Την εποχή εκείνη η επιστήμη και η φιλοσοφία δεν αποτελούσαν ξεχωριστά αντικείμενα όπως σήμερα. Η δίψα για γνώση ξεκινούσε από φιλοσοφικά ερωτήματα σχετικά με τη φύση του ανθρώπου και του κόσμου. Οι απαντήσεις δίνονταν μέσα από έναν φιλοσοφικό τρόπο σκέψης και όχι με μεθόδους που θεωρούμε σήμερα “επιστημονικές”. Έτσι η αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία γέννησε την Επιστήμη κι όχι αντίθετα. Η φιλοσοφία αγκάλιαζε και δικαιολογούσε την επιστημονική έρευνα, με την έννοια που εμείς δίνουμε σήμερα στην επιστήμη.
Η Φυσική Φιλοσοφία των Προσωκρατικών αποτέλεσε τη γέφυρα που συνέδεσε τον αρχαίο μυστικισμό και τη φιλοσοφία, με την επιστήμη και τη φιλοσοφία της κλασσικής Ελλάδας η οποία αποτέλεσε το λίκνο αυτού που σήμερα ονομάζουμε “Δυτικό πολιτισμό”. Σ’ αυτήν μπορούμε να διακρίνουμε δύο τάσεις. Η μία πιο μυστικιστική που ακολουθεί την παράδοση και το θρησκευτικό μυστικισμό των Ορφικών αντιπροσωπεύεται απ’ τον Πυθαγόρα. Η άλλη προσπαθεί να αποσπασθεί από την παράδοση και να εκφράσει τη δομή και την οργάνωση της Φύσης με διαφορετική μέθοδο και ορολογία και αντιπροσωπεύεται από τους Ίωνες φιλοσόφους (Ηράκλειτος, Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης) καθώς και από τους Ελεάτες (Ζήνωνας, Παρμενίδης).
Οι προσωκρατικοί ονομάστηκαν “Φυσικοί Φιλόσοφοι” επειδή προσπαθούσαν μέσα απ’ τη μελέτη της φύσης να πλησιάσουν και να γνωρίσουν την “Πρώτη Αρχή” που κινεί τα πάντα. Επιχείρησαν να ερευνήσουν τους Νόμους της Φύσης, ανάγοντας την όλη δομή του Σύμπαντος σε κάποιο “υλικό στοιχείο Έτσι προκύπτουν διαφορετικές θεωρήσεις: ο Θαλής ο Μιλήσιος θεωρεί αρχή των πάντων το “Υδωρ” και βλέπει έναν θεό μέσα σε καθετί, ο Αναξίμανδρος το “Άπειρο”, ο Αναξιμένης τον “Αέρα”, ο Ηράκλειτος το “Πυρ” και ο Παρμενίδης το “Ον”. Αυτές οι θεωρήσεις οδήγησαν στο να χαρακτηριστούν “Υλοζωιστές” (δηλ. “αυτοί που πιστεύουν ότι η ύλη είναι ζωντανή”) επειδή έδιναν έμβια χαρακτηριστικά σε άψυχα στοιχεία (νερό, αέρας, φωτιά). Αλλά όλες αυτές οι διαφορετικές θεωρήσεις αποτελούν όψεις μιας Πρώτης Αιτίας που για τους προσωκρατικούς ήταν ο στόχος της μελέτης τους.
Η δράση των Προσωκρατικών προχωράει και σε άλλους τομείς της επιστήμης. Όσον αφορά π.χ. την γένεση της ζωής στη Γη, ο Αναξίμανδρος θεωρεί ότι η ζωή δημιουργούνταν αυτόματα απ’ τη λάσπη και ότι τα πρώτα ζώα ήταν ψάρια με αγκαθωτό δέρμα. Τα υπόλοιπα ζώα αποτελούν χερσαίους απόγονους των ψαριών. Την ίδια άποψη για την προέλευση της ζωής (απ’ τη λάσπη) διατύπωσε κι ο Αναξιμένης με τη διαφορά ότι θεωρούσε καταλυτική την παρουσία του αέρα και της θερμότητας του Ήλιου.Στην κλασσική Ελλάδα δεν παρουσιάζεται ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον για τις επιστήμες, (τουλάχιστον όχι για ό,τι θεωρούμε σήμερα επιστημονικό). Η έρευνα στρέφεται απ’ το εξωτερικό περιβάλλον προς το εσωτερικό του ανθρώπου. Η Φιλοσοφία και η Ηθική κυριαρχούν. Το ενδιαφέρον για τη γνώση δεν έχει χαθεί, απλά αυτή αλλάζει αντικείμενο και στόχο.
Στα έργα του Πλάτωνα – στα οποία διακρίνονται έντονες πυθαγόρειες επιδράσεις – η Γεωμετρία και τα Μαθηματικά έχουν μια ξεχωριστή θέση. Αποτελούν εργαλεία για να γνωρίσει ο άνθρωπος τον εαυτό του και τους κρυμμένους νόμους της φύσης, να πλησιάσει το Ον. Η φράση “Ουδείς αγεωμέτρητος εισί” (= ας μην εισέλθει κάποιος αγεωμέτρητος) που δέσποζε στην είσοδο της Ακαδημίας, έκφραζε την πλατωνική θεώρηση που ήθελε τη φύση οργανωμένη με μαθηματικούς νόμους και αναλογίες, αποτυπωμένους σ’ ένα “γεωμετρικό” μοντέλο του κόσμου. Στον έργο του “Τίμαιος” ο Πλάτωνας σχεδιάζει μια κοσμογονία σύμφωνα με μια πυθαγόρεια γραμμή και παρουσιάζει τη μουσική να στηρίζεται σε μαθηματικούς λόγους.
Μετά τον Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης δίνει μια νέα ώθηση στην επιστημονική μεθοδολογία. Δίχως να παραγνωρίζει τη μεταφυσική όψη της, ο Αριστοτέλης κατευθύνει την έρευνά του σε πιο πρακτικούς στόχους. Μελετά τον άνθρωπο και τη φύση συστηματοποιώντας την έρευνα σε τομείς παρόμοιους με αυτούς της σημερινής επιστήμης.Ουσιαστικά η νοοτροπία του σημερινού πολιτισμού βασίζεται στο αριστοτέλειο ορθολογιστικό μοντέλο σκέψης, το οποίο επικράτησε στα χρόνια της Αναγέννησης έναντι του πλατωνικού μεταφυσικού μοντέλου.Η ταξινόμηση, η παρατήρηση, το πείραμα, η ανάλυση, αν και δεν χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά απ’ τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, αποτέλεσαν τον άξονα της θεώρησής του για τον κόσμο. Αργότερα η αριστοτέλεια μεθοδολογία θα υιοθετηθεί απ’ τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό απ’ τον οποίο ξεπήδησε η επιστήμη των ημερών μας.Σημαντικό ρόλο στην ιστορία της σκέψης και της επιστήμης έπαιξαν επίσης οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Στην πολιτισμική αυτοκρατορία που δημιούργησε ο μακεδόνας Βασιλιάς, βασίστηκε η διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στην Ανατολή. Στα ελληνιστικά χρόνια, (323-30 π.Χ.) αν και δεν έχουμε μια “επιστημονική επανάσταση”, αναπτύσσεται έντονη ερευνητική δραστηριότητα σε επιστήμες όπως τα Μαθηματικά, η Μηχανική και η Αστρονομία. Παρουσιάζονται σπουδαίοι μαθηματικοί (Ευκλείδης, Αρχιμήδης, Απολλώνιος) και αστρονόμοι (Ίππαρχος). Την ίδια εποχή οι Αιγύπτιοι αλχημιστές προσπαθούν να ερμηνεύσουν τις χημικές αντιδράσεις με την αριστοτέλεια λογική κάνοντας βήματα προς τη μεταγενέστερη “επιστημονική χημεία”.
Αστρονομία….
Τις πρώτες Αστρονομικές θεωρήσεις μπορούμε να τις αποδώσουμε στους Πυθαγόρειους αστρονόμους – μαθηματικούς, που προσπαθούσαν μέσα απ’ τα Ιερά Μαθηματικά τους να ανακαλύψουν τις αρμονίες του Σύμπαντος. Το μοντέλο του ηλιακού μας συστήματος που προτείνουν, περιλαμβάνει μια Κεντρική Εστία γύρω απ’ την οποία περιστρέφονται όλα τα ουράνια σώματα που βρίσκονται κοντά στη Γη. Παρουσιάζουν δηλ. ένα ηλιοκεντρικό σύστημα 2.000 χρόνια πριν απ’ τη διατύπωσή του απ’ τον Κοπέρνικο. Επίσης πρώτος ο Πυθαγόρας(585 ή 565 – 500; π.Χ.) αναφέρεται στη σφαιρικότητα της Γης. Αργότερα την ίδια άποψη υποστήριξαν ο Ικέτας και ο Έκφαντος οι οποίοι δίδαξαν και την περιστροφή της Γης γύρω απ’ τον άξονά της. Στον αντίποδα των πυθαγορείων υπολογισμών – και στην ίδια εποχή – ο Αναξίμανδρος δεχόταν τη Γη μετέωρη στο διάστημα, αλλά και σαν κέντρο του κόσμου.
Αργότερα ο Πλάτωνας (428-348 π.Χ.) προσπάθησε να παρουσιάσει ένα ηλιοκεντρικό μοντέλο με την αντίληψη της ομαλής κυκλικής κίνησης των ουρανίων σωμάτων γύρω απ’ την κεντρική εστία, θέλοντας ίσως να δώσει μια νομοτελειακή και μαθηματικά αρμονική όψη του Σύμπαντος. Επηρεασμένος απ’ τις πλατωνικές ιδέες ο Εύδοξος παρουσιάζει την υφήλιο σαν ένα σύστημα ομόκεντρων σφαιρών. Σε κάθε πλανήτη αποδίδει τέσσερις ομόκεντρες σφαίρες, ενώ στον Ήλιο και τη Σελήνη τρεις.
Ο Αριστοτέλης (384-323/2 π.Χ.) υιοθέτησε το μοντέλο του Εύδοξου, άλλαξε όμως το κέντρο του. Παρουσιάζει τον κόσμο σαν “κρεμμύδι” που αποτελείται από 55 ομόκεντρες σφαίρες, στο κέντρο των οποίων βρίσκεται η Γη. Το γεωκεντρικό σύστημα του Αριστοτέλη έμελλε να επικρατήσει σ’ όλο τον δυτικό κόσμο μέχρι τον 16ο αι. μ.Χ., αφού υιοθετήθηκε απ’ την χριστιανική κοσμοθεωρία που επικράτησε τους πρώτους αιώνες μ.Χ.
Κάποια σκοτεινά σημεία που άφηνε η αριστοτέλεια άποψη για τον κόσμο, προσπάθησε να διορθώσει οΗρακλείδης ο Πόντιος (4ος αι. π.Χ.), φτάνοντας στην υπόθεση ότι ο Ερμής και η Αφροδίτη κινούνται γύρω απ’ τον Ήλιο κι όχι γύρω απ’ τη Γη. Πάντως και γι’ αυτόν ο Ήλιος και οι υπόλοιποι πλανήτες περιστρέφονται γύρω απ’ τη Γη. Για να εξηγήσει δε τις ημερήσιες κινήσεις των ουρανίων σωμάτων δέχτηκε ότι η Γη περιστρέφεται και η ίδια γύρω απ’ τον άξονά της.Παρόλα αυτά η ιδέα ενός ηλιοκεντρικού συστήματος και της σφαιρικής Γης δεν είχε ακόμα εγκαταλειφθεί. Την διατυπώνει ξανά ο Αρίσταρχος ο Σάμιος τον 3ο αι.μ.Χ.
Γύρω στο 235 π.Χ. ο Ερατοσθένης, υπεύθυνος της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, υπολογίζει τη περίμετρο της Γης μετρώντας τη σκιά ενός ραβδιού και την βρίσκει ίση με 40.000 χλμ., σχεδόν όσο την υπολογίζουν και οι σημερινοί επιστήμονες με τα σύγχρονα μέσα. Το “σφάλμα” του Ερατοσθένη θεωρείται μηδαμινό. Ο ίδιος μάλιστα θεμελίωσε την επιστημονική Γεωγραφία και σχεδίασε έναν χάρτη του τότε γνωστού κόσμου που περιλάμβανε ένα τμήμα της Ευρώπης, ένα της Ασίας και ένα της Β. Αφρικής.Μια ακόμα μεγάλη μορφή της Αστρονομίας εμφανίζεται γύρω στο 130 π.Χ.: ο Ίππαρχος. Υποστηρικτής κι αυτός του γεωκεντρικού συστήματος, δεν τοποθετεί τη Γη στο γεωμετρικό κέντρο μιας κυκλικής τροχιάς, αλλά σ’ έναν έκκεντρο κύκλο στον οποίο ο πλανήτης μας κατείχε τη θέση έκκεντρου. Έτσι έλυσε κάποιες ανισότητες και μη κανονικότητες που παρατηρούνταν στις κινήσεις του Ήλιου και της Σελήνης και δικαιολόγησε την ανισότητα στη διάρκεια των εποχών. Παρατήρησε επίσης το φαινόμενο της μετάπτωσης των ισημεριών και έδωσε τις μαθηματικές μεθόδους που επέτρεπαν τον υπολογισμό του γεωγραφικού μήκους.
Την εικόνα που έχει σχηματιστεί για την Αστρονομία στην αρχαία Ελλάδα ήρθε να συμπληρώσει κάποιο ένα αρχαιολογικό εύρημα: ο “αστρολάβος των Αντικυθήρων” του 1ου αι. π.Χ. Πρόκειται για ένα σύστημα από 20 αλληλοεξαρτώμενους οδοντωτούς τροχούς που κινούσε κάποιους δείκτες μπροστά σε τρεις πλάκες με διαβαθμίσεις. Η κίνηση αυτή των τροχών έδειχνε την πορεία του Ήλιου, την πορεία και τις φάσεις της Σελήνης και τις κινήσεις ορισμένων πλανητών.
Φυσική…
Η μελέτη των φυσικών φαινομένων ξεκινάει όπως προαναφέρθηκε απ’ τους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Οι θεωρίες που αναπτύσσονται για την σύσταση και την ουσία του σύμπαντος, φαίνονται ακατανόητες απ’ τον σημερινό πολιτισμό (τουλάχιστον αν παρθούν κατά γράμμα και δεν γίνει μια συγκριτική μελέτη πάνω σ’ αυτές).Υπάρχουν όμως και θεωρίες που προκαλούν τουλάχιστον θαυμασμό για την πρωτοπορία τους. Οι ατομικοί φιλόσοφοι (Λεύκιππος, Δημόκριτος, Επίκουρος) υποστηρίζουν ότι καθετί στο Σύμπαν (έμψυχο ή άψυχο) απαρτίζεται από μικροσκοπικά αδιαίρετα κομμάτια ύλης, τα ά-τομα. Οι διάφοροι συνδυασμοί των ατόμων (μόρια) παράγουν όλους στους σχηματισμούς της φύσης.
Τι κρύβονταν όμως πίσω απ’ όλα αυτά; Τι κινούσε τους κόσμους; Ποια η φύση και οι ιδιότητες της Πρώτης Αιτίας; Τέτοιου είδους ερωτήσεις – που η σημερινή επιστήμη κατατάσσει στο χώρο της “μεταφυσικής” – έθεσαν οι φυσικοί φιλόσοφοι της αρχαίας Ελλάδας. Μέσα από ένα πλήθος θεωριών ξεχωρίζουν δύο: η άποψη του Ελεάτη φιλόσοφου Παρμενίδη που περιγράφει την “βασική αιτία” των πραγμάτων να είναι σταθερή, αμετάβλητη και αδιάφθορη (τοαμετάβλητο “Ον” του Παρμενίδη) και η αντίθετη άποψη του Ηράκλειτου ο οποίος διακήρυσσε ότι “Τα Πάντα Ρει”δηλ. ότι τα πάντα υπόκεινται σ’ ένα συνεχές γίγνεσθαι. Ίσως όμως τελικά να μην πρόκειται για δύο αντίθετες θεωρίες, αλλά αυτές να αλληλοσυμπληρώνονται με μια πιο “φιλοσοφική” ματιά – με παρόμοιο τρόπο που τα διαφορετικά “θεμέλια στοιχεία” των προσωκρατικών (ύδωρ, αήρ, πυρ, άπειρο) αποτελούν όψεις της ίδιας Αρχής.Συγκεκριμένες όμως προόδους έχουμε από τους Πυθαγόρειους στον τομέα της Ακουστικής. Αυτοί είχαν ανακαλύψει ότι ο ήχος ήταν αποτέλεσμα δονήσεων που μεταδίδονταν μέσω του αέρα. Ο ίδιος ο Πυθαγόρας είχε διαγνώσει τους αριθμητικούς λόγους των συγχορδιών και είχε εφεύρει τον “κανόνα”.
Σημαντική στην Φυσική είναι και η συνεισφορά του Αριστοτέλη. Ο μαθητής του Πλάτωνα ανάμεσα στα άλλα θέματα με τα οποία πραγματεύεται, θέτει τις βάσεις μιας Μηχανικής της κίνησης των σωμάτων παρόμοιας με αυτήν τουΝεύτωνα (17ος αι. μ.Χ.). Υποστηρίζει ότι η ύπαρξη συνεχούς κίνησης προϋποθέτει την ύπαρξη μιας συνεχούς αιτίας: μιας δύναμης που δρα πάνω στο κινούμενο σώμα. Μάλιστα η ποιότητας της κίνησης των σωμάτων κάνει τον Αριστοτέλη να χωρίσει το σύμπαν σε δύο περιοχές:
α) στη γήινη περιοχή, την οποία χαρακτηρίζει η ευθύγραμμη κίνηση και
β) στη ουράνια περιοχή που χαρακτηρίζει από την κυκλική κίνηση. Οι περιοχές αυτές διέπονται απ’ τους δικούς τους νόμους η καθεμιά και ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τους νόμους της δεύτερης για να εξηγήσει τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων του γεωκεντρικού του συστήματος.
Στα χρόνια που ακολουθούν, η έρευνα (με τη σημερινή της έννοια δεν προχωράει ιδιαίτερα). Ξεχωρίζουν όμως κάποιοι ερευνητές που βασισμένοι σε μαθηματικά μοντέλα σκέψης εξηγούν φυσικά φαινόμενα που έχουν να κάνουν με καθημερινές, πρακτικές ανάγκες. Αυτός είναι ο λόγος που γνωρίζουν άνθηση οι τομείς της Μηχανικής, της Οπτικής και της Υδροστατικής.
Ο Αρχιμήδης μαθηματικός, φυσικός και μηχανικός του 3ου αι. π.Χ. δεν ασχολείται μόνο με τη θεωρητική μελέτη των φυσικών φαινομένων, αλλά τα περιγράφει με μαθηματικά μοντέλα και προχωράει σε τεχνολογικές εφαρμογές και εφευρέσεις. Μελετάει τη μηχανική των μοχλών και ασχολείται με μηχανικές κατασκευές: πολύσπαστο, ατέρμων κοχλίας, ελικοειδής αντλία κ.ά. Άλλες χαρακτηριστικές εφευρέσεις του Αρχιμήδη ήταν η επινόηση μιας μηχανής που μπορούσε να χειριστεί μόνο ένας άνθρωπος για να καθελκύσει ένα πλοίο, καθώς και οι περίφημες πολεμικές μηχανές του (καταπέλτες, άρπαγες κ.λ π.). Ασχολείται επίσης με την Αστρονομία και κατασκευάζει αστρονομικά όργανα. Όπως όμως αναφέρει ο Πλούταρχος, ο Αρχιμήδης ντρεπόταν για τις τεχνικές εφευρέσεις του· έβρισκε την κατασκευή οργάνων για πρακτικούς σκοπούς, κατώτερη και “αγενή”.
Με το έργο του “Περί επιπέδων ισορροπιών” καθιερώνεται ως θεμελιωτής της Στατικής. Διατύπωσε επίσης και νόμους της Υδροστατικής (π.χ. άνωση) γράφοντας δύο βιβλία με τον τίτλο “Περί των εν υδάτι εφισταμένων ή περί οχουμένων.Στον τομέα της Μηχανικής πρέπει ακόμα να σημειώσουμε τις γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων για τη δύναμη του ατμού, την οποία όμως δεν εκμεταλλεύτηκαν με τον τρόπο που έγινε τον 18ο και 19ο αι. στην Ευρώπη. Παρόλα αυτά υπάρχουν περιγραφές για μηχανισμούς που χρησιμοποιούσαν τη δύναμη του ατμού, όπως το “αυτόματο μηχάνημα θυσιών” (σχήμα 3) που περιγράφει ο Ηρων ο Αλεξανδρινός (1ος αι. π.Χ. ή κατά άλλους 1ος αι. μ.Χ.) και η “ατμομηχανή” του ίδιου.Έντονη δραστηριότητα σημειώνεται και στον τομέα της Οπτικής. Ο Πλάτωνας θεωρεί ότι το φως είναι “πυρ” ή “κάτι σαν πυρ”· αντίθετα ο Δημόκριτος υποστηρίζει ότι είναι “ακτινοβολία από μικρότατα σωματίδια”.Αργότερα ο Εμπεδοκλής (490-430 π.Χ.) θεωρεί ότι το φως είναι “κίνηση” και έτσι θα πρέπει να διαδίδεται με κάποια συγκεκριμένη ταχύτητα (μια θεώρηση που εξετάζεται ξανά μόνο στην σύγχρονη εποχή με την μέτρηση της ταχύτητας του φωτός).
Ιατρική…
Ο Ασκληπιός ήταν ο θεός της Ιατρικής στην αρχαία Ελλάδα. Τα ιερά του, που είναι διασκορπισμένα σ’ όλο τον ελληνικό χώρο, ήταν παράλληλα και θεραπευτικά κέντρα. Οι ασθενείς που κατέφευγαν στα “Ασκληπιεία” υποβάλλονταν στη διαδικασία της “εγκοίμησης” (αφού προηγούνταν καθαρμοί), κατά την οποία στον κοιμισμένο ασθενή παρουσιαζόταν ο ίδιος ο Ασκληπιός είτε για να τον θεραπεύσει είτε για να του δώσει συμβουλές.Εξέχουσα μορφή στο χώρο της ιατρικής αποτελεί ο Ιπποκράτης (Κω 460 π.Χ.-Λάρισα 380 π.Χ.). Ξεχωρίζει τη θρησκεία απ’ την Ιατρική και βάζει τις βάσεις για τη σημερινή “επιστημονική ιατρική Το έργο του “Αφορισμοί” αποτελεί βασικό ιατρικό σύγγραμμα μέχρι και τον 18ο αι.
Η θεωρία του για τους χυμούς του ανθρώπινου σώματος (αίμα, φλέγμα, κίτρινη χολή και μαύρη χολή), επηρέασε για πολλούς αιώνες την Ιατρική. Τα υγρά αυτά έπρεπε να βρίσκονται στις σωστές αναλογίες στο ανθρώπινο σώμα για να είναι αυτό υγιές και η ανθρώπινη προσωπικότητα ισορροπημένη. Στην ιστορία επίσης έχει μείνει ο ηθικός του κώδικας στον οποίο καθορίζει την αποστολή και τα καθήκοντα του γιατρού. Ακόμα και σήμερα οι γιατροί παίρνουν τον “Ορκο του Ιπποκράτη” για να ασκήσουν το ιατρικό επάγγελμα.Ο μαθητής του Πυθαγόρα Αλκμαίων μπορεί να θεωρηθεί ιδρυτής της Εμβρυολογίας, αφού μελέτησε την ανάπτυξη του εμβρύου, περιέγραψε τη διαφορά μεταξύ αρτηριών και φλεβών ενώ ανακάλυψε και τη σύνδεση εγκεφάλου και ματιού μέσω του οπτικού νεύρου. Ο Αριστοτέλης επίσης πρόσφερε πολλά στην Ιατρική με τις βιολογικές του έρευνες.
Αργότερα ιδρύονται οι πρώτες ιατρικές σχολές, όπως η περίφημη σχολή της Αλεξάνδρειας που αποτέλεσε κέντρο της ιατρικής επιστήμης και κατά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Εξέχουσες μορφές της θεωρούνται ο Ηρόφιλος(πατέρας της Ανατομίας) και ο Ερασίστρατος (πατέρας της Φυσιολογίας).Ο Ηρόφιλος απ’ την Χαλκηδόνα της Βιθυνίας άκμασε στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. Στο έργο του “Ανατομία”, δίνει για πρώτη φορά ανατομικές περιγραφές ανθρωπίνων οργάνων. Στις έρευνές του βοήθησε η στάση των Πτολεμαίων ηγεμόνων της Αλεξάνδρειας, οι οποίοι του επέτρεψαν να κάνει ανατομές σε νεκρούς (ή και ζωντανούς κατά μια εκδοχή) εγκληματίες, ενώ παλιότερα η ανατομή ανθρώπων ήταν απαγορευμένη. Έτσι ο Ηρόφιλος αναγνώρισε την αληθινή φύση του νευρικού συστήματος και θεώρησε κέντρο του τον εγκέφαλο. Χώρισε τα νεύρα σε “αισθητικά” (σχετικά με τη λειτουργία των αισθήσεων) και “προαιρετικά” (αργότερα ο Ερασίστρατος τα αποκάλεσε “κινητικά”). Ανέπτυξε επίσης τη “θεωρία των σφυγμών” και μετρούσε τους σφυγμούς των ασθενών για να κάνει διαγνώσεις. Για τη θεραπεία των ασθενειών βασίζονταν πολύ στα φάρμακα τα οποία αποκαλούσε “χέρια των θεών”, ενώ έδινε μεγάλη σημασία και στη δίαιτα.
Ο δεύτερος μεγάλος γιατρός της αλεξανδρινής εποχής, ο Ερασίστρατος, γεννήθηκε στην Κέα. Απέρριπτε (όπως και ο Ηρόφιλος) την θεωρία των χυμών του Ιπποκράτη. Η συμβολή του εντοπίζεται στους τομείς της Φυσιολογίας και της Παθολογίας. Η μελέτη του για την κυκλοφορία του αίματος τον οδήγησε σε χρήσιμα συμπεράσματα που χρησιμοποιούσε για την θεραπεία ασθενειών. Θεωρούσε π.χ. ότι η σωστή κυκλοφορία του αίματος συντελούσε στην υγεία, ενώ η παρεμπόδιση της κυκλοφορίας του εξαιτίας της πλήρωσης των αγγείων με αίμα και του πλεονάσματος τροφής, οδηγούσε σε αρρώστιες.Συνέχεια στο έργο των δυο μεγάλων αλεξανδρινών γιατρών δίνει ηΕμπειρική Σχολή που ξεκινάει από μαθητές τους. Οι “εμπειρικοί γιατροί” δίνουν σημασία στην καταπολέμηση των ασθενειών αδιαφορώντας για την Ανατομία και τη Φυσιολογία. Σημασία γι’ αυτούς έχει το αποτέλεσμα και η εμπειρία που αποκτάται απ’ τη θεραπευτική μέθοδο, την οποία βασίζουν σχεδόν πάντα σε φαρμακευτικές αγωγές. Αρχηγός της Εμπειρικής Σχολής θεωρείται ο Φίλινος απ’ την Κω (περ. 250 π.Χ.) ή κατά άλλους ο Σεραπίων απ’ την Αλεξάνδρεια (περ. 200 π.Χ.). Σημαντικοί συνεχιστές της Σχολής ήταν ο Ηρακλείδης ο Πόντιος (περ. 75 π.Χ.) και ο Απολλώνιος ο Κιτιεύς (περ. 50 π.Χ.).
Αντίθετος στην άποψη του Αριστοτέλη περί χυμών, ο Ασκληπιάδης (γεν. το 124 π.Χ. στη Βιθυνία), επηρεασμένος απ’ την άποψη του Δημόκριτου για το ά-τομο υποστηρίζει ότι οι ασθένειες προέρχονται από σύσφιγξη ή χαλάρωση των δομικών στοιχείων του οργανισμού (των ατόμων). Ο ίδιος δίδει ιδιαίτερη σημασία στις ψυχικές παθήσεις και προσπαθεί να εφαρμόσει θεραπείες που περιελάμβαναν τη δημιουργική απασχόληση του ασθενή (απασχολησιοθεραπεία), το άκουσμα κατευναστικής μουσικής, καθώς και σωματικές ασκήσεις. Η μετάβαση του στη Ρώμη γύρω στο 91 π.Χ. συντελεί σε μεγάλο βαθμό στην μετάδοση ιατρικών γνώσεων της Ελλάδας στη Ρώμη.
Βιολογία…
Πέρα απ’ τις θεωρίες των προσωκρατικών Αναξίμανδρου και Αναξιμένη για την προέλευση της ζωής, ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο έργο του Αριστοτέλη για την συστηματική κατάταξη των ζώων· τα χώρισε σε «άναιμα» (δίχως αίμα: κεφαλόποδα, ανώτερα καρκινοειδή, έντομα και οστρακόδερμα) και «έναιμα» (με αίμα: θηλαστικά εκτός απ’ τα κητώδη). Η έρευνά του επεκτάθηκε στην κληρονομικότητα. Παραδέχτηκε ότι τα είδη μεταβάλλονται, αρνούνταν όμως κάθε φυσική επιλογή (μοντέλο δαρβινισμού). Το έργο του συνέχισε ο μαθητής του Θεόφραστος συνενώνοντας πολλά είδη σε ένα “γένος”.
Στα ελληνιστικά χρόνια ξεχωρίζει το έργο του Ηρόφιλου ο οποίος – όπως είδαμε και παραπάνω – έκανε ανατομές ανθρωπίνων πτωμάτων και τα σύγκρινε με ζώων για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο εγκέφαλος είναι το κέντρο του νευρικού συστήματος και έδρα της σκέψης. Επίσης ο σύγχρονός και αντίζηλός του Ερασίστρατος μελέτησε την κυκλοφορία του αίματος και υποψιάστηκε την παρουσία τριχοειδών αγγείων.
Το Διαβάσαμε Η ιστορία της επιστήμης στην αρχαία Ελλάδα
Κοινοποιήστε: