Είχα ακούσει το όνομα, αλλά καθώς δεν ήταν μέλος της dream team της Επανάστασης, άρα ούτε πολύ γνωστός, δεν του έδωσα και πολλή σημασία. Ήξερα απλά πως ήταν κληρικός, πολύ πριν το 1821. Ομολογώ πως για αρκετόν καιρό τον είχα ξεχάσει.
Ψάχνοντας κάτι άλλο στο internet, έπεσα και πάλι πάνω στο όνομά του. Θεία φώτιση; Άκρατη περιέργεια; Απλή βαρεμάρα; Όπως και να έχει, έψαξα να δω ποιος ήταν τελικά.
Ο Διονύσιος Β’ καταγόταν από πλούσια οικογένεια, ο Μητροπολίτης Αθηναγόρας μάλιστα, θεωρεί πως συγγένευε με τους Καντακουζηνούς. Το πιθανότερο είναι πως κατάγεται από τη Θεσπρωτία. Αποφάσισε να ακολουθήσει τον κλήρο – δεν στάθηκε δυνατό να μάθω τους λόγους αυτής της απόφασης. Αργότερα πάντως έγινε μοναχός. Έζησε στην Πάδοβα όπου σπούδασε σίγουρα Φιλοσοφία και Φιλολογία ενώ είναι πιθανόν να έμαθε επίσης Ιατρική και Φυσική.
Το 1582 βρέθηκε στην Πόλη, όπου υπηρέτησε ως μέγας αρχιδιάκονος, στη συνέχεια πρωτοσύγκελλος στον Γαλατά και έξαρχος του πατριάρχη, με ειδική αποστολή στη Θεσσαλία, Ήπειρο και Πελοπόννησο. Χειροτονήθηκε μητροπολίτης Λάρισας το 1591 ή 1592. Η Λάρισα τότε δεν είχε χριστιανούς, έτσι ο Διονύσιος πήρε μετάθεση για την Τρίκκη (σημερινά Τρίκαλα).
Η μόρφωσή του ήταν τέτοια που πήρε το παρατσούκλι “Φιλόσοφος”. Τον εκτιμούσαν όλα τα μεγάλα κεφάλια της εποχής του κι αλληλογραφούσε με επιφανείς ευρωπαίους κληρικούς και μοναχούς. Ως εδώ καλά.
Τα Τρίκαλα βρίσκονται μεταξύ Πίνδου και Αγράφων, άρα, από την άποψη του κλεφτοπόλεμου, είναι πολύ καλή τοποθεσία. Αυτό σκέφτηκε ο Διονύσιος κι άρχισε να οργανώνει επανάσταση. Θέλοντας να εξασφαλίσει μια κάποια βοήθεια, έστειλε έναν καλόγερο στη Βενετία, ζητώντας να μεσολαβήσουν οι Βένετοι στους αυτοκράτορες Ροδόλφο Β’, Φίλιππο της Ισπανίας και Πάπα Κλήμη Η’. Όντως οι Έλληνες της Βενετίας του έκαναν τη χάρη κι ο ίδιος ο Διονύσιος έγραψε στον Πάπα. Εκτός όλων αυτών, προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα για εφόδια και όπλα, ο Διονύσιος άρχισε να “παρακρατά” τα “δοσίματα”, τις εισφορές δηλαδή προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και το “χαράτσι” προς την οθωμανική αυτοκρατορία.
Μη βλέποντας φως από πουθενά, ο Διονύσιος ξεκίνησε την εξέγερση μόνος του, τον Νοέμβρη του 1600. Η Θεσσαλία, από τα Τρίκαλα έως την Καρδίτσα και τα βουνά της περιοχής, προσπάθησε να αποτινάξει το ζυγό, με την υποστήριξη των αρματολών των Αγράφων. Απέτυχαν, και οι Τούρκοι για αντίποινα, κρέμασαν τον Σεραφείμ, επίσκοπο Φαναρίου και Νεοχωρίου, ενώ σκότωσαν πολλούς κληρικούς και λαϊκούς.
Ο Διονύσιος κατάφερε να ξεφύγει, πέρασε το Ιόνιο, βρέθηκε αρχικά στη Νάπολη και κατόπιν, στη Ρώμη. Τον Μάιο του 1601 το Πατριαρχείο καθαίρεσε τον Διονύσιο, χωρίς όμως να τον αφορίσει. Ήταν μια τιμωρία για τις παρακρατήσεις φόρου, όχι τόσο για την εξέγερση. Οι οθωμανοί, που είχαν τον τελευταίο λόγο στους αφορισμούς, θεώρησαν το θέμα ασήμαντο και δεν ασχολήθηκαν περαιτέρω.
Στην Ιταλία, ο Διονύσιος έκανε το παν να βρει πόρους για δεύτερη εξέγερση. Υπέβαλλε εκ νέου υπομνήματα στον Φίλιππο Γ’ της Ισπανίας, και τον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το 1603 παρουσιάστηκε στον Πάπα, βεβαιώνοντας πως ο ίδιος ανήκε στον καθολικισμό. Αυτή η δήλωση έκανε τον Πάπα να δείξει ενδιαφέρον για τα επαναστατικά του σχέδια, έδωσε μάλιστα στον Διονύσιο, συστατικές επιστολές για τον Ισπανό ηγεμόνα.
Στην Ισπανία, ο Διονύσιος έλαβε επιστολές και χρήματα, συνάντησε μάλιστα τον βασιλιά, μαζί με άλλους εκεί εγκατεστημένους Έλληνες. Εκεί, για άγνωστους ακόμη λόγους, ο μέχρι τότε φίλος και διερμηνέας του, Κωνσταντίνος Σοφιάς, τον κατηγόρησε για απάτη. Τον χαρακτήρισε ανήθικο και αιρετικό, κατηγορώντας τον για το ψέμα που είπε ότι προσχώρησε στον καθολικισμό. Τον κατηγόρησε επίσης πως πλαστογράφησε σειρά επιστολών – τις οποίες είχε δείξει στον Πάπα – όπου οι πληθυσμοί της Θεσσαλίας συμφωνούσαν στην ένωση Καθολικής και Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι πολύ πιθανόν οι κατηγορίες αυτές να ευσταθούν. Ο Διονύσιος δεν υπολόγιζε τίποτα μπροστά στη λήψη βοήθειας για την εξέγερση.
Το 1609 βρίσκεται πάλι στην Ελλάδα, στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου του Διχούνη. Στα σχέδιά του ήταν η οργάνωση νέας εξέγερσης, η κατάληψη ενός φρουρίου και η βοήθεια των Ισπανών της Νάπολης.
Προσπαθώντας να δυναμώσει το φρόνημα του λαού, ο Διονύσιος ερχόταν σε καθημερινή επαφή μαζί του. Θεράπευε, μιλούσε, κήρυττε. Χρησιμοποίησε ακόμα και προφητείες. Φυσικά αυτό δεν άρεσε στις συντηρητικές κλίκες της περιοχής, αυτό όμως δεν είχε καμία σημασία, καθώς η δίψα για Επανάσταση επεκτάθηκε σε όλη την Θεσπρωτία, όπως και σε πολλά άλλα μέρη της Ηπείρου.
Την Τρίτη 10 προς Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 1609, ο Διονύσιος μαζί με περίπου 1000 χωρικούς από τα χωριά της ευρύτερης περιοχής, οπλισμένοι με τόξα και κυρίως γεωργικά εργαλεία, εξουδετέρωσαν τις γύρω φρουρές και κατέλαβαν τα Ιωάννινα με αιφνιδιασμό. Έκαψαν το σπίτι του Οσμάν πασά, το Διοικητήριο και άλλα οθωμανικά κτίρια. Ο πασάς και η οικογένειά του κατάφεραν να διαφύγουν και να κρυφτούν σε γειτονικό πύργο, σκοτώθηκαν όμως 20 άτομα της φρουράς και του προσωπικού. Οι εξεγερμένοι απέσπασαν ένα μεγάλο χρηματικό ποσό (1.200.000 άσπρα, οθωμανικά νομίσματα δηλαδή) από το δημόσιο ταμείο. Το σχέδιο του Διονύσιου ήταν να καταλάβει αμέσως μετά, το κάστρο, αναμένοντας βοήθεια από την Δύση, μια βοήθεια που φυσικά, δεν ήρθε ποτέ. Το σχέδιο δεν λειτούργησε, κυρίως επειδή οι κάτοικοι των Ιωαννίνων που θα άνοιγαν τις πύλες από μέσα, (ο μύθος λέει πως πρόκειται για Εβραίους) δεν ήθελαν να χάσουν τα προνόμιά τους. Έτσι το κάστρο παρέμεινε κλειστό.
Ο Οσμάν πασάς άρχισε την αντεπίθεση με λίγους ιππείς, κάποιους Τούρκους των Ιωαννίνων που είχαν οπλισμό, τους χριστιανούς σπαχήδες (μέλη του τουρκικού ιππικού επίσης) και κάποιους κληρικούς που ήταν ενάντια στις εξεγέρσεις.
Οι επαναστάτες του Διονυσίου ήταν εντελώς ανοργάνωτοι, έτσι σκόρπισαν σύντομα από δω κι από κει. Διακόσιοι από αυτούς κατέφυγαν στη λίμνη Παμβώτιδα, πιστεύοντας πως θα μπορούσαν να κρυφτούν στα πυκνά καλάμια της λίμνης. Οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά στις καλαμιές και τους έκαψαν ζωντανούς. Ο Διονύσιος κι ο σύντροφός του, Ντελή Γιώργος, κρύφτηκαν σε ένα σπήλαιο κάτω από το σημερινό Ασλάν Τζαμί (χτισμένο πάνω στα ερείπια του ναού του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, εκκλησία που δεν γλύτωσε από τα αντίποινα). Τους πρόδωσαν όμως και συνελήφθησαν. Στην ερώτηση του τούρκου διοικητή γιατί προκάλεσε εξέγερση, η απάντηση ήταν «Πολέμησα για να ελευθερώσω το λαό μου από τα βάσανα και την τυραννία σας». Ο διοικητής φυσικά εξοργίστηκε και αποφάσισε να επιβάλλει την τιμωρία των Τούρκων σε στασιαστές και προδότες. Πήρε στους Τούρκους πέντε ώρες για να γδάρουν ζωντανό τον Διονύσιο. Κατόπιν, έραψαν τα κομμάτια του δέρματός του μεταξύ τους, γέμισαν αυτό που έφτιαξαν με άχυρο, του φόρεσαν αρχιερατικά άμφια και το περιέφεραν στους δρόμους της πόλης.
Ο Ντελή Γιώργος μαζί με κάποιον Λάμπρο, βρέθηκαν τρεις μέρες αργότερα και οι Τούρκοι τους έκαψαν ζωντανούς. Μια εκδοχή λέει πως ο Γιώργος σταυρώθηκε, αφού οι Τούρκοι άνοιξαν τρύπες στο κεφάλι του, στις οποίες τοποθέτησαν φτερά.
Το δέρμα του Διονύσιου, μαζί με τα κομμένα κεφάλια 85 εξεγερμένων, στάλθηκε στο Σουλτάνο. Ο μύθος λέει πως όταν ο Σουλτάνος το αντίκρισε, έπαθε απόλυτη φρίκη και πετάχτηκε από το θρόνο του. Κατόπιν, Διονύσιος και κεφάλια πετάχτηκαν στους στάβλους του παλατιού.
Ο Οσμάν πασάς των Ιωαννίνων δεν ικανοποιήθηκε με όλα αυτά και προέβη σε αντίποινα σε όλη τη Θεσπρωτία, τα Ιωάννινα και την Ήπειρο στο σύνολό της. Καταστράφηκαν εκκλησίες και μοναστήρια, ενώ δημεύτηκαν εκκλησιαστικές περιουσίες. Οι κάτοικοι σκοτώθηκαν, σκλαβώθηκαν ή εξισλαμίστηκαν. Τα Ιωάννινα έχασαν τα μέχρι τότε προνόμιά τους, όπως η εξαίρεση από το παιδομάζωμα.
Το ανάθεμα για όλα αυτά έπεσε στον Διονύσιο. Ο Μάξιμος ο Πελοποννήσιος έγραψε λίβελο εναντίον του με τίτλο «Στηλιτευτικός λόγος κατά Διονυσίου και των συναποστησάντων αυτώ εις Ιωάννινα». Ο λαός που αρχικά τον ακολούθησε, τον ονόμασε «Σκυλόσοφο». Μάλιστα, γράφτηκε και τραγούδι προς τιμήν του:
Δεσπότη μου, τι σήκωσες τον κόσμο στο σεφέρι
και ρήμαξαν τα Γιάννενα και ρήμαξεν ο τόπος;
Μείναν τα σπίτια αδειανά, γεμίσαν τα χανδάκια
κι ο Τούρκος δεν απόσωσε να κόβη και να καίη.
Εδώ αρπάζουν κόρακες κι εκεί οι Γιαουντήδες.
Δεν έχ’ η μάνα πια παιδιά και τα παιδιά γονέους.
Κι εσένα το τομάρι σου το στείλανε στην Πόλη
να τρων οι κότες πίτουρα, να νταβουλάν οι Γύφτοι,
για να ξυπνάη η Τουρκιά να κάνη ραμαζάνι.
Το όνομα του Διονύσιου αποκαταστάθηκε πολύ αργότερα. Μόλις πρόσφατα μετονομάστηκε στη Λάρισα η οδός “Σκυλόσοφου” σε “Μητροπολίτου Διονυσίου του Φιλόσοφου“, το 2016 για να είμαστε ακριβείς.
Ο Διονύσιος δεν έγινε ποτέ γνωστός. Ίσως επειδή οι εξεγέρσεις που οργάνωσε έγιναν πολύ πρώιμα, πολύ ανοργάνωτα. Ας μην ξεχνάμε ότι οι δυο πρώτοι αιώνες μετά την Άλωση, ήταν οι χειρότεροι. Πληθυσμοί είχαν αποδεκατιστεί, οι τουρκικές θηριωδίες ήταν στην ημερήσια διάταξη, η Εκκλησία προσπαθούσε να επιβιώσει – συχνά “κάνοντας το χατίρι” στον κατακτητή… (Κι αυτό χρειάζεται κουβέντα, καθώς το Πατριαρχείο ήταν υπεύθυνο για τους ραγιάδες, οπότε έπρεπε να φροντίσει την ασφάλειά τους όσο γινόταν).
Ο Διονύσιος ανήκει στους προ-επαναστάτες, εκείνους που διατήρησαν το φρόνημα για ελευθερία ισχυρό και προσπάθησαν να το μεταδώσουν και σε άλλους. Εν πολλοίς το κατάφεραν, καμιά φορά όμως η πραγματικότητα είναι πιο δυνατή από τις ιδέες. Χρειάζεται χρόνος για να κάνεις μια σωστή επανάσταση και δεν εννοώ τα υλικά μέσα. Φαίνεται πως διακόσια χρόνια σκλαβιάς δεν ήταν αρκετά για τον Έλληνα.
Σίγουρα οι πράξεις του Διονύσιου έφεραν φριχτά αντίποινα στους πληθυσμούς της ευρύτερης περιοχής των Ιωαννίνων. Αυτό όμως, γινόταν πάντα. Όλοι οι κατακτητές “τιμωρούσαν” όποιον τους εναντιωνόταν. Με αυτήν τη λογική, κανείς σκλαβωμένος δεν θα πρέπει να εξεγείρεται και να τινάζει τις αλυσίδες από πάνω του.
Τέλος πάντων. Θεωρώ τον Διονύσιο μεγάλη φυσιογνωμία. Φιλόσοφος με την έννοια της αγάπης για γνώση, φιλόπατρις, και κυρίως, φιλελεύθερος. Ήθελε την ελευθερία, τελεία και παύλα. Προσωπικά, το “Σκυλόσοφος” που του απέδωσαν οι εχθροί τους, θεωρώ πως είναι φόρος τιμής.
Το Διαβάσαμε Διονύσιος «Σκυλόσοφος»: Όλα για την ελευθερία
Κοινοποιήστε: