Είναι στιγμές που θες να φωνάξεις, να διαμαρτυρηθείς και ν΄αλλάξεις ανθρώπους, συμπεριφορές και νοοτροπίες. Την κοινωνία ολάκερη. Κι απλά κάθεσαι, παρατηρείς και σκέφτεσαι.
«Ω, σκέψη, που με παρασύρεις;» αναρωτιέσαι. Στο παρελθόν; Στο μέλλον; Δεν τα πειράζεις αυτά, δεν αλλάζουν. Τώρα ζω, σήμερα. Και τι να κάνω; Απλά γράφω σκέψεις περίεργες στο χαρτί. Περίεργος κι εγώ μια ζωή, στην πράξη. Άλλωστε, ο δρόμος της περιέργειας οδηγεί στο παλάτι της σοφίας.1
Κι εγώ σοφός; Μάλλον πλούσιος σ’ εμπειρίες που βαραίνουν το νου και τη ψυχή. Άχρηστες μπροστά σ’ αδιάφορους, απίστευτες μπροστά σε άπιστους Θωμάδες. Κι εγώ; αόρατος μπροστά σε ζωντανούς. Και γνωριμίες πλούσιες. Καθηγητές κι εθισμένοι, βουλευτές και χαμένοι ιερείς και κολασμένοι.
Και λες: «Προλαβαίνω στα τριάντα πέντε ν’ αλλάξω». Δεν αλλάζει ο κόσμος με μιας. Εγώ αλλάζω. Κι αν αλλάξω εγώ, θα έχει αλλάξει και ένα μικρό κομμάτι του κόσμου. Φοράς το γιλέκο και ελπίζεις. Άδικα; Μήπως είναι καλύτερα να πάρω τη «μαλακία» που πουλάω και να ψοφήσω στο παγκάκι μου; Ένα παγκάκι που άνθρωποι έφτιαξαν κι άνθρωποι κάθονται, κοιμούνται, ζουν.
Άνθρωποι, κοινωνία, ο κόσμος. Ένας κόσμος που είχα ξεχάσει. Μήνες κλεισμένος –απομονωμένος εκούσια από επιλογή ενός άρρωστου μυαλού– σ’ ένα παρατημένο κτίριο, πνιγμένος από καταθλίψεις, ενοχές και βιβλία. Τροφές για σκέψεις και το κορμί μισό. Σαράντα κιλά, άπλυτο, αξύριστο, απεχθές. Ούτε για συσσίτιο όρεξη πια. Και μια φωνή βγαλμένη από το πιο βαθύ πηγάδι της κόλασης, όταν από περιέργεια δοκιμάζεις να μιλήσεις με τον εαυτό σου. Ν’ αναρωτηθείς: «Πέθανα; Με ξέχασε ο Θεός εδώ κάτω; Γιατί δεν με βλέπει κανείς; Δεν μου μιλάει κανείς; Υπάρχω;». Δύσκολο το «περιθώριο». Όχι, δεν ήθελα να υπάρχω, τότε. Σήμερα;
Σήμερα, άλλοι δεν θέλουν να υπάρχω. Θέλω εγώ, όμως. Εγώ, ο χωρίς Ε9, χαμογελάω και προχωρώ σε πείσμα όλων. Εγώ, ο βρωμιάρης, άστεγος, ο σπουδαγμένος με βιογραφικό και μια βιβλιοθήκη στο μυαλό. Και μια πεζοπορία Αθήνα-Κυλλήνη για να βρω δουλειά, μακριά από την πόλη, με τον φράτε Λεόνε2 συνοδοιπόρο. Και βρήκα έναν Θεό που μαλάκωνε τις πέτρες να ξαπλώσω, που πλάταινε τα δέντρα για να χαίρομαι τη σκιά τους, που έστελνε σπουργίτια και άσπρες πεταλούδες για συντροφιά μου κάθε ξημέρωμα. Κι έκανε τον ήλιο να μου χαμογελά. Θυμόμουν τον πατέρα μου να παίρνει τη γάιτα και ν’ ανοίγεται στη λιμνοθάλασσα, νύχτα ακόμα, να ψαρέψει.
Απορούσα τότε. Τώρα ξέρω, πατέρα. Εκεί βλέπεις τον πλάστη, κάθε πρωί, από την αρχή να χτίζει. Θυμήθηκα και γύρισα. Γιατί; Αξίζει, ρε Νικόλα;
Αξίζω, αξίες. Ποιες, γιατί και για ποιον; Και τελικά τι ζητάω; Άλλη μια εμπειρία να ζήσω; Άλλο ένα βιβλίο να ταξιδέψω; Άλλη μια καλημέρα να πω; Άλλη μια «σχεδία» να πουλήσω; Και, τελικά, τι είναι αυτή η «σχεδία», παιδί μου;
ΣΧΕΔΙΑ ΕΙΝΑΙ
Είναι η γαζία που μοσχοβολάει στην Ανθούπολη και οι χαμένοι τουρίστες που ρωτούν: «Acropolis;». Άιντε ξαναβάλτους στο μετρό. Δύσκολα τα ελληνικά.
Είναι ο ταξιτζής που σου κλέβει τη σκιά στην Ερμού, Αύγουστο μήνα και πριν γκρινιάξεις, εσωτερικά, ακούς: «Στον ήλιο θα κάτσεις παιδί μου; φεύγω ένα λεπτό. Τι καφέ πίνεις; Μην τον πάρω λάθος». Και μέχρι να έρθει ο καφές, έχεις στο χέρι παγωτό από μια κοπέλα. Όμορφο διάλειμμα.
Είναι ο ράπερ στον Ευαγγελισμό, βγαλμένος από βιντεοκλίπ, γεμάτος χρυσά βαρίδια. Αυτός που σκέφτεσαι πως δεν αγοράζει το τεύχος με τίποτα και ξάφνου: «Έι, αδελφάκι, δώσε μου ένα τευχάκι».
Είναι η μέρα της αναδουλειάς στη Βιβλιοθήκη. Κι η πρώτη αναγνώστρια να σου υπενθυμίζει ποιητικά την αρετή της υπομονής: «Να περιμένεις, όπως περιμένεις τον ήλιο να βγει κάθε πρωί».
Είναι πολλά, όμορφα και άσχημα. Είναι ζωή. Είναι η ζωή που είχα αφήσει. Είχα παρατήσει. Είμαι και εγώ που με είχα ξεχάσει. Είναι και το παρελθόν που δεν πρέπει να ξεχνώ. Δεν με λυπάμαι πια, σίγουρα μετανιώνω. Δεν ξεχνώ το παγκάκι στην Κάνιγγος, ξεγραμμένος και ετοιμοθάνατος με τον «Παίκτη»3 στα χέρια μου.
Ένα παγκάκι που με σεβάστηκε περισσότερο από έναν «άνθρωπο» στο Παγκράτι που μου πρότεινε να γυρίσω εκεί και να ψοφήσω, με τη «μαλακία» που πουλάω για παρέα. Έναν «άνθρωπο» που ήθελε απεγνωσμένα να «κάνει έρωτα» με τον πατέρα μου και το σπίτι μου.
«Δεν έχω πατέρα, ούτε σπίτι και εσείς τα βρίσατε και τα δύο», απάντησα, προσπαθώντας ν’ απεγκλωβίσω τον καρπό μου από τα χέρια του. Εκείνος προσπάθησε να παρκάρει τη «χιλιάρα του» πάνω στο πεζοδρόμιο, πάνω και από εμένα στην είσοδο του Βασιλόπουλου, κι εγώ ο βρωμιάρης της «σχεδίας» τόλμησα να υπενθυμίσω πως είναι πεζοδρόμιο. Αφού ξεθύμανε πάνω μου τους καημούς του, δεν κρατήθηκα και φώναξα: «Για κάτι μαλάκες σαν κι εσένα δεν έχω σπίτι». Πήρα την τσάντα μου, έκλαψα και σχόλασα.
Καμία όρεξη για δουλειά, αλλά και ανάγκες. Δύο ώρες, με το ζόρι, στη Δράκου το απόγευμα και μια κυρία να σου λέει: «Το αγόρασα πρώτη φορά, γιατί με κέρδισε η παρουσία σου». Περίεργη μέρα. Απορείς, σκέφτεσαι, ένα δάκρυ κι αύριο πάλι. Ένα αύριο που ξημερώνει και σιγοτραγουδάς:
«Όταν χαράζει ο πρώτος στεναγμός
βγαίνει απ’ τα πιο σφιγμένα χείλη.
Σαν πεταλούδα στην κάμαρη πετά
ψάχνοντας άνοιγμα να φύγει.
Αν είσαι μόνος, αν είσαι αδύναμος,
η χαραυγή θα σε ξεκάνει.
Έχει το μύρο, έχει τη σιγαλιά
κι έχει τον ήλιο τον αλάνη.
Καινούρια μέρα, καινούριος ποταμός,
στις εκβολές του θα προσφέρει
όσα χαθήκαν, όσα ξεχάστηκαν
κι όσα γι’ αυτά κανείς δεν ξέρει.
Πίσω από τους λόφους,
πίσω από τα βλέφαρα
Υπάρχει τόπος και για σένα.
Χωρίς Βαστίλλη, χωρίς ανάθεμα
Χωρίς τα χείλη τα σφιγμένα»4
Ζητώ συγγνώμη από τους αναγνώστες μας, καθώς έβρισα φορώντας το γιλέκο. Ζητώ συγγνώμη από τους συναδέλφους μου για τους χαρακτηρισμούς, μα δεν είναι δικοί μου. Και ζητώ συγγνώμη από το κατάστημα σουπερμάρκετ στο Παγκράτι για την ένταση εκείνη την ημέρα.
Προσπάθησα ατυχώς και λανθασμένα να υπερασπιστώ έναν πατέρα που εγώ ο ίδιος πρόδωσα. Έναν πατέρα που με έμαθε με τις πράξεις και τη ζωή του πως όλοι είμαστε αδέρφια. Ακόμη κι ο προαναφερθείς κύριος. Ίσως είναι άρρωστος όπως εγώ, ίσως με χίλιες σκοτούρες στο κεφάλι του, πάντως αδερφός μου, που χρειάζεται την κατανόησή μου και όχι το θυμό μου.
Χρειάζεται να πάρει στα χέρια του το κλειδί που είναι κάτω από το γεράνι. Ένα κλειδί που μου έδωσε και μένα κάποτε η μητέρα μου και την ευχαριστώ.
Μου έδωσε και ένα γράμμα πριν από δύο χρόνια περίπου –το μόνο που έχω για να θυμάμαι τους δικούς μου, πού και πού– και που κλείνει γράφοντας: «Τα δύσκολα ο Θεός τα δίνει σ’ αυτούς που τα αντέχουν. Σε περιμένω ελπίζοντας».
Κι εγώ θα συμπληρώσω λόγια του Νίκου Καζαντζάκη: «Το σίδερο, το ατσάλι λυγίζουν. Ο άνθρωπος αντέχει». Συνέχισε να ελπίζεις, μητέρα.
Υποσημειώσεις
1. «Οι γάμοι του ουρανού και της κόλασης», του Ουίλιαμ Μπλέικ.
2. «Ο φτωχούλης του Θεού», του Νίκου Καζαντζάκη.
3. «Ο παίκτης», του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι.
4. «Όταν χαράζει», στίχοι, μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου.
Κοινοποιήστε: