Χρήστος Ξανθάκης
Θέλοντας και μη για εμφύλιο το πάμε σ’ αυτή τη χώρα! Μα για τα ποδοσφαιρικά, μα για τα κομματικά, μα για τα εθνικά, το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο μυαλό είναι ν’ αρπάξουμε το κουμπούρι και να την…
ανάψουμε στον απέναντι. Δίχως να σκεφτούμε ούτε στιγμή ποιος και τι θα κερδίσει από τις πράξεις μας, δίχως να αναρωτηθούμε σε τι λάκκο πέφτουμε, δίχως να προβληματιστούμε γιατί μας δείχνουν με το δάχτυλο και χαίρονται κάποια παλικάρια από τη βαλκανική τη γειτονιά μας…
Και φυσικά, θ’ άνοιγε κουβέντα εμφυλίου για το Μακεδονικό! Με πρώτους πρώτους στη φιλολογία, κάτι παιδάκια που παριστάνουν ότι λιποθυμάνε βλέποντας τη σημαία και το σταυρό. Και ουρλιάζουν για τη γοργόνα την αδερφή του Μεγαλέξανδρου, ενώ το μόνο που ονειρεύονται είναι να μεγαλώσουν και να τρέχουν για γκομενάκια στο καζίνο, στη Γευγελή. Αυτά τα πλάσματα ονειρεύονται συγκρούσεις εμφυλιοπολεμικές, συνεπικουρούμενα από σχολιαστές της επικαιρότητας που γυαλίζει το ματάκι τους. Από συναίσθημα ή από ληγμένα, δεν ξέρω να σας πω.
Επειδή όμως κάποιοι εξ ημών τον έχουμε ζήσει τον εμφύλιο στο πετσί μας, θεωρώ χρέος μου να επαναλάβω εδώ ένα παλαιότερο κείμενό μου για τον εμφύλιο και τις επιπτώσεις του. Καλή ανάγνωσή!
Στο σπίτι μας δεν μιλάγαμε για τον εμφύλιο. Και είχαμε κάθε λόγο να παραμένουμε σιωπηλοί. Η οικογένεια, βλέπετε, μέτραγε θύματα, πόνο, βία κι από τις δυο πλευρές. Την δεξιά και την αριστερά. Ή μάλλον, να το πω καλύτερα, την πατριωτική και την προοδευτική. Όπως αποκαλούσαν οι ίδιες τους εαυτούς τους.
Εξηγούμαι για να αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις. Τον παππού μου τον Χρήστο, που φέρω το όνομά του, τον δολοφόνησαν εν μέσω εμφυλίου κάτι κατσαπλιάδες που παρίσταναν τους κομμουνιστές. Τον συνέλαβαν κουτουρού, μαζί με κάτι άλλους άσχετους και τους έκλεισαν σε μια εκκλησία. Το βράδυ έριξε χιόνι, σηκωθήκαν οι φρουροί και φύγανε. Μαζεύτηκαν οι έγκλειστοι, είδαν τι γίνεται, «άντε να το σκάσουμε». Όλοι εκτός απ’ τον παππού μου. «Εγώ δεν πάω πουθενά», τους είπε. «Δεν έχω κάνει τίποτε, ποιος θα με πειράξει;» Τον σκότωσαν την άλλη μέρα το πρωί με τους υποκόπανους από τα ντουφέκια. Για να μην ξοδεύουν σφαίρες. Μέσα στην τρέλα τους, γιατί τους είχαν ξεφύγει οι αιχμάλωτοι.
Ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου ο Αρχοντής ήταν ΕΠΟΝίτης, ιδεολόγος κομμουνιστής στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης. Τον μπουζουριάσανε, τον κλείσανε Γεντί Κουλέ, του σπάσανε όλα τα πλευρά. Τον πηγαίνανε για εκτέλεση, αλλά μπήκε στη μέση ο αδερφός του ο Θρασύβουλος που μόλις είχε τελειώσει την Ευελπίδων. Εγγυήθηκε, τον βγάλανε, τον ντύσανε αμέσως στο χακί και τον στείλανε στο Γράμμο να πυροβολάει τους ΕΑΜίτες. Πλάι στον αδερφό του τον Ηλία, που έφαγε μια σφαίρα και πέθανε. Προς τιμή του ο πατέρας μου βάφτισε Ηλία τον αδερφό μου.
Αυτά τα λίγα ξέρω, αυτά κατόρθωσα να αποσπάσω από τα αμίλητα χείλη της γιαγιάς μου και του πατέρα μου. Καμία όρεξη δεν είχα να μου πουν τίποτε παραπάνω, να ξαναζήσουν τις τραγωδίες τους. Η γιαγιά μου έμεινε χήρα και άφραγκη με δυο πιτσιρίκια του δημοτικού, ο πατέρας μου μέτρησε τριανταπέντε χρόνια στο άγχος και στο φόβο ότι ανά πάσα στιγμή θα επέστρεφε στη φυλακή. Δεν έπαψε ποτέ του να είναι αριστερός, όπως δεν έπαψε ποτέ η γιαγιά μου να είναι δεξιά. Κι η μάνα μου με μένα και το αδερφό μου στη μέση, να προσπαθούμε να καταλάβουμε τι συνέβη. Τι μας συνέβη.
Οπότε δεν θέλω ούτε εγώ να μιλήσω για τον εμφύλιο. Ούτε να τον ζήσω, θέλω. Πέρασαν από πάνω μου οι στάχτες του και ήταν κάτι παραπάνω από αρκετές. Θα συμβούλευα απλώς τα παιδάκια που επικαλούνται τώρα το φάντασμα του εμφυλίου, να μετράνε τα λόγια τους πριν ανοίξουν το στόμα τους. Έχει μιλήσει το αίμα πριν απ’ αυτούς…
newpost.gr
Comments are closed.
Κοινοποιήστε: