Η γενιά του ’40
*Μια γενιά γαλουχημένη με αρχές και αξίες, που πάνω απ’όλα είχε πίστη στον Θεό και αγαπούσε την πατρίδα.. Πρέπει να ακολουθήσουμε στις μέρες μας το παράδειγμα εκείνων των ηρώων και να επιστρέψουμε στις πραγματικές αξίες που ανέδειξαν το Έθνος μας!
τοῦ Δημήτρη Νατσιοῦ
Διαβάζω: «Ἡ ἐχθρικὴ ἀντεπίθεση τοῦ Μαρτίου ἔχει ἐκδηλωθεῖ. Τὸ 731 ἔχει μεταβληθεῖ σὲ ἡφαίστειο. Οἱ φαντάροι μας, πεσμένοι μὲ τὴν κοιλιὰ στοὺς λάκκους τῶν ὀβίδων, πυροβολοῦν, χωρὶς διακοπή, γιὰ νὰ συγκρατήσουν τὸ ἐχθρικὸ πεζικό.
Ὁ δάσκαλος – ἔτσι ἔχει βαφτίσει τὸν διοικητὴ του ὁ λόχος, γιατί δημοδιδάσκαλος εἶναι τὸ ἐπάγγελμά του – μὲ προβιὲς καὶ ἐπιδέσμους, γύρω ἀπὸ τὰ κρυοπαγημένα πόδια του, ἀντὶ γιὰ παπούτσια, χωρὶς νὰ προφυλάγεται τρέχει νευριασμένος ἀπὸ διμοιρία σὲ διμοιρία καὶ δίνει ὁδηγίες.
– Μὴν πυροβολεῖτε στὰ στραβά, παιδιά! Μὴν ξοδεύετε ἀσκόπως τὶς χειροβομβίδες σας, τοὺς λέει. Κι ὅταν ὁ ταγματάρχης τοῦ φωνάζει νὰ μὴν ἐκθέτει τόσο τὸν ἑαυτό του, ὁ δάσκαλος τοῦ ἀπαντάει:
– Φοβᾶμαι μήπως χάσουμε σήμερα τὸ ὕψωμα. Καὶ τί θὰ δικαιολογηθῶ ὕστερα ἐγὼ στοὺς μαθητές μου, ἅμα γυρίσω στὸ σχολεῖο;» (Χρ. Ζαλοκώστα, «Πίνδος», ἐκδ. «Ἑστία», σελ. 194).
Ἐθνικὴ ἐπέτειος σὲ λίγες μέρες. Ἴσως σταματήσουν, ἔστω καὶ γιὰ μιὰ μέρα, οἱ τσιρίδες γιὰ τὴν παγκόσμια οἰκονομία, γιὰ τὰ χρηματιστήρια, ποὺ τὰ ὀνομάζουν καὶ «ναοὺς τοῦ χρήματος», γιὰ τὰ ἐπιτόκια. Ἡ ζούγκλα τῆς «πανελεύθερης ἀγορᾶς», τοῦ ἐξοντωτικοῦ ἀνταγωνισμοῦ, ἡ ἐξασφάλιση, ὄχι τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ τῶν καταθέσεων. Ἡ Νέα Τάξη ἀντιπαθεῖ τὸν ἄνθρωπο, χρησιμότερες εἶναι οἱ καταθέσεις. Αὐτὲς νὰ μὴ χαθοῦν…
Ἡ γιορτὴ τοῦ «ΟΧΙ», νὰ ἀνασάνουμε λίγο καὶ λίγο ψηλότερα νὰ σηκωθοῦμε, θὰ βάλουμε καὶ τὴν σημαία μας στὸ μπαλκόνι – εὐλογημένη παράδοση- θὰ ἀκούσουμε καὶ τὸν ἐθνικό μας ὕμνο, τὸν «Ὕμνον εἰς τὴν Ἐλευθερίαν», ποὺ λέγεται πὼς ὅταν τὸ 1826 τὸν διάβασε ὁ πρωθυπουργὸς τῆς Ἀγγλίας Κάνιγκ, συνέταξε ἀμέσως τὸ Πρωτόκολλο μὲ τὸ ὁποῖο ἀναγνώριζε τὴν αἱμόφυρτη πατρίδα ὡς κράτος. Πρὶν ἀπὸ δύο – τρία χρόνια ἐπανεκδόθηκε φωτοτυπημένος ὁ τύπος τῆς ἐποχῆς τοῦ ‘40.
Στὴν τότε ἐφ. «Πρωΐα» δημοσιεύτηκε ἐπιστολὴ μίας μάνας, χήρας ἀπὸ τὰ Μέγαρα, ποὺ μόλις εἶχε λάβει τὸν πολεμικὸ σταυρὸ ἀνδρείας τοῦ σκοτωμένου γιοῦ της. (Δὲν πῆγαν νὰ σκοτώσουν ἐκεῖνα τὰ παιδιά, πῆγαν νὰ πεθάνουν γιὰ τὴν πατρίδα τους). Ἔγραφε ἡ χαροκαμένη μάνα στὴν ἐπιστολή: «Ὁ Δημητρός μου, ὁ μοναχογιός μου, προστάτης τῶν τριῶν κοριτσιῶν μου, ἔπεσε ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδας. Χαλάλι τῆς πατρίδος ὁ Δημητρός μου. Ἂς ἤτανε νὰ πέθαινα κι ἐγὼ πολεμώντας μαζί του. Ζήτω ἡ Ἑλλάς».
Τέτοιοι δάσκαλοι, ποὺ ντρέπονταν νὰ ντροπιαστοῦν, καὶ τέτοιες μάνες, ποὺ χαλάλιζαν μονάκριβους στὴν πατρίδα, ἀνέστησαν καὶ ἀνέθρεψαν τὴ γενιὰ τοῦ ’40. Γι’ αὐτὸ ἀναφωνοῦσε λογοτέχνης τοῦ καιροῦ ἐκείνου: «Βγάλτε τὰ στεφάνια τῆς νίκης ἀπὸ τὰ κεφάλια τῶν στρατιωτῶν καὶ φορέστε τα στὰ κεφάλια τῶν μανάδων καὶ τῶν δασκάλων τους».
Παρένθεση. Ἀκόμη νὰ ἀνεγερθεῖ ἕνα μνημεῖο γιὰ τοὺς ἥρωες τοῦ 1940 στὴ Βόρεια Ἤπειρο. Οἱ Ἰταλοὶ φρόντισαν νὰ περισυλλέξουν τοὺς νεκρούς τους καὶ νὰ δημιουργήσουν περίλαμπρο κοιμητήριο. Σκορπισμένα σὲ κλεισοῦρες καὶ ἀετοράχες τὰ «κόκαλα τὰ ἱερὰ» τῶν Ἑλλήνων στρατιωτῶν. Κάτι πάει νὰ γίνει καὶ προσκρούει σὲ ἀλβανικὲς ἀντιρρήσεις. Ὡς γνωστὸν τὸ «τετρομαγμένο» ΥΠΕΞ δὲν ἀνοίγει τέτοια θέματα. Θὰ σκούζουν καὶ οἱ «προοδευτικοί»…).
Ντρέπονταν ὁ πατριδοφύλακας δάσκαλος νὰ φυλαχτεῖ ἀπὸ τὶς σφαῖρες, ντρέπονταν τοὺς μαθητές του. Παράξενα πράγματα. Τὸ κράτησε τὸ ὕψωμα, γιατί ἔστεκε ἐκεῖ πάνω καὶ τὸ «καλυβάκι», ἡ μητέρα ἡ μεγαλόψυχη στὸ πόνο καὶ στὴ δόξα, ἡ πατρίδα.
Τώρα χάνονται ἕνα ἕνα τὰ ὑψώματα, οἱ κορφές, τότε μεγαλουργοῦσαν οἱ καρδιές, τώρα μεγαλουργοῦν οἱ καταθέσεις. Τότε οἱ δάσκαλοι ἀγωνίζονταν γιὰ τὸ βλέμμα τῶν μαθητῶν τους. Τώρα μόνο γιὰ δίκαια οἰκονομικὰ αἰτήματα κι ἂς μπῆκε ἡ λέπρα τοῦ ἀφελληνισμοῦ μὲς στὰ σχολεῖα. Τότε οἱ δάσκαλοι γίνονταν «οἱ χαμένοι ἀνθυπολοχαγοὶ τῆς Ἀλβανίας», τώρα «δοξάζονται» οἱ συνδικαλιστές, οἱ μίζεροι, οἱ πενταροκυνηγοί, ποὺ λέγονται ἀκόμη «δάσκαλοι», κι ἂς ξέχασαν πότε ἀντίκρισαν γιὰ τελευταία φορὰ πρόσωπα μαθητῶν.
Χαμήλωσε ἡ πατρίδα μας, δὲν ἔχει ὑψώματα. Ξεθωρίασε τὸ ὕψωμα ποὺ λέγεται Μακεδονία. Μᾶς κυβερνοῦν γονατισμένοι. Ἕνα νεῦμα τῆς ἀμερικανοσκοπιανῆς συμπαιγνίας καὶ εἶναι ἕτοιμοι νὰ παραδώσουν τὸ ὄνομά μας. Τὸ ’40 κρατήθηκαν τὰ ὑψώματα, γιατί τὰ ὑπερασπίστηκε μιὰ «γενιά». Τώρα τὰ κουρσεύουν οἱ ἐχθροί, γιατί καταντήσαμε μάζα, καταναλωτὲς- ἔτσι μᾶς ἀποκαλεῖ νυχθημερὸν τὸ βοθροκούτι – δὲν ὑπάρχει «γενιὰ» νὰ ἀντισταθεῖ.
Καὶ ἐκεῖνο τὸ ὕψωμα ἐκεῖ κάτω, ἡ Κύπρος, ἡ ἔσχατη γωνιὰ τῆς Ρωμιοσύνης, τουρκοπατιέται. Λησμονοῦν οἱ τωρινοὶ «κατευναστές», τὰ τσόφλια τῆς ὑποτέλειας, πὼς τὸ Κυπριακὸ δὲν εἶναι πρόβλημα «δίκαιης καὶ βιώσιμης λύσης». «Τὸ Κυπριακὸ ξεκίνησε, ὑπῆρξε καὶ εἶναι πάντα, πρόβλημα ἐλευθερίας. Πρόβλημα στέρησης τῆς ἐλευθερίας ἑνὸς πανάρχαιου γηγενοῦς καὶ ἀκμαίου κομματιοῦ τοῦ Ἑλληνισμοῦ». Εἶναι λόγια τῆς ἐγκλωβισμένης, στὴ σκλάβα βόρεια Κύπρο, δασκάλας Ἑλένης Φωκᾶ, «δασκάλας τοῦ Γένους». (Θυμᾶμαι, μοῦ ἔλεγε, ὅταν ἦρθε στὸ Κιλκὶς πρὸ ἐτῶν, πὼς κάθε πρωὶ ζωγράφιζαν οἱ «ἐλεύθεροι πολιορκημένοι» μαθητές της στὸν πίνακα τὴν σημαία καὶ σιγοψιθύριζαν τὸν Ἐθνικό μας Ὕμνο. Αὐτὸ εἶναι «κρυφὸ σχολειό». Τὸ Γένος μας ἔτσι ἄντεξε καὶ ἔτσι θὰ ἀντέξει).
Καὶ ἡ ἄλλη, ψηλά, βόρεια ἑλληνίδα γῆ, τὸ ὕψωμα τῆς Θράκης, πολιορκεῖται. Τὸ καρκίνωμα ποὺ λέγεται τουρκικὸ προξενεῖο, ἁπλώνει τὰ δηλητήριά του. Τὸ «ἐπίσημο κράτος» σιωπᾶ συνένοχα. Φοβᾶται. Ἔτσι «ἀνεπαισθήτως» μεταβαλλόμασε σὲ δορυφόρο τῆς ἐξ ἀνατολῶν συμμάχου. Σὰν νὰ μᾶς ἔβλεπε, ἐμᾶς τὰ ἐγγόνια του,ὁ παππούς μας, ὁ Ἀντισθένης, ὅταν ἔλεγε: «Ὅστις δὲ ἑτέρους δέδοικεν, δοῦλος ὤν λέληθεν», ὅποιος φοβᾶται τοὺς ἄλλους, καταλήγει δοῦλος τους, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει (ἀνεπαισθήτως).
Θυμήθηκα πάλι τὴ μάνα ποὺ καμάρωνε ἐν σπαραγμῷ τὸν ἥρωα γιό της. Γράφουν οἱ ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς, πὼς τότε οἱ μάνες οἱ Ρωμιές, ξεπροβόδιζαν τὰ παιδιά τους σὰν τὶς ἀρχαῖες Σπαρτιάτισσες: «Στὴν εὐχὴ τῆς Παναγίας καὶ μὲ τὴ νίκη».
Θὰ κλείσω τὸ κείμενο, μὲ μία παραπομπὴ σὲ κάτι ἐκπληκτικὸ ποὺ εἶχα διαβάσει παλαιότερα σ’ ἕνα περιοδικό. Εἶναι γραμμένο ἀπὸ ἑλληνομαθῆ Γερμανὸ συγγραφέα. Ἕνα εὐλαβικὸ μνημόσυνο στὶς μάνες τοῦ ’40, στὶς Ἑλληνίδες, ποὺ ἀνέβαζαν πολεμοφόδια στὴν Πίνδο, γιὰ νὰ τὰ πάνε σὲ κάτι παιδιὰ ποὺ «τριγύριζαν πάνω στὸ χιόνι μὲ τὶς χλαῖνες κοκαλιασμένες», στὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος.
Γύρω στὸ 1952 ἐπισκέπτεται τὴν Κρήτη. Γράφει:
«Ἕνα σούρουπο, καθὼς ὁ ἥλιος βασίλευε, πλησίασα τὸ γερμανικὸ νεκροταφεῖο. Ἦταν ἔρημο, μὲ μόνο σύντροφο τὶς τελευταῖες ἡλιαχτίδες. Ἔκανα ὅμως λάθος. Ὑπῆρχε ἐκεῖ μία ζωντανὴ ψυχή, μία μαυροφορεμένη ἡλικιωμένη γυναίκα. Μὲ μεγάλη μου ἔκπληξη τὴν εἶδα ν’ ἀνάβει κεριὰ στοὺς τάφους τῶν Γερμανῶν νεκρῶν τοῦ πολέμου καὶ νὰ πηγαίνει μεθοδικὰ ἀπὸ μνῆμα σὲ μνῆμα.
Τὴν πλησίασα καὶ τὴ ρώτησα:
– Εἶστε ἀπὸ δῶ;
– Μάλιστα
– Καὶ τότε γιατί τὸ κάνετε αὐτό; Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ σκότωσαν Κρητικούς.
Καὶ ἡ ἀπάντηση μόνο στὴν Ἑλλάδα θὰ μποροῦσε νὰ δοθεῖ.
– Παιδί μου, εἶπε, ἀπὸ τὴν προφορά σου, φαίνεσαι ξένος καὶ δὲν θὰ γνωρίζεις τί συνέβη ἐδῶ τὴν περίοδο 1941-1944. Ὁ ἄντρας μου σκοτώθηκε στὴ μάχη τῆς Κρήτης καὶ ἔμεινα μὲ τὸ μονάκριβο γιό μου. Μοῦ τὸν πῆραν οἱ Γερμανοὶ ὅμηρο τὸ 1943 καὶ πέθανε σὲ στρατόπεδο συγκέντρωσης στὸ Σαξενχάουζεν. Δὲν ξέρω ποῦ εἶναι θαμμένο τὸ παιδί μου. Ξέρω ὅμως πὼς ὅλα τοῦτα ἦταν παιδιὰ μιᾶς κάποιας μάνας σὰν κι ἐμένα. Καὶ ἀνάβω καὶ στὴ μνήμη τους, ἐπειδὴ οἱ μάνες τους δὲν μποροῦν νὰ ἔρθουν ἐδῶ κάτω. Σίγουρα μιὰ ἄλλη μάνα θὰ ἀνάβει τὸ καντήλι στὴ μνήμη τοῦ γιοῦ μου…»
Δημήτρης Νατσιὸς
δάσκαλος- Κιλκὶς
23/10/2008
Comments are closed.
Κοινοποιήστε: