Ο χαμός εννέα συνανθρώπων μας (ανάμεσά τους και δύο μικρά παιδιά), σε διάστημα μικρότερο του ενός μήνα, από την παγωνιά ή στην προσπάθειά τους να ζεσταθούν επανέφερε στο προσκήνιο με τον πιο τραγικό τρόπο το γεγονός ότι χιλιάδες πολίτες συνεχίζουν να ζουν κάτω από άθλιες συνθήκες και στερούμενοι βασικά κοινωνικά αγαθά, όπως η στέγαση και η θέρμανση.
Στην Ελλάδα της «κανονικότητας» των ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ τα εργατικά και λαϊκά νοικοκυριά καθώς και οι πρόσφυγες/μετανάστες είναι καταδικασμένοι σε ενεργειακή φτώχεια και σε αρκετές περιπτώσεις οδηγούνται ακόμα και στον θάνατο. Αφού είτε χάνουν την ζωή τους από κρυοπληξία, όπως η 63χρονη στην Κέρκυρα, είτε καίγονται ζωντανοί και πεθαίνουν από αναθυμιάσεις από την χρήση αυτοσχέδιων σομπών ή μαγκαλιών. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ίδιας της ΕΕ και συγκεκριμένα του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου Ενεργειακής Φτώχειας, η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη θέση των δεικτών ενεργειακής φτώχειας, με το 22,7% των νοικοκυριών να μην μπορούν να ζεστάνουν επαρκώς το σπίτι τους.
Για να μη θρηνήσουμε άλλα αθώα θύματα αλλά και για να μην αναγκάζονται τα φτωχά λαϊκά στρώματα να χρησιμοποιούν ακατάλληλα και άκρως επικίνδυνα για την δημόσια υγεία υλικά και μέσα θέρμανσης, θα πρέπει άμεσα το εργατικό λαϊκό κίνημα να παλέψει για μια σειρά από μέτρα έτσι ώστε κανένας συμπολίτης μας να μην βρίσκεται στο έλεος του ψύχους. Θα πρέπει να απαιτήσει φθηνή θέρμανση για όλο τον λαό, κατάργηση όλων των φόρων σε πετρέλαιο θέρμανσης και φυσικό αέριο, μεγάλη μείωση των τιμολογίων της ΔΕΗ καθώς και πλατιά προγράμματα ενεργειακής θωράκισης και αναβάθμισης κατοικιών από δημόσιο φορέα με ποιοτικά υλικά.
«Για μια άλλη κοινωνία που οι παραγωγοί του πλούτου, ο κόσμος της δουλειάς, θα έχουν όλο το μερτικό τους από τη ζωή, με τη ζεστασιά της αλληλεγγύης και της δημιουργίας, βάζοντας τέλος στην παγωνιά της εκμετάλλευσης», αναφέρει στην ανακοίνωσή του το ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση.
Είδος πολυτελείας η κεντρική θέρμανση στην Ελλάδα των μνημονίων
Η τραγική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην ελληνική κοινωνία έχει τις ρίζες της στη βαθιά αντιλαϊκή και αντικοινωνική πολιτική που κλιμακώνεται όλα τα τελευταία πέτρινα μνημονιακά χρόνια με την ευθύνη όλων των κυβερνήσεων και του κεφαλαίου.
Τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) είναι συγκλονιστικά για το μέγεθος της φτώχειας που έχει απλωθεί στην ελληνική κοινωνία και συνακόλουθα τις υλικές στερήσεις σε αγαθά που βιώνουν κυρίως τα φτωχά και λαϊκά στρώματα, όπως είναι οι ικανοποιητικές και επαρκείς συνθήκες στέγασης και θέρμανσης. Με βάση τα στοιχεία του 2016, σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού βρίσκεται το 35,6% ή αλλιώς 3,78 εκατομμύρια άτομα, όταν το ποσοστό αυτό ήταν 29,3% το 2005 και 27,7% το 2010. Όσον αφορά το ποσοστό των ατόμων με υλικές στερήσεις (αδυναμία κάλυψης αναγκών για τουλάχιστον τρία αγαθά, όπως ενοίκιο/δόση δανείου, διακοπές μίας εβδομάδας, διατροφή με κρέας/ψάρι, τηλέφωνο, τηλεόραση και θέρμανση), ενώ το 2005 ανερχόταν σε 26,3%, το 2016 εκτινάχθηκε στο 38,5%. Επίσης, το 14,7% των νοικοκυριών αντιμετωπίζει προβλήματα στην κατοικία τους, όπως διαρροή σε στέγη, υγρασία σε τοίχους, σάπιες κάσες στα παράθυρα και πατώματα, ενώ το 20% είναι εκτεθειμένο σε θορύβους.
Παράλληλα, το 2008 κεντρική θέρμανση διέθετε το 76% των νοικοκυριών, ποσοστό που σχεδόν υποδιπλασιάστηκε το 2016, φτάνοντας στο 41,5%. Όσον αφορά το κύριο μέσο θέρμανσης με βάση τα στοιχεία για το 2018, χρήση καλοριφέρ πετρελαίου κάνει μόνο το 40,1% των κατοικιών, κάτι που φανερώνει μεγάλη υποχώρηση του μέσου συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια. Αντιθέτως, έχει αυξηθεί η χρήση καλοριφέρ φυσικού αερίου, φθάνοντας στο 12,4%, χωρίς όμως να αναπληρώνει την πτώση του πετρελαίου. Η σόμπα καυσόξυλων έχει υποχωρήσει (8,9%), αλλά παραμένει σε πολύ περισσότερα σπίτια από ό,τι προ κρίσης. Παράλληλα, όπως φαίνεται οι ξυλόσομπες και τα τζάκια στα αστικά κέντρα ήρθαν για να μείνουν ως θερμαντικά μέσα. Οι ηλεκτρικές συσκευές κάλυπταν το 15,2% και τα κλιματιστικά το 9,3%. Σόμπες πετρελαίου (1,7%), υγραερίου (1%) και θερμοσυσσωρευτές (1,6%) παρέμειναν χαμηλά, ενώ ψηλά παρέμεινε το… άλλο είδος (8,9%), το οποίο ισοδυναμεί με μαγκάλια, ανοικτά τζάκια και ό,τι άλλο χειρότερο.
Τέλος, το 0,8% των κατοικιών δηλώνει πως δεν έχει θέρμανση, αλλά πολύ περισσότερες δεν θερμαίνονται κατάλληλα. Αποκαρδιωτικά είναι και τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat), η οποία εκτιμά ότι το 25,7% των ελληνικών νοικοκυριών δυσκολεύεται να έχει άνετη πρόσβαση στη θέρμανση κατά τους χειμερινούς μήνες. Η Ελλάδα, με βάση αυτά τα στοιχεία, βρίσκεται στην τρίτη υψηλότερη θέση της ΕΕ, κάτω από τη Βουλγαρία και τη Λιθουανία!
Πώς να μπορούν τα νοικοκυριά να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες για αξιοπρεπή θέρμανση και διαβίωση, όταν, ειδικά μετά το 2012 και την άγρια πολιτική των μνημονίων, ζούμε την πιο ανελέητη φοροεπιδρομή — ειδικά σε ότι έχει να κάνει με τα καύσιμα; Με βάση τα στοιχεία της Ομοσπονδίας Βενζινοπωλών Ελλάδας (ΟΒΕ), οι φόροι στο πετρέλαιο θέρμανσης από το 2002 ως το 2019 αυξήθηκαν κατά 1.534%! Ενώ την τελευταία δεκαετία (2010-2019) αυξήθηκαν κατά 1.244%! Στα 1.000 λίτρα πετρελαίου θέρμανσης, το 2002 πληρώναμε φόρους συνολικά μόλις 21,24 ευρώ (με τον ΦΠΑ να ανέρχεται σε 18%) και το 2010 25,83 ευρώ (με τον ΦΠΑ να έχει αυξηθεί σε 23%). Όμως, το 2012 σχεδόν εξαπλασιάστηκε ο Ειδικός Φόρος Καυσίμων (ΕΦΚ) και από 60 ευρώ εκτινάχθηκε στα 330 ευρώ/1.000 λίτρα, ενώ το άθροισμα των φόρων ανήλθε σε 405,90 ευρώ. Το 2019 ο ΕΦΚ παρέμεινε στα ύψη (280 ευρώ), ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) είναι πλέον στο 24% και το σύνολο φόρων στα 347,20 ευρώ/1.000 λίτρα.
Άμεση συνέπεια της ενεργειακής ένδειας και της γενικότερης φτώχειας είναι ότι όλο και περισσότερα νοικοκυριά καταφεύγουν στην καύση κακής ποιότητας ξύλων και οποιωνδήποτε άλλων υλικών μπορούν να κάψουν για να ζεσταθούν, με αποτέλεσμα τη ραγδαία άνοδο των επικίνδυνων για την ανθρώπινη υγεία ρύπων στην ατμόσφαιρα, ειδικότερα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Αποκαλυπτική ήταν η πρόσφατη παρέμβαση της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας (ΕΑΕ), η οποία έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου, επισημαίνοντας ότι «η καύση ξύλου εκλύει στο εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον (στον αέρα) μεγάλες ποσότητες πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων, βενζολίου, διοξινών και αιωρούμενων σωματιδίων και μάλιστα των πιο μικρών, τα οποία διεισδύουν και εγκαθίστανται πολύ βαθιά στις κυψελίδες του πνεύμονα και από εκεί περνούν στην κυκλοφορία του αίματος και φτάνουν σε διάφορα όργανα του σώματος». Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με έρευνα του εργαστηρίου Περιβαλλοντικής Μηχανικής του Τμήματος Χημικών Μηχανικών του ΑΠΘ, «σε σπίτι που καίει τζάκι, τα σωματίδια με διάμετρο κάτω από 1 μm (ΡΜ1), φτάνουν τα 25.000 ανά κυβικό μέτρο, έναντι περίπου 10.000 σε ένα σπίτι χωρίς τζάκι». Παρατηρείται, δηλαδή, μια αύξηση κατά 150%, λόγω χρήσης τζακιού. Από όλες τις μελέτες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) προκύπτει ότι η συγκεκριμένη ρύπανση προκαλεί πολλαπλασιασμό της συχνότητας εμφάνισης καρκίνου –σε όσους είναι εκτεθειμένοι– αλλά και πληθώρα άλλων ασθενειών. Το συμπέρασμα είναι ότι η θαλπωρή και η γραφικότητα του τζακιού αποδεικνύεται ιδιαίτερα τοξική.
Η κοινωνική πολιτική, ώστε ο κόσμος να μη στερείται το αγαθό της θέρμανσης, είναι ανύπαρκτη και τα μέτρα που λαμβάνονται για μεγάλες κοινωνικές ομάδες (άνεργοι, φτωχά λαϊκά στρώματα, μετανάστες/πρόσφυγες) θυμίζουν ασπιρίνες για τον καρκίνο. Το γλίσχρο επίδομα θέρμανσης λαμβάνουν φέτος περίπου 600.000 και ανέρχεται σε διψήφιο ή χαμηλό τριψήφιο αριθμό ευρώ, ανάλογα με την ποσότητα αγοράς πετρελαίου αλλά και τη ζώνη διαμονής. Όμως και τα πολυδιαφημισμένα προγράμματα Εξοικονομώ κατ’ οίκον Ι και ΙΙ, τα οποία υποτίθεται ότι σκοπό έχουν την ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών, απευθύνονται σε πολύ περιορισμένο αριθμό δικαιούχων, καλύπτοντας ένα ελάχιστο ποσοστό κατοικιών. Στο Εξοικονομώ Ι αναβαθμίστηκαν ενεργειακά περί τις 43.000 κατοικίες, ενώ το Εξοικονομώ ΙΙ ήταν πολύ πιο περιορισμένο, με παρεμβάσεις σε 20.000-25.000 σπίτια. Μάλιστα, σε πολλές περιοχές οι αιτήσεις ήταν τόσες πολλές που τα διατιθέμενα ποσοστά επιδότησης εξαντλήθηκαν μόλις σε μία ώρα. Χρειάζεται, λοιπόν, μια ριζική ανατροπή πολιτικής και σύγκρουση με τη σκληρή λιτότητα και φορολεηλασία που έχουν επιβληθεί από όλες τις κυβερνήσεις για να ζήσει ο λαός σε αξιοπρεπείς συνθήκες στέγασης και θέρμανσης.
Στο επίπεδο της κλίμακας της κατοικίας οι πολιτικές που έχουν εφαρμοστεί και αφορούν την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων είναι: Πρώτο, προγράμματα με σκοπό να βελτιώσουν την ενεργειακή απόδοση και άρα το κόστος θέρμανσης και ψύξης υφιστάμενων κτιρίων. Δεύτερο, η νομοθεσία για νέα –κυρίως– κτίρια, ώστε να οδηγηθούμε σε μια νέα γενιά κτιρίων που θα καταναλώνουν λιγότερη ενέργεια. Η τρίτη είναι μια οικονομική πολιτική (π.χ. επιδόματα θέρμανσης), προκειμένου να ζεσταθούν οι άνθρωποι άμεσα.
Όσον αφορά την πρώτη πολιτική, η σημασία της έγκειται στο ότι αφορά κυρίως το υφιστάμενο κτιριακό απόθεμα. Ειδικά στην Ελλάδα, το απόθεμα αυτό στη συντριπτική του πλειοψηφία υλοποιήθηκε πριν το 1983, οπότε και έγινε υποχρεωτική η θερμομόνωση. Πάνω από το 1/3 των περίπου 3,5 εκατομμυρίων κτιρίων κατασκευάστηκε μεταξύ 1945-1981, τότε που ανθούσε η αντιπαροχή, με φτηνές, κακές και χωρίς θερμομόνωση κατασκευές. Αυτό που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια σε αυτό τον τομέα είναι η εισαγωγή ευρωπαϊκών συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων –Εξοικονομώ κατ’ οίκον Ι και ΙΙ– που χρηματοδοτούν πολύ συγκεκριμένες εφαρμογές — θερμομονώσεις, ενεργειακά τζάμια, τέντες και αποδοτικότερα συστήματα θέρμανσης.
Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και η αλλαγή της νομοθεσίας, ο Κανονισμός Ενεργειακής Απόδοση Κτιρίων (ΚΕΝΑΚ) και ο ΝΟΚ, οι οικοδομικοί νόμοι βάσει των οποίων χτίζονται πλέον τα νέα κτίρια. Ο πυρήνας της κριτικής είναι πως η εξοικονόμηση ενέργειας αντιμετωπίζεται ως μια ακόμα κερδοφόρα επιχείρηση με νέα αποδοτικότερα υλικά και συστήματα. Πιο συγκεκριμένα, έχουμε τη μηχανική μεταφορά υλικών και νομοθεσίας από βόρεια κλίματα, λόγω του ότι από εκεί εκπορεύονται οι νέες τεχνολογίες. Συστήματα που βασίζονται στη δημιουργία ερμητικά κλειστών κτιρίων με πριμοδότηση υλικών μη φιλικών προς το περιβάλλον και τον χρήστη. Αντίθετα, δεν πριμοδοτείται η ανακύκλωση και η επέκταση του χρόνου ζωής συστημάτων.
Οι παραπάνω πολιτικές είναι σαφές πως προωθούνται από ΕΕ και κυβερνήσεις σαν… χάντρες στους ιθαγενείς, όχι με βάση συνολικά τις αδυναμίες των ελληνικών κατασκευών και τη νέα φτώχεια που έχει διαμορφωθεί εν καιρώ κρίσης, την ενεργειακή φτώχεια ως άλλη –οξύμωρη– όψη της ενεργειακής σπατάλης που οδηγεί στην κλιματική αλλαγή και την περιβαλλοντική υποβάθμιση.
Στην Ελλάδα των μνημονίων, όπου αίρεται το δικαίωμα στη στέγη μέσα από τους μαζικούς πλειστηριασμούς ακόμα και της πρώτης κατοικίας, το «δικαίωμα στην ενέργεια» ακούγεται αίτημα επιστημονικής φαντασίας. Κι όμως είμαστε μια χώρα που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τη μεγάλη ηλιοφάνεια, που είναι η αφετηρία των περισσότερων τεχνικών βιοκλιματικής εφαρμογής, που βασίζονται όχι σε ακριβά συστήματα και υλικά αλλά σε σωστές μελέτες και συνειδητοποιημένους χρήστες.
Με πληροφορίες από: prin.gr
Το Διαβάσαμε Η ενεργειακή λαϊκή φτώχεια δολοφονεί και ρυπαίνει
Κοινοποιήστε: