Δεν έχει να κάνει με την ευστροφία, με την «ευφυή εξυπνάδα». Είναι πιο βαθύ κι έχει να κάνει με την ευφυΐα της υπόστασης. Την ευφυΐα που δεν αποβλέπει σε ίδιο κέρδος, αλλά παράγει το Είναι της ανθρώπινης κατάστασης. Αυτό είναι που λείπει. Κι έτσι βλέπουμε ανθρώπους αβαθείς, ανθρώπους μιας πρόθυμης, για κατάφαση, ευφυΐας, να διαχέουν το αβαθές στην κοινωνία. Δεν είναι μετριότητες. Δεν είναι φαιδροί. Δεν πρόκειται ποτέ να γίνουν γραφικοί, γνωρίζουν τον κίνδυνο. Και τον αποφεύγουν. Αλλ’ όμως είναι άνθρωποι αφανώς επιβλαβείς. Επειδή είναι πρόθυμοι στην κατάφαση, πρόθυμοι να προστρέξουν στο νεύμα της ισχυράς εξουσίας. Αρκεί να μετέχουν σ’ αυτήν. Και ακριβώς γι’ αυτό, λόγω της πρόθυμης κατάφασης δηλαδή, γίνονται αμείλικτοι με τους «άλλους». Τους απρόθυμους να στέρξουν σε άνωθεν θεάσεις του όλου βίου, που, χάριν διαχειρίσεως, τεμαχίζεται και επιμερίζεται σειραϊκά σε τρέχοντα και καθ’ έκαστα.
Οι απρόθυμοι σ’ αυτού του είδους την διαχείριση είναι πάντοτε εξοβελιστέοι. Επειδή είναι «εχθροί». Προσομοιάζουν (κατά ευκολία διαχείρισης), με τον «άλλο», τον «αντίπαλο». Και είναι τρομερό, το πώς ο φοβερός ιστός της εξουσίας μπορεί να εξαχνώσει την αντίρρηση, να εκτρέψει το ψυχικό έλλογο, το συναισθηματικό άλγος, σε ύποπτη αδικοπραξία. Αυτό συμβαίνει σε όλα τα συστήματα κοινωνικών ομαδόσεων, άλλως αποκαλούμενων και κοινωνικών μορφωμάτων. Εχθρός ποτέ δεν είναι η ομαδοποίηση γύρω από την ισχύ, εχθρός πάντοτε είναι η αποομαδοποίηση από την δράκα ισχύος. Και ο ιμάντας εχθρότητας είναι ακριβώς οι πρόθυμοι της κατάφασης. Οι απολύτως έντιμοι και πιστοί στο στρεβλό βέβαια σχήμα ενός τελικού παρόντος. Ενός παρόντος που προέρχεται από το παρόν, είναι παρόν και βαδίζει προς το παρόν. Ένα συμπαγές παράλογο με άλλα λόγια.
Ένα παράλογο που αυτοματικά βρίσκει «λογικές» λύσεις σε όλα τα επίδικα των λογικών νοημάτων, των ηθικών αιτημάτων και των αισθητικών επιδιώξεων. Και τις βρίσκει με απίστευτη ευκολία, γιατί απίστευτη είναι και η ευκολία κατάφασης σε οποιαδήποτε σκηνογραφική κατασκευή παρουσιάσει η εξουσιαστική ισχύς προκειμένου να αναπαραχθεί. Έτσι κι αλλιώς η ισχύς είναι αμοιβάδα. Δεν πολλαπλασιάζεται παρά μόνο με τον εαυτό της. Ακριβώς γι’ αυτό χρειάζεται τους πρόθυμους κουβαλητές που «τρέχουν» τον «εαυτό» της προκειμένου να συμβεί ο πολλαπλασιασμός.
Η κατάφαση ώστε. Μεγάλο πράγμα η κατάφαση. Άλλωστε, με την αντίρρηση σου λένε, δεν θα είχαν εξελιχθεί οι αμοιβάδες. Και σου το λένε αυτό… οι αμοιβάδες της προθυμίας. Που βέβαια μαζεύουν γύρω τους κατώτερα είδη αμοιβαδοποίησης σε ένα φριχτό πλέγμα εξουσιαστικής επώασης των αμοιβάδων. Καμιά κοινωνία δεν γλίτωσε απ’ αυτό. Αλλά και καμιά κοινωνία δεν υπήρξε που να μην θυσιάστηκε προκειμένου να γλυτώσει από τις αμοιβάδες της κατάφασης. Από τις αμοιβάδες ενός άρρητου εκφασισμού που καταστρέφει τους καθρέφτες για να μην μπορείς να αντικρίσεις τον μέγα εχθρό: τον εαυτό σου. Έτσι ώστε να τον φαντάζεσαι ως πεπρωμένο όλων.
Ακριβώς έτσι φαντασιώθηκαν τον εαυτό τους κι εκείνοι που ονειρευτήκαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Ήταν, βλέπεις, πολύς, απίστευτα πολύς ο διαιρετέος πληθυσμός. Μεγάλη ανάγκη. Κι αμέσως πλακώσανε οι διαιρέτες. Πλακώσανε πρόθυμοι διαιρέτες τιποτένιων διαιρέσεων. Διαιρέτες της κατάφασης στην εξουσία. Εκάς το όλον. Βέβηλο το στάγδην. Κι ο κόσμος να σφάζεται. Κι εσύ να φοβάσαι να πεις «σκιάς όναρ άνθρωπος» γιατί παραμονεύει ο αβαθής άνθρωπος της κατάφασης.
Αυτό γίνεται.
Πηγή Η αβαθής κατάφαση
Κοινοποιήστε: