τι σου ειπε?
– Οτι θα αγριεψει το μουτρο μου. Ε, λοιπον δεν με νοιαζει., Αυτο θελω κι εγω, να αγριεψει…
Τοτε ηταν που εσυρε το χερι της απαλα στο προσωπο μου και υστερα κατεβηκε αργα προς τα κατω, ως το αγουρο στηθος μου, που κοντευε να ραγισει απο συστολη κι επιθυμια.
Κι ηταν σαν να ξεπεταγονταν μεσα απο τη σαρκα μου, μια πεταλουδα.
– Το προβλημα δεν ειναι αν θα αγριεψει το πηγουνι σου, Ορφεα. Το ζητημα ειναι να μην αγριεψει η ψυχη σου…
Το πορτρετο
Η κ. Μαργαριτα μου εκαμε νοημα να την ακολουθησω. Προσπερασαμε τον στενο διαδρομο με τους καθρεπτες και εισηλθαμε στον καθαυτου δικο της κοσμο.
Τον μαγευτικο κοσμο των μορφων.
Συλλογιεμαι καμια φορα και τωρα ιδιως, που πια εχει αγριεψει κι εχει ξαναγαληνεψει πολλες φορες η ψυχη μου, οτι οι περισσοτεροι ανθρωποι δημιουργουν τον χωρο τους, με το σκεπτικο οτι θα ερθουν να εγκατασταθουν εκει καποιοι αλλοι. Οι συγγενεις τους, οι φιλοι τους, τα παιδια τους, οι φιλοι των παιδιων τους, οι γειτονες και οι συναδελφοι.
Σπανιως τυχαινει να βρεθεις σε ενα σπιτι, οπου τα παντα, απο τον προθαλαμο ως την τουαλετα ειναι διαλεγμενα ετσι ωστε να ικανοποιουν το ματι, το κορμι, τα γουστα και τις συνηθειες αυτουνου που πραγματικα κατοικει εκει μεσα.
Γι αυτο φαινεται και τα νιοπαντρα ζευγαρια συμβουλευονται τις μαμαδες, τις θειες, τους κουνιαδους, τις συνιφαδες, τον πασα εναν, πριν αποφασισουν για τα επιπλα του σπιτιου τους.
Τα σπιτια τους, οπως και οι ζωες τους ετσι κι αλλιως, σε αλλους ανηκουν…
Το σπιτι της κ. Μαργαριτας ηταν αντιθετως, ενα κομματι του δικου της, του εντελως προσωπικου της ουρανου.
Τιποτα απο οσα υπήρχαν εκει μεσα δεν ηταν διαλεγμενο για τα γουστα καποιου αλλου. Οι πηλινες και οι γυψινες ημιτελεις μορφες, που απεικονιζαν κυριως προπλασματα νεαρων ανδρων, καταλαμβαναν τον μισο απο τον χωρο του σαλονιου/ατελιε, στο οποιο επρεπε να ψαξεις πολυ για να βρεις καπου να καθισεις.
Το αλλο μισο αφηνονταν στις φωτογραφιες, που καλυπταν ολους τους τοιχους και στους επισης ημιτελεις καμβαδες, που στεγνωναν τεμπελικα μεσα σε μια πανσπερμια χρωματων και αρωματων.
Αν υπηρχε ενας κηπος των μορφων, αυτος θα ηταν το σαλονι της κ. Μαργαριτας.
– Οπως βλεπεις και μοναχος σου, μ’ αρεσει να απεικονιζω νεαρα αγορια…
– Μαλιστα, το βλεπω…
Εσυρε ενα περιστρεφομενο σκαμπω και μου δειξε οτι μπορουσα να καθισω. Η ιδια βολευτηκε σ’ ενα αφρατο πουφ, που παραστεκε τα ποδια ενος μισοτελειωμενου εφηβου, απο γυψο και αποκομματα εφημεριδων.
– Οτι βρισκεται εδω μεσα, δεν εχει τελειωσει ακομα. Οταν τελειωνω κατι, συνηθως το πουλαω…
Δεν ηξευρα τι να πω.
– Δεν χρειαζεται να πεις κατι, Ορφεα. Μου αρκει οτι σου αρεσει το λουλουδατο φουστανι μου…
Κοκκινησα ισαμε τ’ αυτια αλλα εβανα κουραγιο. Και τα καταφερα να αρθρωσω επιτυχως.
– Μου αρεσουν τα παντα σε εσας κ. Μαργαριτα.
– Οπως?
– Οπως… Να, μου αρεσουν τα γλυπτα σας, οι ζωγραφιες σας… ο τροπος που ζειτε…
– Πως πιστευεις οτι ζω?
– Διαφορετικα…
– Αυτο απο μονο του δεν αρκει…
Σηκωθηκε και πλησιασε ενα προπλασμα αγοριου, καμωμενο απο πεπιεσμενο χαρτι και ρινισματα μεταλλου.
– Αυτο το αγορι ηταν πολυ διαφορετικο απο τα αλλα, οταν το γνωρισα. Ενα μιγμα ετοιμορροπου χαρτιου με αλυγιστο σιδηρο. Κι ομως, η βαθυτερη επιθυμια του ηταν να γινει ενα κι ομοιο με τους υπολοιπους. Να μην ξεχωριζει πια κανενας τα υλικα του. Να ενσωματωθει σε εναν συρφετο ανδρεικελων, καμωμενα απο υποταγη και μιμηση. Και στο τελος, τους αφησε και το καταπιανε. Γι αυτο δεν αποτελειωσα ποτε τη μορφη του. Δεν προλαβα, Ορφεα. Την εχασε, πριν το ολοκληρωσω…
Ξερεις το να εισαι διαφορετικος δεν αρκει… Πρεπει να το εχεις παρει αποφαση να αντεξεις αυτο που εισαι…
Τωρα να πω ψεμματα οτι την καταλαβαινα? Οχι, δεν την καταλαβαινα!
Ακομα και τοτε που σκεπαζε με τη μεστη ωριμοτητα της, τη δικη μου εφηβικη σαρκα και μου ψιθυριζε τα βρωμικα λογια της ηδονης, αδυνατουσα να περασω απο τον ηχο, στο νοημα.
Ωστοσο κατι υπηρχε στα λογια της, κατι υπηρχε στα χαδια της, κατι ανιχνευα στην ανασα της, που εσταζε αργα στην ψυχη μου. Ηταν σαν να ανοιγα για να αφησω να εισρευσει μεσα μου, η αρμυρα της θαλασσας.
Γιατι κι αυτη ειναι τοσο απεραντη, που ποτε μου δεν θα την καταλαβω αλλα αυτο δεν σημαινει οτι δεν τολμησα να κολυμπησω.
Ή ακομα-ακομα και να πνιγω μεσα της…
Υστερα εβγανε τα παπουτσια της και ηρθε και καθισε απεναντι μου, ανακουκουρδα απανω στο ξυλινο πατωμα. Με το λουλουδατο φουστανι της μισανοιχτο, μου επετρεπε να κοιτω τα ποδια της ως το σημειο οπου ριζωνε το σκοτεινο ορος της Αφροδιτης.
Ηταν σαν εξαφνα, να ‘χα βουτηξει βαθεια στον βυθο της θαλασσας και να παιρνω ματι μια θαλασσια ανεμωνη.
– Εχω να σου προτεινω κατι αλλα να μεινει μεταξυ μας. Δεν θα πεις κουβεντα, ουτε στη μανα σου, ουτε σε κανεναν αλλον…
Εγνεψα Ναι, ανικανος να αρθρωσω
– Θα κανουμε μια μυστικη συμφωνια οι δυο μας… Θα ερχεσαι εδω μια φορα την εβδομαδα και θα μου ποζαρεις να σε ζωγραφισω….
– Ναι… Ναι…
– Περιμενε. Δεν ολοκληρωσα τους ορους της συμφωνιας… Αυτο που αναζητω σε σενα, ειναι η Αθωοτητα σου. Θα μου υποσχεθεις οτι οσον καιρο θα μου παρει να φτιαξω το πορτρετο, θα καμεις οτι περναει απο το χερι σου για να την διατηρησεις… Και προπαντο;ς δεν θα ξαναξυρισεις τις ελαχιστες τριχουλες σου… Θελω να αποτυπωσω αυτο που υπαρχει τωρα στο προσωπο σου. Πριν αγριεψει η ψυχη σου…
Εσμιξε αποτομα τα ποδια της και τακτοποιησε το φουστανι της.
Η θαλασσια ανεμωνη κρυφτηκε κατω απο ενα απαλο στρωμα υακινθων…
Η μυηση
Μαλιστα! Εγκατελιψα το ξυρισμα και αρχισα να προετοιμαζομαι ψυχιολογικως και σαρκικως για την πρωτη συναντηση μας.
Τεταρτη βραδυ στο σπιτι της.
Οπως ειναι φυσικο, πλακωθηκα στα σαπουνια και στα αρωματα. Μασχαλες, στηθος, μαλλι – τα παντα ολα.
Η μανα μου με παρατηρουσε καχυποπτη.
– Για που τοιμαζεσαι?
– Ε, που αλλου… Στην πλατεια για καφε…
– Στην πλατεια, ετσι?
– Μαλιστα, στην πλατεια.
Εννοουσα στην πλατεια του ουρανου.
Με εβανε να καθισω απεναντι της, μ’ ενα ποτηρι λεμονάδα φορτωμενο ποθους.
Υστερα περασε απαλα το χερι της, στο προσωπο μου.
– Δοξα τω Θεω, διατηρεις ακομα την αθωοτητα σου…
– Μα, δεν συμφωνησαμε? Μεχρι να τελειωσετε το πορτρετο μου, δεν θα ξαναξυριστω…
– Ναι, αλλα δεν φτανει…
– Και θα καμω οτι μου πειτε…
Χαμογελασε.
– Η αθωοτητα Ορφεα μου, δεν κερδιζεται με συμβουλες…
Υστερα μου ξεκουμπωσε το πουκαμισο.
– Γδυσου. Αποφασισα να σε ζωγραφισω ολοκληρον…
Ουτε ηξερα τι ωρα ειχε παει, ουτε με ενοιαζε να μαθω. Ηταν η πρωτη φορα που ειχα την ευκαιρια να νιωσω το σωμα μου, εκθετο στα ματια μιας γυναικας.
Και συλλογιεμαι τωρα, που πια εχω εκτεθει τοσες και τοσες φορες οτι η γυμνια δεν ειναι κατι που αφορα εμας αλλα το ματι που μας κοιταζει. Και για να πω την αληθεια μου, εχω ξεβρακωθει μπροστα σε παμπολλες γυναικες, ωστοσο ελαχιστες ηταν οι στιγμες που αισθανθηκα οτι πραγματικα ημουν γυμνος.
Οχι επειδη δεν φορουσα το βρακι μου.
Αλλα επειδη εκεινα τα βλεμματα μπορουσαν να διεισδυσουν περα απο τη σαρκα μου…
– Σ’ ενοχλει ο τροπος που σε κοιταζω?
– Με φοβιζει…
– Γιατι?
– Γιατι δεν ξερω αν υπαρχει κατι σημαντικο, για να δεις…
– Αυτο θα το καταλαβουμε κι οι δυο μας, οταν θα κοντευω να τελειωσω…
– Δεν θελω να τελειωσεις,,,
– Να εισαι βεβαιος οτι θα αργησω πολυ…
Ειχε αραδιασει μπροστα μου εναν σωρο απο χρωματα σε σκονες και σε μπουκαλακια. Ελεγε πως πρωτα επρεπε να ανακαλυψει τα υλικα απο τα οποια ημουν φτιαγμενος.
– Τα χρωματα εχουν προσωπικοτητα. Ειναι το ιδιο συνθετα και μεταλλασσομενα οσο και ενας ζωντανος οργανισμος… Μπορεις να αναμειξεις ενα κοκκινο ματζεντα με πριονιιδια και να γεννηθει η φυση ενος δασους. Μπορεις επισης να αναμειξεις λιγο βαρυ μπλε της νυχτας, με κιτρινο του ιβισκου και να προβαλει εμπρος σου η απωλεσμενη ελπιδα…. Μπορεις να ανακατεψεις χρωματιστες σκονες, ρινισματα μεταλλου, κροκον αυγου, λαδι ηλιου και δροσερο νερο της αυγης, για να φτιαξεις το σωμα ενος αφηβου, που λιαζεται αμεριμνος στο φως των ονειρωξεων του… Το προβλημα ομως με μας τους ανθρωπους, ειναι η διαρκης μεταβολη… Κατι που ειδες σημερα σε ενα βλεμμα, μια κινηση που προσπαθησες να παγωσεις στον χρονο, μπορει να μην υπαρχουν αυριο. Οι ανθρωποι αλλαζουμε Ορφεα… και πρεπει να ψαξεις βαθεια για να εντοπισεις το υλικο του ιδιου τους του πυρηνα… Αν υπαρχει κατι τετοιο… Γιατι πολλοι απο εμας, ειμαστε μονο ενα κελυφος… Σκιες, χωρις προσωπα, χωρις σαρκα, χωρις μοιρα…
Ειπαμε οτι δεν με πειραζε που δεν τη καταλαβαινα.
Το μονο που με πειραζε ηταν, αν μετα απο ολα αυτα, θα ειχε μεινει κατι απο μενα, εξον απο ενα αδειανο κελυφος.
Οχι, δεν με ενοιαζε ο Χρονος, ουτε το οτι επρεπε να στεκομαι εντελως ακινητος επι τοσες ωρες… Εκεινο που με εκαιγε ηταν η μορφη που θα πλαθονταν μεσα απο τα χερια της.
Και τα ιδια τα χερια της…
– Κουραστηκες?
– Οχι!
– Ελα να δεις…
Πλησιασα διστακτικα. Αισθανομουν εναν βαρυ κομπο να σφιγγει τον λαιμο μου. Γυρισε τον καμβα προς το μερος μου. Ωστοσο δεν εβλεπα παρα ενα αχνο περιγραμμα. Και μια ακαθοριστη σκια στο σημειο των γεννητικων οργανων.
Αναζητησε το χερι μου. Και το ακουμπησε στο στηθος της.
– Πρεπει να μου δοθεις… Εισαι ακομα αιχμαλωτος του δικου σου κοσμου…
Ξεκουμπωσε τα πρωτα κουμπια του φουστανιου της. Οδηγησε το χερι μου, πισω απο τους μισχους των ιβισκων, στις βαθειες κοιλαδες των ερωτων της.
– Ξερεις, μετα απο τοσα χρονια εμαθα πως για να απελευθερωθεις, πρεπει πρωτα να παραδοθεις. Απολυτα. Χωρις να κρατησεις τιποτα για τον εαυτο σου. Ουτε τ’ ονομα σου…
Τα δαχτυλα μου ψηλαφουσαν μια κανουρια και εντελως αγνωστη σε μενα ηπειρο. Μια νεα Αμερικη, που καθε αγορι, σε καθε εποχη, σε καθε θαλασσα, εχει τη δυνατοτητα να την ανακαλυψει. Εστω και απο λαθος.
Και πρεπει επισης να ειχανε κατακοκκινισει. Οπως ειχαν κοκκισει και τ’ αυτια μου. Και η μυτη μου. Και η ψυχη μου. Και το πουλι μου, που κοντευε να ραγισει απο τον ποθο.
Γδυθηκε και με τραβηξε να ξαπλωσω πλαϊ της.
Στο χρωματιστο ξυλινο πατωμα, που εμοιαζε σαν λιβαδι γεματο υποσχεσεις.
– Χαρισε μου την αθωοτητα σου, για να την ξαναβρεις στην ενοχη σου… Δωσε μου το ονομα σου, για να ξαναβαπτιστεις… Φαε απο τον καρπο της ληθης μου, για να θυμασαι παντοτινα… Ταξιδεψε μαζι μου, χωρις εισιτηριο επιστροφης… Γινε δικος μου, για να σου ψιθυρισω το μεγαλο μυστικο… Παρε την ηδονη μου, για να εξερευνησεις τη δικη σου… Τραγουδησε μου τα πιο βρωμικα τραγουδια σου Ορφεα, για να αποκαθαρθεις…
Ναι! Αυτη ηταν η συμφωνια μας, η οποια τηρηθηκε κατα γραμμα. Θα της εμπιστευομουν την αθωοτητα μου, για να την ξαναπαρω πισω. Θα βυθιζομουν μεσα της, για να ξαναβγω στα παραλια της ψυχης μου. Θα ημουν Εκεινη, για να ειμαι Εγω.
Οσον καιρο θα κρατουσε.
Οσον καιρο θα της χρειαζονταν για να αναπλασει τα υλικα μου.
Οσες εφηβειες θα ησαν αρκετες, για να γεννηθει μια αιωνιοτητα…
Η κ. Μαργαριτα δεν μενει πια εδω…
Δεν κρατησε και παρα πολυ. Σχεδον, οσο κραταει μιαν ανασα. Ή οσο θα κρατουσε η νεοτητα ενος αγγελου.
Αν ειχε το θαρρος να γερασει…
Τεταρτη βραδυ, οπως ολες τις αλλες Τεταρτες χτυπουσα την εξωθυρα του σπιτιου της. Μονο που εκεινη την Τεταρτη δεν μου ανοιξε αυτη. Μου ανοιξε μια κουρασμενη μεσοκοπη γυναικα, μαλλον η ιδιοκτητρια του σπιτιου, που βαστουσε το κονταρι της ηλεκτρικης σκουπας σαν να τανε λαβαρο.
Κι οπως εριξα μια γρηγορη ματια στον προθαλαμο, δεν υπηρχε τιποτα. Ουτε οι ανθοστηλες με τις συνθεσεις ικεμπανα, ουτε οι καθρεπτες, ουτε τα χρωματα.
– Ποιον ζητατε?
– Την κ. Μαργαριτα…
– Η κ. Μαργαριτα δεν μενει πια εδω!
Την παρακαλεσα να με αφησει να ριξω μια ματια στο υπολοιπο σπιτι. Της δικαιολογηθηκα οτι ημουν ανηψιος της και ηθελα να βεβαιωθω οτι δεν ειχε ξεχαστει τιποτα
– Τα πηρε ολα, μουρμουρισε…
Και καπακι κουνησε εξαντλημενη το κεφαλι της
– Τρομαξαμε να το καθαρισουμε το σπιτι, παιδακι μου… Μπογιες παντου… Σκουπιδια, χαρτια, κολλες, ξυλα, σιδερα, βρωμα να δει το ματι σου… παλι καλα που εφυγε… Ποντικια θα γεμιζαμε απο τη βρωμα…
Ναι, τα ειχε παρει ολα.
Και εμενα μαζι της.
Και ολα εκεινα τα αγορια που της ειχαν εμπιστευθει την αθωοτητα τους…
Δεν θα την ξαναβλεπα ποτε.
Κι ο πινακας μας θα εμενε ημιτελης…
Η δημοπρασια
Σημερα, μετα απο πολλα-πολλα χρονια ελαβα ενα μεηλ που με ειδοποιουσε για τον θανατο της κ. Μαργαριτας
Ηταν απο ενα δικηγορικο γραφειο. Με προσκαλουσαν να παραβρεθω στη δημοπρασια που θα γινονταν, για την πωληση των εργων της. Που ειχε αφησει εντολη να πωληθουν ολα μετα τον θανατο της.
Οι δικηγοροι της ειχαν λαβει επισης οδηγιες να βρουν καποια προσωπα, που αναμεσα τους ημουν κι εγω, για τα οποια η κ. Μαργαριτα ηθελε να παραστουν σ εκεινη την τελευταια δημοπρασια των εργων της.
Με ειχανε βρει μεσω ιντερνετ, μιας και το ονομα μου ειχε γινει ολιγον γνωστο, εξαιτιας του βιβλιου μου.
Στεκομαι τωρα μπροστα στον καθρεπτη και γελω με τον εαυτο μου.
Για χρονια ξυριζομουνα συστηματικα. Μ’ αρεσε να κρατω αυτη τη δροσερη νεανικοτητα σε ενα μουτρο, που κατα τα αλλα βαδιζε αναμεσα σε διαρκεις προδοσιες, ψευτιες, στρεψοδικιες, απορριψεις, απογοητευσεις, ανατροπες.
Και μετα ηρθε ο καιρος της χρεωκοπιας.
Ο μικρος μου κοσμος, το ασφαλες μου κελυφος που μεσα του ειχα μαθει να την κουτσοβγαζω χρονια τωρα, κατερρευσε.
Εκλεισα το μαγαζι μου, σφραγισα τα ονειρα μου, εθαψα τις προσδοκιες μου.
Και μετα σταματησα και να ξυριζομαι.
Ποιος ο λογος?
Τα γενεια μου ειχαν ασπρισει απο την ελλειψη φωτος. Τα χειλη μου ειχαν ξεραθει απο την ελλειψη λογων…
Λεω λοιπον να μην παω στη δημοπρασια. Ακομα κι αν ειχε κρατησει εκεινον τον Ορφεα, που καποτε ακτινοβολουσε αγαπη κι ελπιδα, τωρα δεν μου ανηκει. Γιατι εγω φοβαμαι οτι ειμαι ενας αλλος. Ασε που δεν εχω τη δυνατοτητα να τον αγορασω. Στην πραγματικοτητα δεν εχω τη δυνατοτητα να αγορασω κατι περισσοτερο απο μια τυροπιττα την ημερα…
Ωστοσο το χερι μου παει ασυναισθητα στο ξυραφι. Κι αναρωτιεμαι αν το καμω αυτο γιατι το θελω να ξυριστω ή γιατι επιθυμω να κοψω τον λαιμο μου.
Κι ειναι παλι Τεταρτη.
Οπως εκεινες οι Τεταρτες που αρωματιζα σχολαστικα το σωμα μου, για να συναντησω την κ. Μαργαριτα.
Τοτε ομως ηταν πολυ μακρια η σκεψη του θανατου.
Περιστρεφω καμποσην ωρα στα δαχτυλα μου το ξυραφι. Κατα λαθος μαλλον, σκιζω ελαφρως τη σαρκα του μεσσαιου δαχτυλου. Παρατηρω εκπληκτος το αιμα να ρεει στον νιπτηρα. Δεν ποναει ουτε τοσο δα. Μονον μια συνεχης κοκκινη ροη, που με αδειαζει αργα-αργα. Ισως αν εκοβα μια φλεβα να μην υπηρχε πονος. Γιατι φοβαμαι τον πονο. Κι αν δεν εχω κρεμαστει ως τα τωρα ή αν δεν εχω φουνταρει απο κανα βραχο ή αν δεν εχω βανει φωτια να με καψω ολοκληρον, ειναι επειδη φοβαμαι τον πονο. Ισως ομως ο θανατος να μην ειναι τιποτα παραπανω απο μια συντομη εκπληξη. Την θαυμαστη απορια να βλεπεις το σωμα σου να μεταβαλλεται σε να κοκκινο υγρο.
Θυμαμαι πως και τοτε, που γεματος ποθο γεμιζα υγρα το κορμι της μου εκαμε απορια το ποσο υδατινος ειναι ο εαυτος μας.
Μπορει να μην ειμαστε κατι περισσοτερο απο σταγονες χρωματιστο νερο που λαμβανουμε προσκαιρα μια επιγεια μορφη. Κι υστερα εξαερωνομαστε για να ξαναποτισουμε το χωμα, με τα ονειρα μας.
Ναι!
Δεν υπαρχει κανενας λογος να φοβαμαι τον θανατο. Ενα συντομο τσουξιμο τη στιγμη που χαραζεις τη φλεβα κι επειτα η γλυκεια ναρκη του τιποτα.
Πεθαινω σημαινει επιστρεφω ως βροχη…
Ωστοσο σημερα ειναι Τεταρτη. Κι οπως καθε Τεταρτη στον καιρο της αθωοτητας, με περιμενει ενας μισοτελειωμενος Ορφεας.
– Μην χασεις την αθωοτητα σου, ωσοτου να τελειωσω το πορτρετο σου. Και προπαντος μην ξυριστεις…
Κοιταζω το γερασμενο, αξυριστο, βρωμιαρικο προσωπο μου και σκαζω στα γελια. Βανω στοιχημα οτι κανεις απο οσους θα δουν το ημιτελες πορτρετο μου, δεν θα υποψιαστει οτι εγω ημουν αλλοτε αυτο το αγορι.
Απο μιαν αιωνιοτητα και μιαν εφηβεια, δεν εμεινε παρα ενα κομματι χαρτι και μερικα σκορπια χρωματα, που σημερα πωλουνται σε δημοπρασια.
Αποφασιζω να αναβαλλω την τελικη λυση, για μετα την πωληση μου. Αν βρω πελατη να πωληθω.
Αφηνω το ξυραφι στη λεκανιτσα του ξυρισματος και φευγω να προλαβω τη δημοπρασια.
Η εικονα της Αθωοτητας
Η αιθουσα ειναι γεματη απο χρωματα και μορφες, οπως ηταν το σαλονι της. Υπαρχουν αρκετοι υποψηφιοι αγοραστες. Δεν ξερω αν ειναι σαν εμενα, αν δηλαδη τους ειδοποιησαν απο το δικηγορικο γραφειο, κατοπιν επιθυμιας της κ. Μαργαριτας.
Προσπαθω να μεινω οσο το δυνατον αθεατος.
Οι περισσοτερες εκει μεσα ειναι γυναικες και μαλιστα πολυ καλοντυμενες. Φαινονται ευκαταστατες. Καλυτερα να μην φαινομαι και ξεφτιλιζομαι.
Ενας μεσοκοπος κυριος με αλογουρα και περιποιημενο μουσακι με πλησιαζει μαλλον εκνευρισμενος. Με ρωταει τι γυρευω εδω. Του απαντω οτι ειμαι ο Ορφεας Ομπρενοβιτς και οτι ειμαι καλεσμενος.
Ανατρεχει σ εναν τυπωμενο καταλογο, βρισκει το ονομα μου και με κοιταζει με εκδηλη απορια..
– Ναι, ναι… εγω ειμαι…
Δεν με ξαναενοχλουν.
Η δημοπρασια αρχιζει. Παιζονται κατι τρελα ποσα. Δεν θα το φανταζομουνα ποτε οτι η κ. Μαργαριτα ειχε τοση περαση ως ζωγραφος. Τα περισσοτερα εργα εχουν για θεμα τους ωραιους εφηβους.
Τους αγοραζουν οι καλοντυμενες κυριες, για να τους κρεμασουν στην κρεβατοκαμαρα τους.
Η αθωοτητα του εργου, δεν συνεπαγεται και την αθωοτητα του αγοραστη.
Τελος ερχεται η σειρα μου. Ο τυπας που διευθυνει τη δημοπρασια με προαναγγελει ως ενα απο τα ημιτελη αριστουργηματα της κ. Μαργαριτας.
Αλλα απο εκει που βρισκομαι, ελαχιστα μπορω να δω απο τον πινακα. Καλυτερα. Για να μην καμω συγκρισεις.
Αναρωτιεμαι ποσα θα πιασω.
Γινεται σκληρη μαχη και τελικα με αγοραζει μια σιτεμενη κυρια, με πλαστικοποιημενο μαλλι και αναμορφωμενο στηθος. Στα νειατα της πρεπει να ηταν κουκλαρα αλλα αυτη ακριβως η παρακμη της ομορφιας ειναι που καμει τοσο θλιβερο το μουτρο της.
Της φερνουνε τον πινακα και ευθυς την περιτριγυριζουν καμια δεκαρια αλλες, για να της δωκουνε τα συγχαρικια τους
Σκεπτομαι το ξυραφι που εχω αφησει στη λεκανιτσα και απαλλασσομαι απο καθε αιδημοσυνη. Ενας μελλοθανατος δεν ντρεπεται.
Ουτε δισταζει.
Ξεκολλαω απο τη γωνια μου και κατευθυνομαι προς τον αλλοτινο εαυτο μου.
– Θα μου επιτρεψετε να τον δω λιγακι απο κοντα?
Παραμεριζουν μαλλον ενοχλημενες. Αλλα δεν μου καιγεται καρφι. Κοιταζω μοναχα εκεινο το αγορι, που η κ. Μαργαριτα αιχμαλωτισε καποτε την αθωοτητα του.
Και τοτε ερχεται πλαϊ μου αυτη που με αγορασε.
Αγγιζει ελαφρα την επιφανεια του πινακα.
– Για να σας δω καλυτερα… Μα σιγουρα, αυτος εισαστε εσεις!
Να κι οι αλλες απο γυρω. Μου χαμογελουν. Αρα με αναγνωριζουν. Κι εγω ξυνω αμηχανος τα γενεια μου.
– Οσα μουσια και να αφησετε δεν μπορειτε να κρυψετε μιαν αληθεια. Ειμαι βεβαιη οτι εισαστε εσεις…
Οσον θανατο και αν εχει καταπιει κανεις, δεν ειναι ευκολο να συγκρατησει τη ζωη που σπαραζει μεσα του. Ισως ακομα και να δακρυσα
– Ναι… μουρμουρισα… ναι, ειμαι ακομα εγω…
Γυρισα κατευθειαν στο σπιτι μου, πηρα το ξυραφι και ξυριστηκα. Κατοπιν περιποιηθηκα τη φατσα, τις μασχαλες, το μαλλι, τα παντα – ολα…
Κι υστερα βγηκα εξω, στη ζεστη νυχτα της Τεταρτης. Που εμοιαζε σαν να χε ξαναφορεσει εκεινα τα λουλουδατα φουστανια της…
Λευτερης Πανουσης – panusisΠηγή Η κ. Μαργαρίτα δεν μένει πια εδώ…
Κοινοποιήστε: