μπορούσε να σταθεί ένα κοπάδι.
Πουλί πετούμενο δεν περνούσε από μακριά, δίχως να ‘ρθει ν’ αγγίξει την κορφή του.
Οι σταλαματιές από το ρετσίνι του σαν κεχριμπάρια, το φύσημά του ποτάμι, η δροσιά του γιάτρευε λαβωμένο. Λένε, πως μέσα στο κορμί του κοιμόταν μια νεράιδα· έτσι λένε. Μεγαλύτερος πεύκος δε φάνηκε πουθενά· τον θυμούνται δα εκείνοι, που γέρασαν. Κι ο παππούλης κάθισε στον ίσκιο του.
Ώσπου ήρθε μια χρονιά ο Γιάννης από το Πουρνάρι και τον πελέκησε με το τσεκούρι για ρετσίνι. Και την άλλη χρονιά πάλι τον πελέκησε. Κι άμα έβγαλε δυο χρόνια ρετσίνι, ο Γιάννης άρχισε να μετρά τα κούτσουρα που θα είχε, αν τον έκοβε ολότελα. Την τρίτη χρονιά τον γκρέμισε. Και πήγε στη μάνα του και της είπε: «Μάνα, καλό χειμώνα θα περάσουμε. Τον μισόν πεύκο θα τον κάψουμε εμείς στον τζάκι, τον άλλο θα τον πουλήσουμε στα Δυο Χωριά».
Κίνησε να πάει στα Δυο Χωριά, να βρει τους μαστόρους να τους πει πως έχει ξύλο για πούλημα. Πέρασε ένα μερόνυχτο, δεν έφτασε. Πέρασαν τρεις μέρες, δεν έφτασε. Πέρασε ένας μήνας κι ήταν ακόμα στο δρόμο.
Ο πεύκος, λένε, την ώρα που έπεφτε, τον καταράστηκε. Και σαν είχε την κατάρα του πεύκου, δεν μπορούσε ο Γιάννης να βγει ποτέ από τον κάμπο. Γιατί τα δέντρα, βλέποντάς τον, περπατούσαν κι έφευγαν. Κι ο λόγκος όλος τραβούσε μακριά. Κι ο Γιάννης όλο απόμεινε στα ξερολίβαδα.
Δίψα είχε, σταλιά δεν είχε να δροσιστεί. Και περνούσαν τα καλοκαίρια και τον έκαιαν κι οι χειμώνες και τον πάγωναν. Κι ο Γιάννης περπατούσε κι ήταν πάντα στον ίδιο τόπο. Ώσπου σωριάστηκε.
Και του έβγαλαν κι ένα τραγούδι, που λέει όλη αυτή την ιστορία. Έχει και σκοπό. Μα όσο για τα λόγια, εγώ δεν τα ξέρω· στα χαρτιά θα τα βρείτε· γιατί πέρασε στα χαρτιά αυτή η ιστορία.
Το τραγούδι του Γιάννη από το Πουρνάρι, έτσι το λένε τα χαρτιά:
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΟΥ ΠΕΥΚΟΥ
«Γιάννη, γιατί έκοψες το πεύκο;
Γιατί; Γιατί;».
«Αγέρας, θα ‘ναι», λέει ο Γιάννης
και περπατεί.
Ανάβει η πέτρα, το λιβάδι
βγάνει φωτιά·
να ‘βρισκε ο Γιάννης μια βρυσούλα,
μια ρεματιά.
Μες στο λιοπύρι, μες στον κάμπο
να ένα δεντρί…
Ξαπλώθει ο Γιάννης αποκάτου
δροσιά να βρει.
Το δέντρο παίρνει τα κλαδιά του
και περπατεί!
«Δε θ’ ανασάνω», λέει ο Γιάννης,
«γιατί; γιατί;»
«Γιάννη, πού κίνησε να φτάσεις;»
«Στα Δυο Χωριά».
«Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτου;
Πολύ μακριά!».
«Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω.
Τι έφταιξα γω;
Σκιάζεται ο λόγκος και με φεύγει.
γι’ αυτό είμαι δω.
Πότε ξεκίνησα; Είναι μέρες…
για δυο, για τρεις…
Ο νους μου σήμερα δεν ξέρω
τ’ είναι βαρύς».
«Να μια βρυσούλα, πιε νεράκι
να δροσιστείς».
Σκύβει να πιεί νερό στη βρύση,
στερεύει ευθύς.
Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες,
φεύγει ο καιρός·
στον ίδιον τόπο είν’ ο Γιάννης,
κι ας τρέχει εμπρός…
Να το χινόπωρο, να οι μπόρες!
μα που κλαρί;
Χτυπιέται ορθός με το χαλάζι,
με τη βροχή.
«Γιάννη, γιατί έσφαξες το δέντρο
το σπλαχνικό,
που ‘ριχνεν ίσκιο στο κοπάδι
και στο βοσκό;».
Ο πεύκος μίλαε στον αέρα
– τ’ ακούς; τ’ ακούς;-
και τραγουδούσε σα φλογέρα
στους μπιστικούς.
Φρύγανο και κλαρί του πήρες
και τις δροσιές,
και το ρετσίνι του ποτάμι
απ’ τις πληγές.
Σακάτης ήτανε κι ολόρθος,
ως τη χρονιά,
που τον εγκρέμισες για ξύλα,
Γιάννη φονιά!
«Τη χάρη σου, ερημοκλησάκι,
την προσκυνώ.
Βόηθα να φτάσω κάποιαν ώρα
και να σταθώ…
Η μάνα μου θα περιμένει
κι έχω βοσκή…
κι είχα και τρύγο… Τι ώρα να ‘ναι
και τι εποχή;
Ξεκίνησα το καλοκαίρι
-να στοχαστείς-
κι ήρθε και μ’ ήβρεν ο χειμώνας,
μισοστρατίς.
Πάλι Αλωνάρης και λιοπύρι!
Πότε ήρθε; Πώς;
Άγιε, σταμάτησε το λόγκο,
που τρέχει εμπρός.
Άγιε, το δρόμο δεν τον βγάνω
-με τι καρδιά;-
Θέλω να πέσω να πεθάνω,
εδώ κοντά».
Πέφτει σα δέντρο απ’ το πελέκι…
Βογκάει βαριά.
Μακριά του στάθηκε το δάσος,
πολύ μακριά.
Εκεί τριγύρω ούτε χορτάρι,
φωνή καμιά.
Στ’ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο,
στην ερημιά.
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Πηγή Η κατάρα του πέυκου
Κοινοποιήστε: