
Η γαλλική κυβέρνηση βρίσκεται σε οριακό σημείο, με σοβαρό κίνδυνο ανατροπής τον επόμενο μήνα, καθώς τρία κόμματα της αντιπολίτευσης ξεκαθάρισαν ότι δεν θα δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση του Φρανσουά Μπαϊρού.
Η ακροδεξιά και οι Πράσινοι έχουν ήδη δηλώσει αμετάκλητα την αντίθεσή τους, ενώ οι Σοσιαλιστές, που διαθέτουν καθοριστικό ρόλο, υπογράμμισαν ότι δύσκολα θα στηρίξουν την κυβέρνηση εκτός αν υπάρξει ριζική αλλαγή στον προϋπολογισμό – κάτι που θεωρείται μάλλον απίθανο. Η κρίσιμη ψηφοφορία έχει οριστεί για τις 8 Σεπτεμβρίου και αφορά τις εκτεταμένες περικοπές που προωθεί η κυβέρνηση.
Σε περίπτωση ήττας στη Βουλή, η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να παραιτηθεί. Η πολιτική αβεβαιότητα έχει ήδη δημιουργήσει αναστάτωση στις αγορές: το κόστος δανεισμού της Γαλλίας σε σχέση με τη Γερμανία αυξήθηκε κατά πέντε μονάδες βάσης – στο υψηλότερο επίπεδο από τον Ιούνιο – ενώ ο δείκτης CAC-40 κατέγραψε πτώση 1,6%.
Ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν θα έχει τότε τρεις επιλογές: να διορίσει νέο πρωθυπουργό, να ζητήσει από τον Μπαϊρού να παραμείνει ως υπηρεσιακός ή να προκηρύξει πρόωρες εκλογές. Υπενθυμίζεται ότι ο προκάτοχός του, Μισέλ Μπαρνιέ, είχε χάσει την εμπιστοσύνη της Εθνοσυνέλευσης στα τέλη του 2024, έπειτα από μόλις τρεις μήνες θητείας.
Ο ίδιος ο Μπαϊρού αναγνώρισε τον πολιτικό κίνδυνο, τονίζοντας ότι «είναι ακόμη πιο επικίνδυνο να μην γίνει τίποτα» απέναντι στο δημόσιο χρέος. Η ψήφος εμπιστοσύνης, εξήγησε, θα δείξει αν διαθέτει στήριξη για το πακέτο μέτρων ύψους 44 δισ. ευρώ, που αποσκοπεί στη μείωση του ελλείμματος (5,8% του ΑΕΠ το 2024 – σχεδόν διπλάσιο από το όριο της Ε.Ε.).
Ακόμη και αν περάσει η ψήφος εμπιστοσύνης, η πραγματική δοκιμασία θα είναι η ψήφιση του προϋπολογισμού αργότερα. Τα μέτρα περιλαμβάνουν την κατάργηση δύο αργιών, το πάγωμα κοινωνικών δαπανών και τη μη αναπροσαρμογή των φορολογικών κλιμακίων με βάση τον πληθωρισμό.
Η ακροδεξιά, οι Πράσινοι και η ριζοσπαστική αριστερά έχουν ταχθεί ήδη κατά, ενώ οι Σοσιαλιστές αφήνουν περιθώριο διαλόγου μόνο αν υπάρξουν αλλαγές. «Ο πρωθυπουργός παραμένει πεισματικά αμετακίνητος», δήλωσε ο εκπρόσωπός τους, Αρτύρ Ντελαπόρτ.
Η καθοριστική ψηφοφορία θα διεξαχθεί δύο ημέρες πριν από τις μεγάλες διαδηλώσεις της 10ης Σεπτεμβρίου, οι οποίες συγκρίνονται ήδη με το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων» του 2018.
Το νέο κίνημα της 10ης Σεπτεμβρίου
Το κίνημα της 10ης Σεπτεμβρίου θυμίζει έντονα τους «Κίτρινους Γιλέκους», με αφετηρία τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Χωρίς πρόσωπο και καταστατικό, γεννήθηκε αμέσως μετά το πρώτο διάγγελμα του Μπαϊρού και εξαπλώθηκε ραγδαία, βρίσκοντας στήριξη σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας.
Κεντρικό αίτημά του είναι η απόρριψη του προϋπολογισμού με περικοπές 44 δισ. ευρώ, μέτρα που προκάλεσαν αντιδράσεις ακόμη και σε συντηρητικούς οικονομικούς κύκλους. Ο Μπαϊρού υπογράμμισε ότι το δημόσιο έλλειμμα αυξάνεται κατά 12 εκατομμύρια ευρώ την ώρα, αλλά οι Γάλλοι αντιδρούν κυρίως στις περικοπές σε υγεία και παιδεία, θεωρώντας τις πολιτικές Μακρόν και Μπαϊρού κοινωνικά άδικες.
Για τις 10 Σεπτεμβρίου, το κίνημα καλεί όλα τα συνδικάτα και τους εργασιακούς κλάδους σε ειρηνική διαμαρτυρία σε όλη τη χώρα, με στόχο – όπως αναφέρει – να «παραλύσουν τα πάντα».
Οι επιλογές Μακρόν και το πολιτικό αδιέξοδο
Ο πρόεδρος Μακρόν, που το καλοκαίρι του 2024 προκήρυξε εκλογές μετά τη νίκη της Ακροδεξιάς στις ευρωεκλογές, δέχθηκε έντονη κριτική για το γεγονός ότι αγνόησε τη λαϊκή ψήφο, καθώς διόρισε τον Μπαϊρού και όχι εκπρόσωπο της νικήτριας Ένωσης της Αριστεράς.
Αν η κυβέρνηση καταρρεύσει, ο Μακρόν έχει τρεις επιλογές: να διατηρήσει τον Μπαϊρού μεταβατικό, να διορίσει νέο πρωθυπουργό – με περιορισμένες ωστόσο εναλλακτικές – ή να οδηγήσει ξανά τη χώρα σε εκλογές, επιλογή εξαιρετικά επικίνδυνη.
Σε κάθε περίπτωση, η Γαλλία βρίσκεται μπροστά σε μια κλιμακούμενη πολιτική και κοινωνική κρίση, την ώρα που η διεθνής προσοχή είναι στραμμένη αλλού. Τα δεδομένα δείχνουν ότι ο Μακρόν δύσκολα θα βρει διέξοδο, καθώς τα περιθώρια πολιτικών ελιγμών στενεύουν συνεχώς.
Κοινοποιήστε: