Υπάρχουν τρεις αλήθειες που επιμελώς αποκρύπτονται από τους καταναλωτές:
Αλήθεια πρώτη: Η ηλεκτρική ενέργεια έγινε αγαθό πολυτέλειας λόγω των επιδοτήσεων των Α.Π.Ε. (για τις επιδοτήσεις εδώ)
Αλήθεια δεύτερη: Οι Α.Π.Ε. υπάρχουν μόνο επειδή επιδοτούνται, αφού η «καθαρή» ενέργεια που παράγουν δεν μπορεί να καλύψει
τις ανάγκες ενός ηλεκτρικού δικτύου.
(Σε ένα ηλεκτρικό δίκτυο πρέπει σε κάθε χρονική στιγμή να ικανοποιείται το ισοζύγιο της ισχύος, δηλαδή η ισχύς που απορροφάται από τους καταναλωτές να είναι ίση προς αυτήν που παράγουν οι σταθμοί παραγωγής. Επειδή όμως οι ανεμογεννήτριες παράγουν ηλεκτρική ενέργεια μόνο όταν φυσάει ο άνεμος και τα φωτοβολταϊκά μόνο όταν ο ήλιος λάμπει, δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες ενός δικτύου, η ασφάλεια του οποίου συνεχίζει να στηρίζεται στις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με συμβατικά καύσιμα ).
Αλήθεια τρίτη: Οι Α.Π.Ε , όχι μόνον δεν προστατεύουν, αλλά και βλάπτουν το περιβάλλον (βλέπετε εδώ, εδώ και εδώ).
Βεβαίως οι αλήθειες αυτές είναι δύσκολο να γίνουν αποδεκτές, όταν επί σειρά ετών μας πιπιλίζουν τα αυτιά με τα γνωστά φληναφήματα για τη «φτηνή» και «οικολογική» ενέργεια που παράγεται από τον ήλιο και τον αέρα. Δεν ήρθε όμως ο καιρός που πρέπει να αρχίσουμε να ψάχνουμε και να αμφισβητούμε;
Αναδημοσιεύουμε σε δική μας μετάφραση το τρίτο μέρος του άρθρου «Πώς ο ηλεκτρισμός έγινε είδος πολυτελείας» που δημοσιεύθηκε στο “SPIEGEL ONLINE” στις 4.9.2013 (το πρώτο μέρος εδώ και το δεύτερο εδώ)
Πώς ο ηλεκτρισμός έγινε είδος πολυτελείας
Μέρος 3ο: Κίνητρα για μόλυνση
Όλο και περισσότερες ανεμογεννήτριες λειτουργούν στην Γερμανία και όλο και περισσότερα φωτοβολταϊκά λιάζονται στον ήλιο, ωστόσο η ποσότητα ρύπων και αερίων του θερμοκηπίου που εκπέμπονται από τα φουγάρα αυξήθηκαν πέρυσι. Αυτή η κρίσιμη εξέλιξη είναι ιδιαίτερα εμφανής στην μικρή πόλη Grosskotzenburg, ανατολικά της Φρανκφούρτης.
Ο μεγαλύτερος προμηθευτής ενέργειας της Γερμανίας, η εταιρεία E.ΟΝ AG, με έδρα το Ντίσελντορφ, λειτουργεί εδώ και πολλά χρόνια έναν μεγάλο σταθμό ηλεκτροπαραγωγής με βάση τον λιγνίτη στο Grosskotzenburg Η παλαιότερη από τις πέντε μονάδες του εργοστασίου Staudinger (σημείωση του μεταφραστή: το εργοστάσιο αυτό είναι γνωστό και ως σταθμός ηλεκτροπαραγωγής Großkrotzenburg ) κτίστηκε το 1965 και λειτουργεί στο γελοίο επίπεδο απόδοσης του 32% . Ακόμα και στην E.ΟΝ το εργοστάσιο Staudinger θεωρείται πλέον «εντελώς απαράδεκτο, τόσο οικονομικά όσο και περιβαλλοντικά».
Οι υπερσύγχρονες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που λειτουργούν με φυσικό αέριο, σαν αυτό στην πόλη Irsching της Βαυαρίας, έχουν σχεδόν διπλάσια απόδοση από αυτές που λειτουργούν με άνθρακα, ή περίπου 60%. Επιπλέον είναι πιο ευέλικτες και εκπέμπουν πολύ λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα. Ίσως αυτό εξηγεί γιατί οι υπεύθυνοι της εταιρείας E.ON δεν θορυβήθηκαν όταν η άδεια λειτουργίας της παλαιότερης από τις πέντε μονάδες του Staudinger έληξε την 1η Ιανουαρίου τρέχοντος έτους.
“Για να είμαστε καλυμμένοι ενημερώσαμε αρκετές φορές τους αρμόδιους φορείς ότι κλείνουμε την μονάδα”, λέει ο διευθύνων σύμβουλος της E.ΟΝ, Johannes Teyssen. Εφόσον οι φορείς δεν διατύπωσαν αντιρρήσεις, η εταιρεία ξεκίνησε τον Μάιο την αποσυναρμολόγηση βασικών στοιχείων του εργοστασίου και μετέφερε τους εργαζόμενους σε άλλα εργοτάξια. Η E.ON είχε σχεδιάσει να ολοκληρώσει το έργο μέχρι το τέλος του χρόνου και να αφαιρέσει ό,τι έμεινε από το παλιό εργοστάσιο.
Αλλά η κατάσταση άλλαξε ξαφνικά στις 30 Ιουνίου, όταν η E.ON έλαβε μια επιστολή από τον φορέα εκμετάλλευσης του δικτύου που συνδέεται με το εργοστάσιο, την εταιρεία Tennet, και από την ρυθμιστική αρχή. Η μονάδα, σύμφωνα με την επιστολή, ήταν απαραίτητη για τη διατήρηση της σταθερότητας του δικτύου και η E.ΟΝ όφειλε να αποκαταστήσει την επιχειρησιακή ετοιμότητα του εργοστασίου άνθρακα χωρίς καθυστέρηση.
Αυτό είναι μια από τις πιο περίεργες εξελίξεις στην ιστορία της γερμανικής ενεργειακής μεταρρύθμισης. Τα πιο ρυπογόνα εργοστάσια της χώρας είναι πλέον και τα πιο κερδοφόρα: τα παλιά και άνευ σημασίας εργοστάσια λιγνίτη. Πολλά απ’ αυτά τα εργοστάσια λειτουργούν τώρα με πλήρη ισχύ.
Αυτό αφήνει μια μαύρη κηλίδα στις περιβαλλοντικές στατιστικές της Γερμανίας. Ενώ η ποσότητα ηλεκτρισμού από ανανεώσιμες πηγές ενεργείας αυξήθηκε κατά 10,2% το 2012, το πρώτο έτος της νέας ενεργειακής πολιτικής, η ποσότητα παραγωγής από εργοστάσια λιθάνθρακα και λιγνίτη αυξήθηκε επίσης κατά 5% η καθεμία . Ως αποτέλεσμα οι εκπομπές CO2 της Γερμανίας αυξήθηκαν κατά 2% το 2012. Ο Υπουργός Περιβάλλοντος Altmaier , ήταν φανερά εκνευρισμένος δηλώνοντας: “Αυτή η εξέλιξη δεν μπορεί να γίνει τάση”.
Αλλά οι ειδικοί αναμένουν ότι ο Altmaier θα γελοιοποιηθεί ακόμα μια φορά στο τέλος του χρόνου, αν είναι ακόμα υπουργός. Μια έρευνα που είδε το φως της δημοσιότητας την περασμένη εβδομάδα από την Ομοσπονδιακή Αρχή Δικτύου δείχνει ότι η παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη θα παραμείνει σχεδόν σταθερή, στις 148 τεραβατώρες μέχρι το 2022. Το απογοητευτικό συμπέρασμα ήταν ότι η ανταγωνιστική θέση του λιγνίτη «μόλις και μετά βίας θα μειωθεί με ένα αυξανόμενο μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο μείγμα».
Πέρα από την Σουηδία
Καμιά φορά η ανάγκη γεννά τις καλύτερες ιδέες. Τουλάχιστον έτσι το βλέπει ο GustavEbenå (σημείωση του μεταφραστή: επικεφαλής της Μονάδας Ελέγχου και Εποπτείας του Τμήματος Ανάλυσης του Οργανισμού Ενέργειας της Σουηδίας) όταν θυμάται τότε που η Σουηδία έμπαινε στην νέα εποχή της πράσινης ενέργειας στην αλλαγή του αιώνα. Η χώρα του υπέφερε εκείνη την εποχή από τις συνέπειες μιας οδυνηρής οικονομικής κρίσης. “Ένα ήταν σαφές”, θυμάται ο Σουηδός ειδικός. “Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έπρεπε να αναπτυχθούν όσο πιο οικονομικά γινόταν”.
Η Σουηδία ανέπτυξε ένα σύστημα που βασίζεται σε ποσοστώσεις για την πράσινη ενέργεια και σε μια αγορά πιστοποιητικών. . “Κατά μία έννοια, το μοντέλο μας ήταν το ανάποδο του Γερμανικού συστήματος επιδοτήσεων”, λέει ο Ebenå, ο οποίος έζησε στην Γερμανία για πολλά χρόνια και είναι καλά ενημερωμένος για τις ενεργειακές μεταρρυθμίσεις της Γερμανίας.
Το Σουηδικό μοντέλο επικράτησε μεταξύ των ανταγωνιστικών απόψεων. Σύμφωνα μ’αυτό , μια κιλοβατώρα καθαρής ενέργειας κοστίζει μόλις 10% περισσότερο από τον συμβατικό ηλεκτρισμό. “Αυτό σημαίνει ότι οι καταναλωτές μας πληρώνουν ελάχιστα σε σχέση με όσο ξοδεύουν οι Γερμανοί για να μπουν στην εποχή της ανανεώσιμης ενέργειας”, τονίζει ο Ebenå .
Εντούτοις , η Σουηδία προχωρά γοργά με την επέκταση της πράσινης ενέργειας. Η χώρα παράγει ήδη περίπου το 45% του ηλεκτρικής ενέργειας της από υδροηλεκτρικούς σταθμούς. Ως αποτέλεσμα του συστήματος επιδοτήσεων, η βιομάζα και οι ανεμογεννήτριες έχουν συμβάλει περίπου 10% στο ενεργειακό μείγμα τα τελευταία χρόνια. Η Νορβηγία υιοθέτησε το σουηδικό σύστημα πέρυσι. Μπορεί όμως αυτό το μοντέλο να εφαρμοστεί στην Γερμανία;
Τα μέλη της επιτροπής που διορίστηκαν από τη Γερμανική κυβέρνηση πιστεύουν ότι μπορεί, και πρόκειται να υποβάλουν ένα λεπτομερές σχέδιο στον Υπουργό Οικονομικών Philipp Rösler την Πέμπτη. Το σχέδιο επιμελήθηκε ο οικονομολόγοςJustus Haucap και ο ειδικός στα νομικά Jürgen Kühling. Το σχέδιο επίσης υποστηρίζεται από την ομάδα οικονομικών μελετών RWI και από την Γερμανική Ακαδημία Επιστημών και Μηχανικής (Acatech).
Οι ειδικοί προτείνουν να επιβάλει η κυβέρνηση μια ποσόστωση πράσινης ενέργειας στους προμηθευτές ενέργειας, και σταδιακά να αυξήσει αυτήν την ποσόστωση σύμφωνα με τους στόχους της για την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας. Η ημερομηνία διακοπής θα είναι η 01 Ιανουαρίου 2015. Στους επόμενους 12 μήνες το 27,5% του ηλεκτρισμού θα πρέπει να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, το 29% το 2016 και τελικά το 35% το 2020.
Ωστόσο, θα εναπόκειται στις εταιρείες ενέργειας και στις δημοτικές υπηρεσίες κοινής ωφέλειας να επιλέξουν τις αντίστοιχες πηγές καθαρής ενέργειας. Η επιτροπή πιστεύει ότι οι προμηθευτές ενέργειας θα πρέπει να αποφασίζουν πώς να δαπανήσουν τα χρήματά τους: στην αιολική ενέργεια, την ηλιακή ή την βιομάζα. Οι δημοτικές υπηρεσίες κοινής ωφέλειας θα αναζητούν την χαμηλότερη δυνατή τιμή για την καθαρή ηλεκτρική ενέργεια. Αυτό θα ενθαρρύνει τον ανταγωνισμό μεταξύ υπεράκτιας και χερσαίας αιολικής ενέργειας, καθώς και μεταξύ ηλιακής και βιομάζας, και οι τιμές θα πέσουν, προς όφελος των καταναλωτών.
Διατήρηση αδιάβλητου συστήματος
Στην Σουηδία, το σύστημα εξασφαλίζει ότι οι επενδύσεις των επιχειρήσεων ηλεκτρικής ενέργειας διοχετεύονται αυτομάτως στην τεχνολογία που θεωρούν ως την πλέον οικονομικά αποδοτική. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα είναι και η φθηνότερη σε μια δεδομένη στιγμή. Όπως κάθε άλλη εταιρεία, έτσι και οι Σουηδικές υπηρεσίες κοινής ωφέλειας ενδιαφέρονται να μεγιστοποιούν την απόδοση μιας επένδυσης. Αυτό διαφέρει στην Γερμανία , όπου η πιο αναποτελεσματική τεχνολογία σε μια δεδομένη στιγμή είναι και η περισσότερη επιδοτούμενη και βασίζεται στην περίεργη λογική ότι πρέπει να την φέρουν στην αγορά για ένα ιδιαίτερα μακρύ διάστημα.
Για να αποκλειστεί η περίπτωση οι πάροχοι ενέργειας να κάνουν απάτη σε σχέση με το μοντέλο ποσόστωσης, η σουηδική κυβέρνηση ζητά να καταθέσουν έναν αριθμό πιστοποιητικών πράσινης ενέργειας. Κάθε πιστοποιητικό αντιπροσωπεύει μία Μεγαβατώρα καθαρού ηλεκτρισμού. Αυτοί που δεν μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν εκπληρώσει τις ποσοστώσεις τους τιμωρούνται με βαρύ πρόστιμο.
Τα υπόλοιπα αφήνονται στην προσφορά και ζήτηση, με βάση τους συνήθεις κανόνες της οικονομίας της αγοράς. Όταν η ποσότητα πράσινης ενέργειας που παράγεται είναι χαμηλή , υπάρχουν λιγότερα πιστοποιητικά στην αγορά και η τιμή τους αυξάνεται. Αυτό, με την σειρά του, παρέχει κίνητρα στους επενδυτές να κατασκευάσουν επιπλέον ανεμογεννήτριες ή φωτοβολταϊκά. Επίσης μπορούν να επενδύσουν τα χρήματά τους σε συστήματα αποθήκευσης, τα οποία καθιστούν την παραγωγή ενέργειας πιο αποτελεσματική. Ή μπορούν να επενδύσουν σε τεχνολογίες που δεν παίζουν ρόλο στην Γερμανία σήμερα αλλά μελετώνται σε άλλα μέρη του κόσμου.
Για την Σουηδή Υπουργό Ενεργείας, Anna-Karin Hatt, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του μοντέλου ποσοστώσεων είναι ότι περιέχει λίγους γραφειοκρατικούς περιορισμούς. Η κυβέρνηση ορίζει τον στόχο, αλλά όχι την μέθοδο. Εν αντιθέσει προς το γερμανικό σύστημα , η κυβέρνηση δεν είναι αναγκασμένη να αναπροσαρμόζει διαρκώς τα επίπεδα επιδότησης για την αιολική ενέργεια, την ηλιακή και την βιομάζα. “Ως αποτέλεσμα η αγορά ενέργειας δεν εξαρτάται από καινούργιες πολιτικές αποφάσεις κάθε χρόνο,” λέει η Hatt. “Οι επενδυτές στην ανανεώσιμη ενέργεια εκτιμούν πολύ αυτήν την προβλεψιμότητα.”
Στην Σουηδία με τα πυκνά δάση, οι προμηθευτές ενέργειας αρχικά επικεντρώθηκαν στην βιομάζα με τη μορφή αποβλήτων από ξύλο και χαρτί. Χρησιμοποίησαν αυτό το υλικό ως καύσιμο για τους συμβατικούς ηλεκτροπαραγωγικούς σταθμούς, οι οποίοι παράγουν ηλεκτρική ενέργεια και προμηθεύουν θέρμανση από μεγάλη απόσταση σε νοικοκυριά. Αλλά αυτή η δυνατότητα έχει πλέον εξαντληθεί σε μεγάλο βαθμό. Γι’ αυτόν τον λόγο ο κλάδος στράφηκε στην κατασκευή ή τον εκσυγχρονισμό αιολικών πάρκων κυρίως στην ηπειρωτική χώρα, λέει ο Ebenå, “γιατί τα υπεράκτια αιολικά πάρκα κοστίζουν πολύ. “
Εκλογές και δημόσια σιωπή
Το πιθανότερο είναι ότι στην Γερμανία ένα μοντέλο βασισμένο σε ποσοστώσεις θα οδηγούσε επίσης στην κατασκευή χερσαίων ανεμογεννητριών. Οι κυβερνητικοί στόχοι για επέκταση των υπεράκτιων δεν θα ήταν πια εφικτοί – και όχι χωρίς λόγο. Εξ αιτίας του δύσκολου περιβάλλοντος, η τεχνολογία είναι επιρρεπής σε αποτυχία και το κόστος κατασκευής μακριά από την ακτή είναι πολύ υψηλό. Το χειρότερο είναι ότι η ηλεκτρική ενέργεια πρέπει να μεταφέρεται εκατοντάδες χιλιόμετρα μέσα στην χώρα.
Είναι σαφές ότι η επόμενη γερμανική κυβέρνηση θα αναγκαστεί να σχεδιάσει μια αλλαγή στην ενεργειακή πολιτική. Η τιμή όμως της ηλεκτρικής ενέργειας είναι ένα τοξικό θέμα της εκλογικής εκστρατείας , δεδομένων των κακών προγνωστικών και των υποσχέσεων που δεν τηρήθηκαν. Σε μια κυβερνητική δήλωση τον Ιούνιο του 2011, η ΚαγκελάριοςMerkel είχε υποσχεθεί να κρατήσει τις τιμές σταθερές. “Η επιβάρυνση για την ανανεώσιμη ενέργεια δεν πρέπει να ξεπεράσει τα τωρινά επίπεδα,” είπε η Merkel στο κοινοβούλιο. Ο δε Υπουργός Οικονομικών Rösler ισχυρίστηκε ότι υπάρχει ακόμα και περιθώριο για περικοπές στον φόρο ενεργείας. Όταν οι τιμές αυξήθηκαν , ο Rösler και αργότερα ο Υπουργός Περιβάλλοντος Röttgen κατηγόρησαν ο ένας τον άλλο αντί να βρουν μια λύση.
Κανένα από τα κόμματα δεν έχει ένα σχέδιο με συνοχή για την αντιμετώπιση του προβλήματος μετά τις βουλευτικές εκλογές στις 22 Σεπτεμβρίου 2013. Οι λίγες μέχρι τώρα προτάσεις είναι ενοχλητικά απλουστευτικές . Ο Altmaier και το CDUσκέπτονται το ενδεχόμενο να πληρωθούν οι επιδοτήσεις για την πράσινη ενέργεια του χρόνου με δανεικά, ούτως ώστε να καθυστερήσει η επόμενη αύξηση της ηλεκτρικής ενέργειας κατά μερικούς μήνες.
Η Gerda Hasselfeldt, μέλος του CSU, αδελφού κόμματος του CDU στην Βαυαρία, ευνοεί το φόρτωμα τουλάχιστον μέρους του κόστους στην επόμενη γενιά. Σύμφωνα με την πρότασή της, η κρατική αναπτυξιακή τράπεζα KfW θα αναλάβει μέρος του κόστους για φωτοβολταικά και ανεμογεννήτριες. Το ποσόν σ’αυτήν την περίπτωση θα αποπληρωθεί μέσα στα επόμενα 40 χρόνια.
Όσο για τις προτάσεις του SPD, των Πρασίνων και του FDP, αυτές κυμαίνονται από την μείωση του φόρου ρεύματος ως την μείωση του ΦΠΑ. Αυτό όμως δεν πρόκειται να δώσει λύση στα δομικά προβλήματα, τα οποία απαιτούν ριζική μεταρρύθμιση της κυβερνητικής επιτροπής. Το πρόβλημα είναι ότι η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να είναι πρόθυμη να τα βάλει με τις ισχυρότερες βιομηχανίες ρεύματος.
Μέχρις ότου το θέμα φτάσει στην επόμενη νομοθετική περίοδο, ο Υπουργός Περιβάλλοντος Altmaier προτιμά να στέλνει στους καταναλωτές συμβουλές εξοικονόμησης: “Όταν μαγειρεύω , προσπαθώ να αφήνω την κατσαρόλα με κλειστό το καπάκι.”
Από τους FRANK DOHMEN, MICHAEL FRÖHLINGSDORF, ALEXANDER NEUBACHER, TOBIAS SCHULZE AND GERALD TRAUFETTER
Μετάφραση από τα γερμανικά στα αγγλικά από τον Christopher Sultan
Κοινοποιήστε: