Εμείς οι ζωντανοί. Εμείς οι τυχεροί. Εμείς οι ευλογημένοι. Ζούμε κάθε μέρα από θαύμα και επιβιώνουμε από καθαρή τύχη.
Ξεγλιστράμε από…
τον θάνατο σαν σκανταλιάρικα παιδιά που έκαναν πάλι κοπάνα. Μία λάθος στροφή στον δρόμο, η επιλογή να ταξιδέψεις με τρένο και όχι με λεωφορείο, το μετρό που έχασες στο τσακ και τώρα αναγκαστικά θα πάρεις το επόμενο. Ολα αυτά μοιάζουν με ανώδυνες λεπτομέρειες, που το πολύ πολύ να σε κάνουν να καθυστερήσεις στη δουλειά ή στο ραντεβού σου.
Κι όμως. Η ζωή μοιάζει με ένα απέραντο επιτραπέζιο παιχνίδι που αν ρίξεις τη λάθος ζαριά, μπορεί ξαφνικά να χάσεις τα πάντα. Κι αν δεν το ξέραμε τόσον καιρό, τώρα το εμπεδώσαμε για τα καλά. Αυτό που διαχωρίζει τους ζωντανούς από τους επιζώντες είναι ότι οι δεύτεροι έχουν περάσει μπροστά απ’ το κατώφλι του θανάτου και για κάποιον λόγο δεν έγιναν δεκτοί και γύρισαν πίσω. Αυτή η βόλτα, αυτό το «πήγα κι ήρθα» που έλεγαν οι παλιοί, σε κάνει αν όχι πιο σοφό, τουλάχιστον πιο υποψιασμένο. Λες και ξαφνικά κάποιος σου τράβηξε με δύναμη την κουρτίνα από το εργάκι που έβλεπες τόσα χρόνια και είδες πρώτη φορά ότι πίσω από τα εκτυφλωτικά φώτα και τα λαμπερά κοστούμια υπάρχουν τεχνικοί που τρέχουν πανικόβλητοι, ένας τύπος που κοιμάται στο βάθος, πεταμένα πράγματα, σκόνη, ακαταστασία και χάος.
Υστερα από τα όσα φριχτά συνέβησαν στις φονικές πυρκαγιές της Ανατολικής Αττικής, η αλαζονεία των ζωντανών και η ταπεινότητα των επιζώντων συναντήθηκαν πρώτη φορά. Και είναι ίσως η πρώτη φορά στην ιστορία και στην υστερία της μεταπολεμικής Ελλάδας που συνειδητοποιήσαμε, όλοι με τον χειρότερο τρόπο, πόσο αναλώσιμοι είμαστε και πόσο συμπτωματική είναι τελικά η ίδια η ύπαρξή μας.
Με όλα όσα είδαμε, ακούσαμε, βιώσαμε αυτές τις μέρες, είναι σαν να κάναμε προεπισκόπηση θανάτου. Του δικού μας και των αγαπημένων μας. Αυτό το καλοκαίρι έχει κάτι από χειμώνα. Εύθραυστοι και εύφλεκτοι Εδώ δεν χωράνε μαγκιές. Δεν μπορείς να σκεφτείς χαιρέκακα «ο φραγκάτος που ‘χει λεφτά για ταξιδάκια στο εξωτερικό έπεσε με το αεροπλάνο ή οι τρομοκράτες χτύπησαν το Παρίσι την ώρα που αυτός έβγαζε selfie μπροστά από τον Πύργο του Αϊφελ». Και σπίτι να μην είχες στο Μάτι, μέσα στην ηρεμία και στα πεύκα, εντός ή εκτός σχεδίου -για να θυμώνει κι ο Καμμένος-, θα μπορούσες κάλλιστα να είχες πάει για μπάνιο εκεί. Ηταν κοντά, ήταν ωραία, ήταν προσβάσιμα.
Γι’ αυτό ακριβώς δεν μπορείς να προσπεράσεις αυτές τις ειδήσεις με υπεροπτική ανακούφιση και σλόγκαν «μακριά από μας κι όπου θέλει ας πάει». Αυτή η φωτιά έκαψε την ψυχή σου για πολλούς λόγους. Φίλοι, γνωστοί, συγγενείς, αγνοούμενοι, σπίτια, σκυλιά, κόσμοι ολόκληροι. Μία μαζική αποτέφρωση σε μία χώρα που απαγορεύει τις αποτεφρώσεις και αρέσκεται στις κηδείες-υπερπαραγωγή. Bλέπεις τις χαμογελαστές φωτογραφίες των νεκρών, ακούς τις ανατριαχιαστικές μαρτυρίες των επιζώντων και λυγίζεις. Κλαις σαν να έχασες δικούς σου ανθρώπους. Κι αυτό προέρχεται από την ισοπεδωτική συνειδητοποίηση της θνητότητας. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να έχουμε καεί κι εμείς σε τέτοιο σημείο που θα είχαν λιώσει τα δακτυλικά μας αποτυπώματα. Τόσο εύθραυστοι και τόσο εύφλεκτοι είμαστε. Μία εβδομάδα πριν από την πυρκαγιά είχα πάει στο Μάτι με έναν φίλο μου. Περάσαμε με το αυτοκίνητο, δεν μας άρεσε πολύ και καταλήξαμε στην παραλία του Μαραθώνα.
Τώρα πια σκέφτομαι ότι οι ίδιοι ηλικιωμένοι που είδαμε να κατευθύνονται στη θάλασσα με τα φορητά τους καρεκλάκια ήταν εκείνοι που μία εβδομάδα αργότερα θα έτρεχαν πανικόβλητοι για να σωθούν. Μια πολύ προσωπική συμφορά Το εθνικό πένθος έχει πολλά κοινά στοιχεία με το ατομικό: όσο κρυώνει το τραύμα τόσο πιο επώδυνο γίνεται. Και όταν μιλάμε για το πανελλήνιο μετατραυματικό σοκ ενός τέτοιου Ολοκαυτώματος σε καιρό ειρήνης και σε εποχή θέρους, ξέρουμε ότι κανείς δεν νιώθει πλέον ασφαλής πουθενά. Ενας αγαπημένος μου φίλος το σπίτι του οποίου κάηκε στον Νέο Βουτζά, ενώ η γειτόνισσά του παγιδεύτηκε και κάηκε με τα δύο της παιδιά στο γκαράζ του δικού της σπιτιού, μου είπε ότι αν και εξουθενωμένος από όλα τα κουβαλήματα και τη γραφειοκρατία, άρχισε να βάφει τον τοίχο του διαμερίσματός του στην Αθήνα. Ισως ήταν η ανάγκη του να φροντίσει κάτι που θεωρεί ακόμη γερό και στέρεο στη ζωή του. Και φυσικά ήταν και ένας τρόπος αποσυμφόρησης, κάνοντας κάτι μηχανικό, προσπαθώντας να αδειάσει το μυαλό του από τόσο πόνο και θάνατο.
Ο Ελληνας πάντα πίστευε ότι το θαλασσινό νερό μπορεί να ξεπλύνει τα πάντα κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής του άδειας. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο σε ολόκληρο τον κόσμο, ο Ελληνας κάθε χρόνο τέτοια εποχή κατέβαζε ρολά και διακόπτες και «ραντεβού τον Σεπτέμβρη». Αυτό το καλοκαίρι όμως διαφέρει από όλα τ’ άλλα. Λες και το θαλασσινό νερό στέρεψε κι απέμεινε το αλάτι να καίει τις ολόφρεσκιες πληγές μας. Τα δίδυμα κοριτσάκια που πέθαναν αγκαλιά με τον παππού και τη γιαγιά. Το βρέφος που έκλαιγε διαρκώς ενώ η μητέρα του προσπαθούσε να το θηλάσει μέσα στη θάλασσα και τελικά δεν κατάφερε να ζήσει. Μία κοπέλα που βρέθηκε απανθρακωμένη μέσα στο μπάνιο της με το χέρι ακόμη να κρατάει πάνω από το κεφάλι της το «τηλέφωνο» του ντους. Μία γυναίκα που δεν είχε παιδιά, αλλά είχε αγκαλιά τον τρομαγμένο σκύλο της μέσα στη θάλασσα. Σε όποια κατηγορία κι αν ανήκεις, την είδες εικονογραφημένη να παλεύει με τις φλόγες. Είδες μία εκδοχή του εαυτού σου χωρίς παπούτσια και υπάρχοντα, αναμαλλιασμένο, αβοήθητο και τρομοκρατημένο.
Κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορείς να ξεχάσεις. Η συμφορά παραείναι προσωπική για να αλλάξεις κανάλι. Εμείς οι ζωντανοί Ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι όσο καλός χριστιανός κι αν είσαι, όσα «Πάτερ ημών» κι αν λες την ημέρα, όσα λεφτά κι αν έχεις ξοδέψει στην ψυχοθεραπεία, όσο κι αν τα ‘χεις βρει με τον εαυτό σου κτλ, κτλ, κτλ, μπορείς κάλλιστα να βρεθείς τη λάθος στιγμή στον λάθος τόπο. Και κάπως έτσι, «εμείς οι ζωντανοί» δεν κυκλοφορούμε πια με την αλαζονεία της αθανασίας. «Μας βοήθησε ο Θεός και σωθήκαμε» λένε ανακουφισμένοι κάποιοι επιζώντες. Από τη μία χαίρεσαι γι’ αυτούς τους ανθρώπους, κι από την άλλη λυπάσαι για όλους τους υπόλοιπους. Εκείνους δηλαδή, δεν τους βοήθησε ο δικός τους Θεός;
Υπάρχει αυτό το αφόρητο κλισέ, το «η ζωή είναι μικρή, ζήσε την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία». Αλλη παγίδα από κει, που έχει μετατρέψει τους περισσότερους σε ντοπαρισμένους πρωταθλητές που τρέχουν να προλάβουν, να κατακτήσουν, να αποδείξουν, να θριαμβεύσουν. Στην πραγματικότητα οφείλουμε να ζούμε την κάθε ημέρα σαν να είναι η πρώτη. Με την ίδια απορία απέναντι στα πράγματα. Σαν σαστισμένα παιδιά που δεν πρόλαβαν να φιλοσοφήσουν το «μεγάλο φινάλε».
Κι όπως είπε και μία 70χρονη γυναίκα: «Κάποια στιγμή ήρθε η ηρεμία. Η αποδοχή του θανάτου.
Επέζησα μέσα στη θάλασσα, αναπνέοντας μέσα από τις σχισμές του βράχου, μαζί με τους αχινούς. Το σπίτι κάηκε, αλλά εντάξει. Γυρνάμε σελίδα. Το ότι απέξω δεν υπάρχει κηδειόσημο είναι πάρα πολύ σημαντικό». Είμαστε όλοι καλά.
Είμαστε όλοι καλά; Πόσοι από εμάς είμαστε καλά; Ας μετρηθούμε…
Αστερόπη Λαζαρίδου
Πηγή Είμαστε όλοι καλά;…
Κοινοποιήστε: