Γίνε Ήλιος
Της Μαριάννας Χρυσικάκου
ξημέρωνε γλυκά και το πρώτο φως της μέρας έφερνε μια νέα υπόσχεση.
Το νεαρό αγόρι έχει περάσει όλη τη νύχτα με το βλέμμα στη σκέπη της κλίνης, χωρίς ο Δεινός Θεός Ύπνος- ο δίδυμος αδελφός του Θανάτου- να έρθει και να μαζί του να φέρει τη Λύτρωση.
Η ζωή κυλούσε και μαζί της οι άνθρωποι, όχι όμως πραγματικά με ροή, περισσότερο σαν περιδιαβαίνοντες, περιπατητές, περιφερειακοί, όχι αληθινά Ζώντες. Οι γεωργοί προσηλωμένοι στην παραγωγική φροντίδα και τον εναγκαλισμό με τη της Φύση, οι γυναίκες αφιερωμένες στην τήρηση της καθημερινής πρακτικής στοργής: το μεγάλωμα των παιδιών, τη φροντίδα των αντρών, τον εξωραϊσμό της εστίας και την απόδοση χοών και τιμών στους προγόνους.
Οι άρχοντες απορροφημένοι στην τέλεση των δημόσιων καθηκόντων τους, που τα εξαργύρωναν ληστρικά σε φήμη, οι στρατηγοί που κατέστρωναν ακατάπαυστα ασκήσεις επί χάρτου για να δίνουν έκφραση στις εσωτερικές τους μάχες, φορώντας τους ιαχές και μανδύες πολέμου.
Οι ιατροί, οι ιερείς και οι ρήτορες που επιδίδονταν με την ίδια δεινότητα στην επίδειξη των εκλεπτυσμένων τους χαρισμάτων, έλκοντας με τον μαγνητισμό τους το άβουλο πλήθος, δίχως το παραμικρό ενδιαφέρον να μοιραστούν τα μαγικά, μεταμορφωτικά μυστικά τους.
Οι καλλιτέχνες και οι λόγιοι χαμένοι στους δραματικούς κόσμους των ιδεαλιστικών τους οραμάτων, που τα καλλιεργούσαν ποτίζοντας τα καθημερινά σαν άνθη, κυρίως γιατί δίχως αυτά αδυνατούσαν να ζήσουν με έμπνευση πρωτίστως αυτοί οι ίδιοι.
Τα παιδιά και τα βρέφη, ενδεδυμένα τα πέπλα της χαρούμενης, ανεπιτήδευτης αθωότητας που ήταν εγγενής δίχως να έχει γίνει συνειδητά κτήμα και έτσι- αλίμονο- καταδικασμένη να χαθεί στο πέρασμα του χρόνου.
Ίσως για να επαναποκτηθεί στα χρόνια της ωριμότητας μέσα από το στιλπνό, ατσάλινο μαχαίρι της κάθαρσης.
Για αυτούς τους λίγους που τολμούν να γνωρίσουν έστω και αν πονέσουν.
Το αγόρι σηκώθηκε από το στρώμα και έριξε φρέσκο νερό πάνω του για να δροσίσει κάπως τη φλόγα της αμφιβολίας. Βγήκε με ορμή στο ανηφορικό μονοπάτι για να μην αντιληφθεί το φευγιό του κανείς. Περνώντας μέσα από τον λοφίσκο που διχοτομούσε στα δύο την πόλη, απέδωσε εγκάρδιες τιμές μέσα και του και έξω του και υποκλίθηκε με αγάπη στην ομορφιά της Φύσης, που τραγουδούσε ήδη. Παραμερίζοντας τα κλαδιά από τις μουριές που σκέπαζαν προστατευτικά την είσοδο του ναού, πέρασε με μισή καρδιά αλλά αλύγιστο πνεύμα την Πύλη που οδηγούσε στον Ιεροφάντη.
Μετά από λίγο Εκείνος εμφανίστηκε φορώντας έναν απόκοσμο πορφυρό, όχι λευκό, χιτώνα και κοίταξε το αγόρι κάνοντας του νεύμα να περάσει.
Δίχως να μιλήσουν, διέσχισαν τον Πρόναο, υποκλίθηκαν στο μεγαλείο του Ενός και κάθισαν αναπαυτικά σε μια εξομολογητική γωνιά που έμοιαζε έτοιμη να υποδεχθεί την αμοιβαία ανάγκη τους για συνδιαλλαγή, για εσωτερική ανταλλαγή και συναίνεση από το επίπεδο της Ψυχής.
«Τιμημένε Διδάσκαλε, βλέπω παντού γύρω μου αυτή την τραγική ανθρώπινη επίφαση που τυλίγει τον άνθρωπο, σαν τον παραπλανητικό ιστό της αράχνης. Την αδιάκοπη, αδιάλειπτη προσπάθεια να τραφεί κανείς, να γεμίσει τα ενδότερα, αποπειρούμενος να αντλήσει πληρότητα από τα εξώτερα. Από την απαράμιλλη στοργή που γεννά το ερωτικό χάδι, από την ασφάλεια της αγκαλιάς που σε κοιμίζει προστατευτικά το βράδυ, από τη θαλπωρή της οικογένειας, την αλληλέγγυα ματιά των ομοιδεατών, τη συσπείρωση των εθνών, την λάμψη που γεννά το ηγετικό πνεύμα. Την χρησιμότητα της υπηρεσίας, την πληρότητα της φωτισμένης διαύγειας, την αυτοπεποίθηση της υψηλής νόησης, την διαπεραστικότητα της Τέχνης, το υπαρξιακό ημίφως του μυστικισμού. Τη σταθερότητα και την ασφάλεια του πλούτου κάθε μορφής και της ευημερίας, την ταπεινοφροσύνη μιας ζωής που βιώνεται με αγνότητα και απλότητα.
Το ξέρω είναι η μοίρα του ανθρώπου να υποδύεται όλους αυτούς τους ρόλους και να ζει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σαν αθώο παίγνιο στα χέρια της μοίρας, της επαναληπτικότητας και της φαντασίας.
Μου είναι ωστόσο αφόρητα δύσκολο Ιερέ Διδάσκαλε να βαδίσω στα χνάρια αυτής της μοίρας και το πιο σημαντικό: να την αποδεχθώ ως ειμαρμένη για τους Αδελφούς μου, δίπλα στους οποίους βαδίζω πλάι-πλάι στο Ιερό Μονοπάτι της Μίας Ζωής. Σε εκλιπαρώ, αν έτσι αδυνατώ να ανασάνω και οι εσωτερικοί μου πνεύμονες αδύνατον πια να τραφούν με οξυγόνο, δώσε μου Ιερέ μου Πατέρα και Δάσκαλε κάτι άλλο για να ζω, γιατί έτσι χωρίς ανάσα Ουσίας αργοπεθαίνω. Κανείς δεν το βλέπει, ωστόσο εγώ το νιώθω, αυτή την ιερότητα της Ζωής που μου έχει δοθεί να τιμήσω να σβήνει ανέγγιχτη, έρμαιο λανθάνον που καταπίνει αδηφάγα ο Χρόνος. Σώσε με από τη ματαιότητα μιας ζωής ξένης προς την Αλήθεια.»
Πέρασε ώρα, ποιος ξέρει πόση, πριν αποκριθεί ο Ιεροφάντης. Γιατί έμοιαζε πιότερο απασχολημένος με το ρυθμό της Ζωής που τραγουδούσε μέσα από τα πουλιά και ανέβαινε από τη Γη μέσα από τα χορτάρια και ανέβλυζε μέσα από τα τρεχούμενα νερά, που δεν ήθελε να μπει στον αδύναμο, περιγραφικό κόσμο των σκέψεων, των σχημάτων και των σκέψεων. Αγαπούσε το σιωπηλό κήρυγμα, εκεί όπου η Σιωπή μιλά τόσο ηχηρά που τα λέει με ανυπέρβλητη Ομορφιά Όλα.
Αργά αλλά υπερήφανα το σώμα του σηκώθηκε και ο κραταιός του βραχίονας του έδειξε τον Ήλιο.
«Γίνε Ήλιος, είπε.»
«Οι άνθρωποι διδάσκονται για το δυιστικό πρότυπο της Φύσης, της Ζωής στον Κόσμο της Ύλης, Ήλιος & Σελήνη, Φως & Σκότος, Αρσενικό & Θηλυκό, το πρότυπο ωστόσο στον Κόσμο του Πνεύματος είναι πάντα Ένα.
Γίνε Ήλιος, και αν δεν ξέρεις πως, ξεκίνα από σήμερα να στοχάζεσαι πάνω στις Ηλιακές ιδιότητες.
Στοχάσου όμως με έναν Νου παρατηρητικό και όχι διανοητικό.
Στοχάσου μέσα από την παρατήρηση του ατομικού σου βιώματος, καθώς και τη συμπονετική παρατήρηση του συλλογικού ανθρώπινου βιώματος, αυτή που σε έφερε μέχρι σήμερα εδώ στα σκαλιά του Ναού.
Στοχάσου πάνω στις Αρετές της Συνέπειας, του Μεγαλείου, της Ακεραιότητας, της Γενναιοδωρίας, της Ομορφιάς και της Συμπόνοιας.
Αν δεν ήταν Όμορφος ο Ήλιος, αναρωτιέμαι άραγε θα ήθελες να τον κοιτάς?
Αν δεν ζέσταινε ολόκληρη την Ύπαρξη σου ή αν σου ζητούσε να μάθει εσύ τι θα δώσεις ως αντάλλαγμα σε Εκείνον, θα τον Αναζητούσες;
Αν δεν ανέτειλε και έδυε στον γαλάζιο θόλο την ίδια ακριβώς ώρα, κάθε μέρα στο βάθος της Αιωνιότητας, θα τον Εμπιστευόσουν;
Αν είχε αμφιβολίες για τη Μεγαλοσύνη, του θα τον θαύμαζες με το ίδιο Δέος;
Αν έψαχνε τη Δύναμη του αλλού, θα είχε το σθένος να θρέψει όλην την Πλάση σαν συμπονετικός Πατέρας;
Αγαπημένο μου Παιδί, ο Πρώτος Όλων Υπηρέτης Πάντων.
Καθώς θα βγαίνεις από την Πύλη του Ναού, άφησε πίσω σου από σήμερα και τις πολλές σκέψεις και αν είναι να σκεφθείς, συλλογίσου στοχαστικά για μια μόνο Στιγμή με Διαύγεια και μετά Πράξε.
Από Σήμερα, Ζήσε καθημερινά σαν Ήλιος.
Δυνάμωνε από το Ζωονογονητικό Κέντρο της Ύπαρξης σου και Άφησε Ελεύθερη τη Χαρισματικότητα σου να Εκφραστεί.
Την Απαράμιλλη σου Ομορφιά να μιλήσει.
Το Διάβα σου στη Ζωή να γίνει Λαμπρό.
Και Υπηρέτησε, Ελεύθερος από τους Καρπούς των Πράξεων σου.
Για να Ρέεις κάθε ιερή στιγμή της Ζωής, απόλυτα Ελεύθερος»
Το παιδί φίλησε το χέρι του Ιεροφάντη και απομακρύνθηκε ευλαβικά.
Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε ανακουφιστικά δίχως όνειρα, δίχως φόβους και δίχως προσδοκίες.
Πηγή: chrysikakou.grΠηγή Γίνε Ήλιος
Κοινοποιήστε: