Ο Διάλογος περί οικειοθελούς υποτέλειας του Ετιέν ντε Λα Μποετί εκδόθηκε στη Γαλλία το 1576, ενώ μαίνονταν οι θρησκευτικοί πόλεμοι μετά τη σφαγή των Ουγενότων τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου και έχει ταξινομηθεί ως ένα από τα πολλά φυλλάδια κατά της μοναρχίας και υπέρ του δικαιώματος της εξέγερσης κατά του τυράννου. Στην πραγματικότητα, το έργο του Γάλλου διανοούμενου αποτελεί μια ολοκληρωμένη σκέψη επικεντρωμένη σε ένα θέμα που του φαίνεται παράδοξο: την παθητική αποδοχή της κυριαρχίας από την πλευρά των ανθρώπων, δηλαδή την «οικειοθελή υποτέλεια». «Όχι, δεν είναι καλή η εντολή των πολλών· ένας είναι ο αρχηγός, ένας ο βασιλιάς». Με αυτόν τον τρόπο ο Οδυσσέας, σύμφωνα με τη διήγηση του Ομήρου, απευθύνθηκε στη συνέλευση των Ελλήνων. Αν είχε σταματήσει στη φράση «δεν είναι καλή η εντολή των πολλών» δεν θα μπορούσε να έχει πει καλύτερο πράγμα. Και αν ήθελε να φανεί ακόμα πιο μυαλωμένος, έπρεπε να προσθέσει πως η κυριαρχία των πολλών δεν μπορεί να είναι φρόνιμη δεδομένου πως η εξουσία ενός μόνο, από τη στιγμή που θα λάβει τον τίτλο του αρχηγού, είναι τρομερή και αντίθετη με τη λογική· αντιθέτως, όμως, ο ήρωας μας καταλήγει λέγοντας: «ένας είναι ο αρχηγός, ένας ο βασιλιάς».
Ωστόσο πρέπει να συγχωρήσουμε τον Οδυσσέα γι’ αυτή του την κουβέντα επειδή εκείνη τη στιγμή τού ήταν απαραίτητη για να ηρεμήσει την εξέγερση του στρατού, προσαρμόζοντας, πιστεύω, τα λόγια του περισσότερο στη συγκυρία παρά στην αλήθεια. Όμως, με κάθε ειλικρίνεια, πρέπει να θεωρείται τρομακτική κακοτυχία να υπόκειται κανείς σε έναν κύριο για τον οποίο να μην μπορεί ποτέ να πει με βεβαιότητα αν είναι καλός, επειδή είναι πάντα υπό τον έλεγχό του το να είναι φαύλος σύμφωνα με τη δική του θέληση- και όσο περισσότερα αφεντικά υπάρχουν τόσο περισσότεροι κακότυχοι βρίσκονται.
Όμως τώρα δεν θέλω να υπεισέλθω στο ερώτημα για το οποίο γίνεται ο περισσότερος λόγος, αν οι άλλοι τρόποι να διοικεί κανείς τα δημόσια πράγματα είναι καλύτεροι από τη μοναρχία. Αν έπρεπε να αναφερθώ σε αυτό, πριν συζητήσω σε ποιο επίπεδο θα έπρεπε να τοποθετηθεί η μοναρχία μεταξύ των διαφόρων τύπων διακυβέρνησης, θα προβληματιζόμουν εάν αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί τέτοια, δεδομένου πως μου φαίνεται δύσκολο να πιστέψω πως υπάρχει κάτι δημόσιο σε μια κυβέρνηση όπου όλα ανήκουν μόνο σε έναν. Όμως ας κρατήσουμε τη συζήτηση πάνω σε αυτό το πρόβλημα για μια άλλη στιγμή, επειδή θα απαιτούσε ξεχωριστό χειρισμό και θα σερνόταν πίσω από κάθε είδους πολιτική διαμάχη. Προς ώρας θα ήθελα μόνο να κατανοήσω γιατί τόσο πολλοί άνθρωποι, τόσα πολλά χωριά και πόλεις, τόσα έθνη υπομένουν κάποιες φορές έναν τύραννο που δεν έχει καμία δύναμη εκτός από αυτήν που του δίνεται, δεν έχει δύναμη να βλάψει, εκτός και αν τον ανεχθούν, και δεν θα μπορούσε να κάνει κακό σε κάποιον, παρά μόνο στην περίπτωση που θα προτιμούσαν να τον ανεχθούν, αντί να τον ανακρούσουν.
Είναι ένα γεγονός πραγματικά απίστευτο και ταυτόχρονα κοινό, εφόσον υπάρχουν περισσότερα πράγματα για να επικρίνει κανείς παρά για να θαυμάσει, να βλέπει εκατομμύρια ανθρώπους υποδουλωμένους σε αθλιότητα, να είναι με σκυμμένο κεφάλι κάτω από έναν ντροπιαστικό ζυγό όχι λόγω ανωτέρας βίας, αλλά επειδή μοιάζουν γοητευμένοι και σχεδόν μαγεμένοι και μόνο από το όνομα ενός, τη δύναμη του οποίου δεν θα έπρεπε να φοβούνται, δεδομένου πως πρόκειται ακριβώς για ένα μόνο πρόσωπο, ούτε θα έπρεπε να τον αγαπούν, εφόσον τους συμπεριφέρεται με τρόπο εντελώς απάνθρωπο και βίαιο. Εμείς οι άνθρωποι είμαστε τόσο αδύναμοι που συχνά πρέπει να υπάκουμε στη δύναμη· σε αυτή την περίπτωση, είναι απαραίτητη να κερδίσουμε χρόνο, εφόσον δεν μπορούμε πάντα να είμαστε ανάμεσα στους πιο δυνατούς. Κατά συνέπεια ένα έθνος είναι αναγκασμένο με τη δύναμη των οπλών να τεθεί κάτω από έναν, όπως η πόλη των Αθηνών στους τριάντα τυράννους, δεν χρειάζεται να εκπλήσσεται κανείς με την υποτέλειά του, αλλά να συμπάσχει ή, πιο σωστά ούτε να εκπλήσσεται ούτε να θρηνεί, αλλά να υπομένει τη συμφορά με εγκαρτέρηση και να προετοιμάζεται για μία καλύτερη συνθήκη στο μέλλον. Η ανθρώπινη φύση είναι φτιαγμένη με τέτοιον τρόπο που οι υποχρεώσεις της φιλίας απορροφούν μεγάλο μέρος, της ζωής μας. Είναι απολύτως δικαιολογημένο να αγάπα κανείς την αρετή, να εκτιμά τις καλές πράξεις, να είναι ευγνώμων για το καλό που λαμβάνει και κάποιες φορές να βάζει και ένα όριο στην ευημερία του για να αυξήσει τα προνόμια και τα οφέλη αυτών που αγαπά και που κι αξίζουν. Πάντως, παραδεχόμαστε πως οι κάτοικοι μιας χώρας καταφέρνουν να βρουν μία από αυτές τις μεγάλες προσωπικότητες που δίνει αποδείξεις μεγάλης προφητείας την οποία να εμπιστευθούν, μεγάλου θάρρους για την υπεράσπισή τους, μεγάλης φροντίδας για να μπορέσει να τους κυβερνήσει.
Αν σε κάποια ορισμένη στιγμή έχουν την άνεση να τον υπακούουν και τον εμπιστεύονται τόσο ώστε να του αναγνωρίσουν μια κάποια υπεροχή, δεν ξέρω αν είναι συνετή πράξη να τον βγάλουν από εκεί που έκανε καλό για να τον βάλουν σε μια θέση όπου θα μπορούσε να κάνει κακό· σε κάθε περίπτωση, μας βγαίνει φυσικά να τον θέλουμε χωρίς να φοβόμαστε ότι θα μας κάνει ποτέ κακό. Αλλά, θεέ μου, τι κατάσταση είναι αυτή; Πώς να την εξηγήσεις;
Ποιο αίσχος, ποιο ελάττωμα, ποιο αισχρό ελάττωμα το θέλει έτσι ώστε να βλέπουμε άπειρους ανθρώπους όχι μόνο να υπακούουν αλλά και να υπηρετούν, να μην κυβερνώνται αλλά να τυράννιουνται σε τέτοιον βαθμό που να μην κατέχουν πλέον ούτε αγαθά ούτε παιδιά ούτε γονείς ούτε καν την ίδια τους τη ζωή; Τους βλέπουμε να υποφέρουν ληστείες, λεηλασίες, σκληρότητα, όχι από έναν στρατό ή μια ορδή βαρβάρων ενάντια στην οποία θα έπρεπε να υπερασπιστούν τη ζωή τους με τίμημα το ίδιο τους το αίμα, αλλά εξαιτίας ενός μόνο ανθρώπου, και όχι ενός Ηρακλή ή ενός Σαμψών, αλλά κάποιου που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ο πιο μαλθακός και θηλυπρεπής ολόκληρου του έθνους, που ουδέποτε έχει δοκιμαστεί στον κουρνιαχτό μιας μάχης ή ενός αγώνα-όχι μόνο ανίκανος να επιβληθεί στους άντρες, αλλά ούτε να εξυπηρετήσει την πιο αμελητέα γυναικούλα. Είναι, λοιπόν, αδυναμία όλο αυτό; θα ονομάσουμε δειλούς και άνανδρους όλους εκείνους που το έχουν υποστεί; Είναι παράξενο, δύο, τρία ή τέσσερα άτομα να αφήνονται να νικηθούν από έναν, ωστόσο μπορεί να συμβεί· σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να πει κανείς πως έχασαν το κουράγιο τους. Όμως, αν εκατό, χίλια άτομα αφεθούν να καταπιεστούν από έναν μόνο ποιος θα τολμήσει ακόμα και να μιλήσει για δειλία, για φόβο να συγκρουστούν μαζί του, αντί να επιβεβαιώσει πως πρόκειται για έλλειψη θέλησης και για μεγάλο ξεπεσμό; Και αν βλέπουμε όχι εκατό ή χίλια άτομα, αλλά εκατό χωριά, χίλιες πόλεις, εκατομμύρια ανθρώπους που δεν κάνουν τίποτα για να επιτεθούν και να συντρίψουν εκείνον που τους αντιμετωπίζει στην καλύτερη περίπτωση ως υπηρέτες και δούλους, πώς μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ένα τέτοιο γεγονός; Πάλι πρόκειται για δειλία; Όμως, σε όλα τα ελαττώματα υπάρχουν όρια πέρα από τα οποία κανείς δεν μπορεί να πάει- δύο άνθρωποι, ακόμα και δέκα, μπορούν να φοβούνται έναν.
Αλλά εάν χίλια άτομα, τι λέω, χίλιες πόλεις δεν υπερασπίζουν τους εαυτούς τους από έναν μόνο, αυτό δεν είναι δειλία, δεν μπορούν να θεωρηθούν δειλοί στο σημείο αυτό, όπως αντίστοιχα το να έχει κανείς κουράγιο δεν σημαίνει πως θα πρέπει να βαλθεί μόνος του να κατακτήσει ένα φρούριο, να επιτεθεί σε έναν στρατό, να κατακτήσει ένα βασίλειο! Τι είδους ελάττωμα είναι, λοιπόν, αυτό που δεν αξίζει ούτε το όνομα της δειλίας, που κανείς δεν καταφέρνει να το αξιολογήσει με όρους αρκούντως αξιοκαταφρόνητους· που η ίδια η φύση το αποδοκιμάζει και το λεξιλόγιο αρνείται να κατονομάσει; Βάζει κάποιος πενήντα χιλιάδες άντρες οπλισμένους απο τη μια και την άλλη πλευρά· παρατάσσονται για τη μάχη και πολεμούν μεταξύ τους, οι μεν για την ελευθερία τους, οι δε για να τη στερήσουν από τους πρώτους. Σε ποιους είναι πιθανότερο να πάει η νίκη; θα είναι πιο θαρραλέοι στη μάχη εκείνοι που ελπίζουν πως θα έχουν ως βραβείο τη διατήρηση της ελευθερίας τους ή αυτοί που ως ανταμοιβή για τους ξυλοδαρμούς που έδωσαν και υπέστησαν δεν θα έχουν τίποτε άλλο παρά το να κάνουν δούλους κάποιους άλλους;
Οι πρώτοι έχουν πάντα μπροστά στα μάτια τους την ευτυχία του παλιού καιρού και την προσμονή μιας ζωής εξίσου ευτυχισμένης στο μέλλον δεν τους απασχολούν οι τραυματισμοί στη διάρκεια της μάχης, αλλά περισσότερο σκέφτονται όλα αυτά που θα υποστούν για πάντα οι ίδιοι, τα παιδιά τους και όλοι οι απόγονοί τους. Οι άλλοι, αντίθετα, δεν έχουν τίποτα να τους δώσει ώθηση παρά μόνο ένα ψήγμα απληστίας που εξαφανίζεται αμέσως μπροστά στον κίνδυνο- σε κάθε περίπτωση, το θάρρος τους σταματά στη θέα της πιο μικρής σταγόνας αίματος που μόλις έχει ξεκινήσει να κυλά από μια πληγή. Ας σκεφτούμε τις διάσημες μάχες του Μιλτιάδη, του Λεωνίδα, του Θεμιστοκλή, που έγιναν δύο χιλιάδες χρόνια πριν, αλλά ακόμα και σήμερα είναι τόσο ζωντανές στη μνήμη των βιβλίων και των ανθρώπων σαν να έγιναν χθες, και διεξήχθησαν στην Ελλάδα για το καλό των Ελλήνων, αλλά και ως παραδείγματα για όλο τον κόσμο. Ας αναρωτηθούμε, λοιπόν: από πού προέρχεται σε τόσο λίγους άντρες, όσοι ήταν εκείνα τα χρόνια οι Έλληνες, δεν θα πω η δύναμη, αλλά το θάρρος να αποκρούσουν στόλους τόσο ισχυρούς και πολυάριθμους που γέμιζαν τη θάλασσα, και να νικήσουν τόσα και τόσα έθνη, οι στρατοί των οποίων είχαν περισσότερους στρατηγούς απ’ όσοι ήταν οι Έλληνες στρατιώτες όλοι μαζί;
Κατά τη γνώμη μου, μόνο από το γεγονός πως σε αυτές τις ένδοξες μέρες δεν δινόταν απλώς μια μάχη των Ελλήνων ενάντια στους Πέρσες, αλλά λάμβανε χώρα η νίκη της ελευθερίας ενάντια στην τυραννία, της απελευθέρωσης ενάντια στην καταπίεση. Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο να βλέπει κανείς το θάρρος που δίνει η ελευθερία στην ψυχή αυτών που την υπερασπίζονται- αλλά αυτό που συμβαίνει σε όλες τις χώρες, ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους, κάθε μέρα, δηλαδή ένας μόνο να καταπιέζει εκατό, χίλια άτομα και να τους στερεί την ελευθερία τους, ποιος θα μπορούσε ποτέ να το πιστέψει εάν ήταν απλώς μια είδηση που φτάνει στα αυτιά μας και δεν συμβαίνει, αντίθετα, μπροστά στα μάτια μας; Και αν αυτό συνέβαινε σε χώρες μακρινές και κάποιος ερχόταν και μας το διηγιόταν, ποιος από εμάς δεν θα σκεφτόταν πως πρόκειται για καθαρή επινόηση; Πρέπει επίσης να προστεθεί ότι δεν χρειάζεται να πολεμήσουμε αυτόν τον τύραννο, για να τον βγάλουμε από τη μέση- θα εκπέσει από μόνος του, αρκεί ο λαός να μη δέχεται πλέον να τον υπηρετεί. Το θέμα δεν είναι να του αφαιρεθούν πράγματα, αλλά να μην του αποδίδεται τίποτα-δεν χρειάζεται η χώρα να πιεστεί για να κάνει κάτι για το καλό της, αρκεί να μην κάνει τίποτα επιζήμιο.
Επομένως, οι ίδιοι οι λαοί είναι αυτοί που αφήνονται ή, πιο σωστά, δέχονται να αλυσοδεθούν, αφού με μια απλή άρνηση υποταγής θα απελευθερώνονταν από κάθε δεσμό- είναι ο ίδιος ο λαός αυτός που τίθεται υπό, που κόβει τον λαιμό του μόνος του και ενώ μπορεί να επιλέξει στην ανάμεσα στην υποτέλεια και την ελευθερία, αρνείται την ανεξαρτησια του, βάζει τον λαιμό του στον ζυγό, αποδέχεται το κακό του, αν δεν το προκαλεί. Αν κόστιζε κάτι το να ανακτήσει την ελευθερία του, δεν θα συνέχιζα να τον παροτρύνω ακόμα και αν έπαιρνε πίσω τα φυσικά του δικαιώματα και από κτήνος ξαναγινόταν άνθρωπος, θα έπρεπε αυτό να βρίσκονται όσο πιο κοντά γίνεται στην καρδιά του Ωστόσο, δεν θέλω να απαιτήσω από αυτόν ένα τέτοιο θάρρος· του επιτρέπω επίσης να προτιμά μια ζωή με το δικό του κριτήριο, σίγουρη αν και μίζερη, από μια αβέβαιη ελπίδα σε μια καλύτερη κατάσταση. Όμως αν, για να έχει την ελευθερία του, αρκεί να την ποθήσει με μια απλή έκφραση επιθυμίας, θα βρίσκεται άραγε στον κόσμο ένας λαός που θα τη θεωρεί υπερβολικά πολύτιμη για να μπορεί να την επιτύχει με μια επιθυμία; Μπορεί να υπάρξει ένας λαός που δεν θα έχει τη διάθεση να πάρε: πίσω ένα αγαθό το οποίο θα πρέπει να εξαγοράσει με το ίδιο του το αίμα, ένα αγαθό η απώλεια του οποίου κάνει τη ζωή ανυπόφορη και τον θάνατο επιθυμητό, τουλάχιστον για όποιον διαθέτει ελάχιστη έστω αξιοπρέπεια;
Όπως η φωτιά που από μια μικρή σπίθα γίνεται όλο και μεγαλύτερη και όσο βρίσκει ξύλο τόσο περισσότερο καίει, αλλά σβήνει μόνη της, ακόμα και χωρίς να της πετάξει κανείς νερό, απλώς με το να μην τροφοδοτείται, έτσι και οι τύραννοι όσο περισσότερο λεηλατούν και απαιτούν, όσο καταστρέφουν και έχουν πλήρη ελευθερία, τόσο περισσότερο εκμεταλλεύονται την κατάσταση και γίνονται ισχυροί, δυνατοί και διατεθειμένοι να καταστρέφουν τα πάντα- όμως εάν δεν πιστεύει κανείς στην επιθυμία τους, εάν κανείς δεν τους δώσει την υποταγή του τότε, χωρίς την παραμικρή μάχη, χωρίς πλήγματα, μένουν απογυμνωμένοι και αδύναμοι, ένα τίποτα, όπως ένα δέντρο που όταν δεν τραβά πλέον τους ζωτικούς χυμούς από τις ρίζες του, ξεραίνεται και πεθαίνει.
Διάλογος περί οικειοθελούς υποτέλειας, A’ Ειιέν ντε Λα Μποετί, Discorso sulta servitu volontaria, επιμέλεια L. Geninazzi, Jaca Book, Μιλάνο -1979
Κοινοποιήστε: