Πως επιλέξατε το ‘Ατσάλι’ και ειδικά μια τέτοια περίοδο;
Η επιλογή του έγινε τον περασμένο Γενάρη, την περίοδο του δεύτερου lockdown, όταν το διάβασα. Δεν θα επέλεγα ποτέ έργο με βάση την επικαιρότητα, δεν αποτελεί κίνητρο για μένα. Θεωρώ άλλωστε ότι το θέατρο θίγει πάντα επίκαιρα ζητήματα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Διαβάζοντας το αισθάνθηκα έναν παραλληλισμό σε σχέση με αυτό που βιώναμε τότε και αναφέρομαι στο κομμάτι του εγκλεισμού. Η κεντρική ηρωίδα, η Φέη που ενσαρκώνω, είναι ισοβίτισσα. Πέρα από τους άλλους χαρακτήρες και την ιστορία, αισθάνθηκα πιο οικείο το θέμα αυτού του εγκλεισμού, στην αρχή τουλάχιστον, σαν Γιασεμί. Φυσικά δεν συγκρίνεται η φυλακή με το σπίτι μας, αλλά καταλαβαίνετε πως το λέω.
Εκεί βρήκα ένα κοινό στοιχείο, σαν αφετηρία. Σημαντικό ήταν επίσης το γεγονός πως το έργο έχει ανέβει μόνο μια φορά στην Ελλάδα, στο θέατρο ‘Απλό’ με τη Μάνια Παπαδημητρίου στο ρόλο της Φέη, κι αυτός ήταν άλλος ένας σημαντικός λόγος για την επιλογή του. Μετά ήρθε η επικαιρότητα. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια γυναίκα που δολοφόνησε τον άνδρα της. Στις ειδήσεις, σε αυτά που ακούμε, που διαβάζουμε, με τις γυναικοκτονίες, το metoo, το θέμα της Πάτρας, ασχολούμαστε πλέον αρκετά με εκείνους που είναι προφυλακισμένοι ή εκτίουν την ποινή τους. Το αντιλαμβάνομαι. Απλώς δεν ήταν αυτό το κίνητρό μου.
Ας εστιάσουμε στην ηρωίδα σας.
Η Φέη είναι πολύπλοκη προσωπικότητα. Έχουμε την ίδια ηλικία, κάτι που με ενδιέφερε πολύ ως προς την προσέγγιση του ρόλου. Η κόρη της είναι εικοσιπέντε ετών, την ίδια ηλικία που έχει η Κατερίνα Παπαδάκη που την ενσαρκώνει. Αυτό δε συμβαίνει συχνά στο θέατρο, να έχουν δηλαδή την ίδια ηλικία οι ηθοποιοί με τους ρόλους τους και είναι πολύ ωραίο όταν το πετυχαίνεις. Η σχέση αυτή βγαίνει και στο αποτέλεσμα πιστεύω. Η Φέη είναι χαρακτήρας σκοτεινός και φωτεινός ταυτόχρονα. Στην πράξη της αυτή, δεν την ώθησε μόνον ένα γεγονός. Όλοι στο περιβάλλον της διατείνονται πως ο άνδρας της ήταν αξιαγάπητος, καλός πατέρας, καταλαβαίνουμε πως δεν υπάρχει εμφανής δικαιολογία. Δεν θα ήθελα να αποκαλύψω περισσότερα, καθώς αυτό χτίζεται πολύ ωραία στην πορεία του έργου. Η κόρη επισκέπτεται τη μητέρα έχοντας την ελπίδα να τη δικαιώσει κάπως μέσα της για το φόνο. Δεκαπέντε χρόνια μετά, δεν μπορεί να αποδεχτεί το γεγονός, θεωρεί, πιστεύει πως υπήρχε κάποιος λόγος πίσω από αυτήν την πράξη. Η Φέη δεν υπερασπίστηκε ποτέ τον εαυτό της, δεν μίλησε στο δικαστήριο, δεν κατέθεσε ποτέ τη δική της πλευρά της ιστορίας. Παρέμεινε σιωπηλή, χωρίς να αποκαλύψει ποτέ τους λόγους του εγκλήματος. Για αυτό έρχεται η κόρη στη φυλακή, αναζητά αυτούς τους λόγους, να πλησιάσει, κι αν αυτό είναι δυνατό, να συγχωρέσει κάπως τη μητέρα της, αν μπορεί ποτέ να συγχωρήσει κανείς μια τέτοια πράξη. Αυτή είναι η πορεία και ο αγώνας που δίνουν οι δυο γυναίκες, να καταφέρουν να γνωρίσουν και να πλησιάσουν η μια την άλλη. Το έργο εξελίσσεται σύμφωνα με τις συναντήσεις τους, στα επισκεπτήρια που δέχεται η μητέρα από την κόρη, σε ένα βάθος χρόνου τριών – τεσσάρων μηνών. Υπάρχει μια σκοτεινή επιρροή των προσώπων του έργου. Η συγγραφέας ενδιαφέρεται για το πως ασκείται η εξουσία σε προσωπικό επίπεδο αλλά και πως το διαχειρίζεται αυτό ο κάθε χαρακτήρας, σε έναν χώρο όπως η φυλακή. Σημαντικό ρόλο, στην επιβολή δηλαδή της εξουσίας από τον έναν άνθρωπο στον άλλον παίζουν επίσης οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι, παρόντες σχεδόν σε όλη την παράσταση. Εξετάζει όλες τις σχέσεις ‘ακτινωτά’ θα μπορούσα να πω. Διεισδύει στον ψυχισμό του καθενός, βλέπει που ταυτίζονται και που συγκρούονται, πέρα από την προφανή ιεραρχία. Το έργο θίγει το καθολικό θέμα του ‘σωφρονισμού’. Διαδραματίζεται στη Σκωτία, αλλά τα προβλήματα του συστήματος αφορούν όλον τον κόσμο και την Ελλάδα επίσης. Θεωρώ πως το υπάρχον σωφρονιστικό σύστημα αντιδρά πολύ τιμωρητικά σε σχέση με τους έγκλειστους, θα μπορούσε ο τρόπος αντιμετώπισης να είναι διαφορετικός. Η Φέη δεν θα βγει ποτέ έξω, βλέπουμε ξεκάθαρα την κατάσταση που αντιμετωπίζει. Δεν μπορώ να σκεφτώ τι σημαίνει να ξέρει κάποιος πως θα περάσει όλη τη ζωή του μέσα σε ένα κελί. Όπως λέει και η ίδια ‘το κορμί μου μυρίζει πλέον βρασμένο φαγητό και τουαλέτα. Βλέπω μόνον ένα κομμάτι ουρανού ξανά και ξανά”. Εμείς δεν το σκεφτόμαστε ποτέ αυτό, αν μπούμε όμως για λίγο στη θέση ενός φυλακισμένου νομίζω πως θα παρανοήσουμε στο πεντάλεπτο.
Διαλέξατε ένα δύσκολο έργο, σε δύσκολη εποχή, με πάρα πολλούς παραλληλισμούς, καθόλου εύκολους, έως και επώδυνους.
Πάντα το κάνω. Μετά αναρωτιέμαι γιατί.. Έχω μια τάση στα δύσκολα έργα, στους δύσκολους ρόλους.
Τι πιστεύετε πως θα κερδίσει ο θεατής από αυτήν την παράσταση;
Όχι μόνον ένα πράγμα. Νομίζω ότι ο θεατής βλέπει σε κάθε έργο κομμάτια αυτού που είναι ο ίδιος. Πάντα βρίσκουμε παραλληλισμούς με τον εαυτό μας και τους ήρωες. Αυτό είναι το ωραίο στο θέατρο και την τέχνη, ότι ο καθένας ανακαλύπτει κάτι από την ψυχή του, τη ζωή του. Βρίσκει διαφορετικούς τρόπους να αντιμετωπίσει, να διαχειριστεί τα πράγματα που τον αφορούν και φυσικά να αναρωτηθεί αν και ο ίδιος θα δρούσε όπως ένας ήρωας και γιατί. Είναι τροφή για προβληματισμό το θέατρο, το καλό θέατρο. Πάντα βγαίνει κέρδος. Ένα έργο που θα σε φέρει αντιμέτωπο με τα δικά σου ερωτήματα και τη δική σου σκοτεινή πλευρά, είναι πάντα χρήσιμο. Παρόλο που διανύουμε δύσκολη περίοδο και μπορεί κανείς να δει μια κωμωδία ας πούμε, πιστεύω πως ο θεατής έχει πολλά να πάρει από το ‘Ατσάλι’.
Τι προσφέρει σε εσάς ως καλλιτέχνιδα;
Ότι και στο θεατή. Οι ηθοποιοί καλούμεθα, είναι ο μηχανισμός τέτοιος όταν αναζητούμε ένα ρόλο, να ‘ψάξουμε’, να έρθουμε αντιμέτωποι με τα σκοτεινά κομμάτια της ψυχής μας, με πράγματα που ίσως δεν έχουμε ομολογήσει ούτε στον ίδιο μας τον εαυτό. Στην πορεία, ψάχνοντας και ανακαλύπτοντας ένα ρόλο, βρίσκουμε τον εαυτό μας, είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Προσωπικά είμαι τέτοιος άνθρωπος, μου αρέσουν τα δύσκολα, μου αρέσει να τολμάω, να ‘δοκιμάζομαι’. Ιδίως μετά τα τελευταία δυο χρόνια που ήμασταν στάσιμοι, ειδικά οι καλλιτέχνες, το να βάλει κανείς μια πρόκληση στον εαυτό του, τον ξεκουνάει και λίγο. Μου αρέσουν οι σκοτεινές ηρωίδες, από μικρή μου άρεσαν τα θρίλερ, οι μαύρες ταινίες, με ελκύουν. Κι όπως προείπα, αγαπώ τα δύσκολα. Έκανα το ‘Μαράν Αθά’ του Δήμου Αβδελιώδη, που θεωρώ από τα πιο σημαντικά πράγματα της καριέρας μου. Πρόκειται για μονόλογο κι εκεί ενσάρκωσα δεκαεννέα πρόσωπα. Όταν το τόλμησα αυτό, ήμουν γύρω στα τριάντα. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο, πολύ περίπλοκο. Το ήθελα όμως, ίσως ταίριαξε στο χαρακτήρα μου. Κατά καιρούς επαναλαμβάνεται η παράσταση και πάει πάντα εξαιρετικά καλά. Γενικά πιστεύω πως τα δύσκολα πράγματα είναι και όμορφα. Μας δίνουν πολλά. Ο θάνατος του πατέρα μου, που ήταν ότι δυσκολότερο έχω βιώσει, μου έδωσε πράγματα ως καλλιτέχνι. Πιστεύω πως οι ηθοποιοί πρέπει να τολμάμε.
Θυμάστε πότε αποφασίσατε να ακολουθήσετε το θέατρο;
Δεν υπήρξε μια συγκεκριμένη στιγμή. Με απασχόλησε πολύ, καθώς γεννήθηκα και μεγάλωσα σε αμιγώς καλλιτεχνικό περιβάλλον. Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου συνέπεσαν με τη δημιουργία από τη μητέρα μου του Θεσσαλικού Θεάτρου, στη Λάρισα, μπορώ να πω ότι ‘ζούσα’ στα καμαρίνια του θεάτρου. Ταυτόχρονα βίωνα τις συναυλίες του πατέρα μου, ήμουν στις πρόβες του. Γνώριζα τι σημαίνει η δημιουργία μιας παράστασης, είναι κάτι δύσκολο, επώδυνο αλλά και όμορφο. Άργησα όχι να το παραδεχτώ, αλλά να πάρω την τελική απόφαση, γιατί γνώριζα τις δυσκολίες αλλά και τις ομορφιές του επαγγέλματος. Στην τρίτη Λυκείου ετοιμαζόμουν για πανελλήνιες, ήθελα να σπουδάσω δημοσιογράφος. Κάποια στιγμή όμως παραδέχτηκα μέσα μου πως δεν θα ήμουν ευτυχισμένη αν το έκανα αυτό, ήξερα πως θα κατέληγα στο θέατρο και τότε το ανακοίνωσα. Δεν μετάνιωσα σε καμία περίπτωση. Θα είχα μετανιώσει αν δεν είχα ακολουθήσει αυτήν την πορεία και θα είχα ταλαιπωρηθεί αν αργούσα να το κάνω. Μπήκα στη δραματική σχολή στα δεκαοχτώ και είχα συμφοιτητές μεγαλύτερους σε ηλικία, κάποιοι είχαν τελειώσει άλλες σπουδές, κάτι που επίσης θεωρώ πολύ σπουδαίο. Προσωπικά ήμουν πολύ ‘μέσα στο χώρο’ οπότε κάπου ήταν αυτονόητο.
Συντελεστές
Η εξαιρετική μετάφραση είναι της Χριστίνας Πάμπου – Παγκουρέλη, και σκηνοθετεί η Νάντια Φώσκολου, με την οποία συνεργαζόμαστε για τρίτη φορά. Γνωριστήκαμε στη Νέα Υόρκη, έχουμε σχεδόν την ίδια ηλικία, ανήκουμε στην ίδια γενιά κι είμαι πολύ χαρούμενη που μας δίνεται ξανά η ευκαιρία να συνεργαστούμε. Συμμετέχουν η Κατερίνα Παπαδάκη, η Ασπασία Μπατατόλη κι ο Ανδρέας Κωνσταντινίδης, με τους οποίους συνεργαζόμαστε για πρώτη φορά, αλλά πιστεύω πως έχουμε κάνει πολύ ωραία ομάδα, υπάρχει πολύ καλή επαφή κι ωραίος πυρήνας. Στα κοστούμια είναι η Βασιλική Σύρμα, σκηνογραφία έχει κάνει η Αλέγια Παπαγεωργίου, μουσική ο Γιάννης Καραγιάννης, και φωτισμούς η Μελίνα Μάσχα. Εξαιρετικοί όλοι, έχουμε ξανασυνεργαστεί και το θεωρώ πολύ σημαντικό καθώς υπάρχει κοινός κώδικας και κοινή γλώσσα ,που μας εκφράζει. Όλα αυτά συνηγορούν σε ένα πολύ καλό αποτέλεσμα.
Το Διαβάσαμε Γιασεμί Κηλαηδόνη – “Τα δύσκολα πράγματα είναι και όμορφα”
Κοινοποιήστε: