Ο πρώτος αγώνας μποξ χωρίς γάντια του μπράβου Decca Heggie ήταν το 2013 στην πίσω αυλή ενός λονδρέζου μαφιόζου
Ούτε ρινγκ υπήρχε ούτε διαιτητές, παρά μόνο ένας κύκλος σχηματισμένος από αχυρόμπαλες και δεκάδες ανθρώπους να περιμένουν την αιματοχυσία.
Ο Heggie θα αντιμετώπιζε το «Μπουλντόγκ του Λέστερ», τον Tony Goward, ένα νταβραντισμένο παιδί με στρατιωτικό παντελόνι και λευκό φανελάκι. Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά το σφύριγμα της έναρξης, ο μπράβος θα έριχνε αναίσθητο το παλικάρι με ένα τρομακτικό δεξί στο κεφάλι.
Ο πιτσιρικάς σηκώθηκε, πάλεψε λίγο ακόμα και στα πρώτα 60 δευτερόλεπτα ήταν ξανά στο έδαφος, χωρίς ελπίδες να ανανήψει. Σηκώθηκε όμως και πάλι, ή μάλλον τον σήκωσαν, και ο αγώνας διάρκεσε εφτά ολόκληρα λεπτά με ξύλο χωρίς κανόνες. Ήταν ο πρώτος αγώνας χωρίς γάντια του Decca, ο οποίος δεν είχε δοκιμάσει ποτέ να παλέψει χωρίς προστατευτικό εξοπλισμό.
Όπως αποκαλύπτει στο βιβλίο του («Prizefighter»), μεγάλωσε σε κακόφημες γειτονιές και τα μούσκουλα ήταν ο μόνος φίλος που είχε στους επικίνδυνους δρόμους. Δούλευε μπράβος σε νυχτερινά κέντρα και του έδινε να καταλάβει στις καταχρήσεις. Ως το 2013 όλα αυτά, όταν η δεύτερη υπερβολική δόση που πήρε στη ζωή του κόντεψε να τον στείλει στον άλλο κόσμο.
Είπε να αλλάξει, έπρεπε όμως να διοχετεύσει κάπου αλλού την επιθετικότητά του. Έμαθε για τους αυτοσχέδιους αγώνες που έστηναν οι «νονοί» της νύχτας και οι άνθρωποι του περιθωρίου στις αυλές και τα γκαράζ τους και είπε να δοκιμάσει την τύχη του.
Λίγες μέρες μετά την πρώτη του επιτυχία, του τηλεφώνησαν να πεταχτεί ως τις ΗΠΑ, καθώς του είχαν κανονίσει δύο παράνομους αγώνες εκεί. Τους κέρδισε και τους δύο και η φήμη του στο εκτός νόμου αυτό χρηματιστήριο άγγιξε ταβάνι. Κι ενώ βρήκε κάποια στιγμή τον δρόμο του για τα νόμιμα ρινγκ της οργανωμένης πυγμαχίας, παρέμεινε ερωτευμένος με τους άνομους αυτούς αγώνες καθαρής τεστοστερόνης και ακόμα καθαρότερης ωμότητας.
Σε λίγο θα έβλεπε μάλιστα πως στα υπόστεγα των κακοποιών έσπευδαν ακόμα και επαγγελματίες πυγμάχοι και μάλιστα μεγάλα ονόματα. «Όταν αντιμετωπίζω έναν κορυφαίο πυγμάχο εκεί [εννοεί στην παρανομία], σταματά να είναι αγώνας μποξ και μετατρέπεται σε καυγάς του δρόμου. Κι έτσι μου αρέσει, ωμός και σώμα-με-σώμα».
Το μποξ με γυμνά χέρια δεν είναι φυσικά νέα εφεύρεση, καθώς υπάρχει στον κόσμο εδώ και δυο αιώνες περίπου. Οι γύροι διαρκούν τυπικά τρία λεπτά, μόνο που δεν υπάρχει όριο στον αριθμό τους. Και σταματούν μόνο όταν ο ένας από τους δυο δεν μπορεί να συνεχίσει άλλο. Το είδαμε εξάλλου στο «Snatch» του Γκάι Ρίτσι και μυστικό δεν είναι κατά κανέναν τρόπο.
Οι θιασώτες του ισχυρίζονται άλλωστε πως είναι ασφαλέστερο από την κλασική πυγμαχία με τα γάντια. Ο δρ Alan Ryan είχε πει παλιότερα στον «Independent»: «Σε 100 χρόνια μποξ χωρίς γάντια στις ΗΠΑ, το οποίο τερματίστηκε το 1897, δεν υπήρξε ούτε μία απώλεια. Από τη στιγμή που καθορίστηκε το 1884 να φορούν οι μποξέρ γάντια, έχουν συμβεί τουλάχιστον 500 θάνατοι στα ρινγκ».
Άλλοι πάλι υποστηρίζουν πως το σπορ είναι ακραία επικίνδυνο και κάθε γροθιά μπορεί άνετα να θρυμματίσει ένα από τα 27 κόκαλα του κεφαλιού. Αλλά και η άμυνα είναι απείρως δυσκολότερη και ο Decca εξομολογήθηκε πως στα τέσσερα χρόνια που το κάνει έχει μετρήσει σπασμένα σαγόνια, σπασμένα πλευρά, ακόμα και σπασμένο χέρι.
Παρά το γεγονός ότι απαγορεύεται σε πολλές γωνιές της οικουμένης, συνεχίζει να είναι δημοφιλές στον υπόγειο κόσμο του μποξ, εκεί στο περιθώριο της επαγγελματικής πυγμαχίας.
Κοινοποιήστε: