Το μόνο που μας μένει είναι να γράψουμε την Ιστορία. Κυριολεκτώ.
Να γίνουμε εμείς οι ίδιοι συγγραφείς, εδώ και τώρα. Να μην επιτρέψουμε σε κανέναν «αντικειμενικό» και «νηφάλιο» του μέλλοντος να τροχίσει τις άκρες και ν’ αλλάξει το αρχικό σχήμα.
Να αναλάβει κάποιος υπεύθυνα να γράψει την «Ιστορία της κρίσης», της απώλειας της Μακεδονίας συμπεριλαμβανόμενης, και αποκάτω να συνυπογράψουμε όλοι.
Να φτιάξουμε το πρώτο βιβλίο Ιστορίας που γράφεται συγχρόνως με τα τεκταινόμενα και συγγραφείς είναι όλοι οι υγιείς Έλληνες. Εκατομμύρια τα θύματα των τραπεζιτών, εκατομμύρια οι κάτοικοι του προτεκτοράτου, εκατομμύρια οι συγγραφείς.
Να διασωθεί πάση θυσία η αλήθεια. Να «σώσουμε» τα ψέματα των πολιτικών (κυρίως του Τσίπρα), τις παλινωδίες, τις υπεκφυγές και τις κωλοτούμπες.
Σε ηλεκτρονικά μέσα, αλλά και σε χαρτί (το διαδίκτυο αργά ή γρήγορα θα λογοκριθεί, τα ψηφιακά μέσα αποθήκευσης μπορεί να σβηστούν μαζικά με προηγμένη τεχνολογία).
Να γράψουμε ό,τι μπορούμε, να σώσουμε ό,τι μπορούμε.
Να θάψουμε σεντούκια με στοιχεία, να ρίξουμε μπουκάλια στο πέλαγος. Αν στο μέλλον κάποιος επαναστάτης χρειαστεί θεωρητικό υπόβαθρο να μπορέσει, με λίγη τύχη, να το βρει.
Μετά από μια πρόσφατη, όψιμη είναι η αλήθεια, ενασχόλησή μου με τον Ελληνικό Εμφύλιο της δεκαετίας του 1940, βρέθηκα στη δυσάρεστη θέση να επιβεβαιώσω (καθυστερημένα) εκείνο που άλλοι, επιστήμονες και μη, είχαν επισημάνει εδώ και χρόνια: επιχειρείται προγραμματισμένη, βάσει σχεδίου, αναθεώρηση και αυτού του κομματιού της Ιστορίας. Για την ακρίβεια, αναθεώρηση της αναθεώρησης: μετα-αναθεώρηση. Αν υποθέσουμε ότι οι «εθνικόφρονες» μετεμφυλιακοί ιστορικοί έγραψαν και οι «προοδευτικοί» ιστορικοί της μεταπολίτευσης αναθεώρησαν, οι μετα-αναθεωρητές του 21ου αιώνα αναθεωρούν εκ νέου. Οι τελευταίοι, ως «αντικειμενικοί», «ίσων αποστάσεων» και «ανένταχτοι» … φθάνουν στο σημείο να «αθωώσουν» τα Τάγματα Ασφαλείας!
Διότι, πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευθεί το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο «Εμφύλια Πάθη: 23+2 Ερωτήσεις και Απαντήσεις για τον Εμφύλιο» (Σ. Καλύβας και Ν. Μαραντζίδης, εκδ. Μεταίχμιο 2015);
«Τα Τάγματα Ασφαλείας (Τ.Α.) ήταν η πιο πολυσυζητημένη μορφή συνεργασίας (ενν. με τον κατακτητή) και μαζί με τους «ταγματασφαλίτες» κατέχουν σήμερα στην ιστορική μας συνείδηση θέση ανάλογη με εκείνη των κομμουνιστών στο μετεμφυλιακό κράτος. Και στις δύο περιπτώσεις, ένα σύνθετο πολιτικό φαινόμενο προσεγγίστηκε πρωτίστως με όρους ιστορικής καρικατούρας και πολιτικής συνθηματολογίας, υπογραμμίζοντας μια σειρά από αρνητικά χαρακτηριστικά (προδοσία, τυφλή βία, άβουλη εκπροσώπηση ξένων συμφερόντων) και καθιστώντας τους φορείς τους αποσυνάγωγους του έθνους. Με άλλα λόγια, τους «Εαμοβούλγαρους» της μετεμφυλιακής εποχής διαδέχθηκαν οι «γερμανοτσολιάδες» της Μεταπολίτευσης.»
Θα μπορούσα να χαρακτηρίσω αρνητικά τους μετα-αναθεωρητές, ακαδημαϊκούς και μη, ίσως όμως αδικήσω κάποιον πραγματικά ανεξάρτητο. Με βάση βέβαια την λαϊκή σοφία («πες μου τον φίλο σου να σου πω ποιος είσαι»), θα στοιχημάτιζα ότι οι περισσότεροι από τους αρνητικούς χαρακτηρισμούς ισχύουν στο ακέραιο για τους περισσότερους απ’ αυτούς (πες μου το think tank σου να σου ποιος είσαι). Δεν είναι όμως αυτό το θέμα μου.
Εδώ, σήμερα, με αφορμή τα παραπάνω, γράφω για το μέλλον. Για το πώς θα καταγραφεί στο μέλλον, ως Ιστορία πια, το παρόν που ζούμε.
Αν είστε σίγουροι ότι ο σύγχρονος δωσιλογισμός, κακοήθης και προκλητικός για μας που τον βιώνουμε, θα περάσει στα βιβλία της Ιστορίας, καταδικασμένος εις τους αιώνας, ίσως θα πρέπει να αναθεωρήσετε (!) αυτή σας την βεβαιότητα.
Η άποψη του «ανώνυμου», απλού πολίτη, όταν παραμένει ως συναίσθημα στην ψυχή του, ή διατυπώνεται σε μια επιστολή του, δεν καταγράφεται στην Ιστορία. Μόνο οι μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις με όγκο, παλμό και ορατό αποτέλεσμα καταγράφονται και αυτές όχι πάντα. Κι ακόμη κι αν καταγραφούν, στα επίσημα ιστορικά έγγραφα μνημονεύονται ψυχρά και ο δυναμισμός τους αποσιωπάται εντέχνως.
Οι ιστορικοί, ιδιαίτερα εκείνοι που στο όνομα της αντικειμενικότητας και της επιστημονικής μεθοδολογίας βασίζονται σε γεγονότα μεγάλης βαρύτητας, χειροπιαστά, με μετρήσιμο-υπολογίσιμο αποτέλεσμα, δεν ασχολούνται με μεμονωμένα άτομα ή πλήθος ατόμων, αν αυτά δεν αλλάζουν την Ιστορία. Λαϊκές διαδηλώσεις που υποχρεώνουν τον βασιλιά, απόλυτο έως τότε μονάρχη, να θεσπίσει Σύνταγμα, καταξιώνονται. Αντίθετα, συλλαλητήρια υπέρ Μακεδονίας για τα οποία κανένα αυτί υπευθύνου δεν ιδρώνει, ιστορικά είναι καταδικασμένα να απαξιωθούν. Επίσημα κρατικά έγγραφα, «έγκριτος» Τύπος και πρόσωπα «κύρους» μετρούν πολύ. Απόψεις ιδιωτών, διαδικτυακές συζητήσεις, κοινωνικά δίκτυα, ατάκες, πύρινα άρθρα κτλ δεν πρόκειται να μετρήσουν.
Ο ιστορικός τού μέλλοντος συνεπώς, πιθανότατα θα χρησιμοποιήσει ως πηγές, θλιβερές φιγούρες του «θεσμικού» θεάτρου σκιών. Θα παραθέσει τις επανειλημμένες «βαρυσήμαντες» με «πολλούς αποδέκτες» δηλώσεις του Παυλόπουλου περί «αδιαπραγμάτευτου ευρωπαϊκού μέλλοντος της Ελλάδας». Την «προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία» με την προκήρυξη δημοψηφίσματος από τον Τσίπρα και τη θέση του υπέρ του ΟΧΙ. Την επιστολή της Θάνου, προέδρου του Αρείου Πάγου το 2015 και ισότιμης «θεσμικώς» του Τσίπρα, προς τους ομολόγους της (αρχιδικαστές!) της Ευρώπης, περί της ερμηνείας τού ΟΧΙ.
Θα ανασύρει τα πρωτοσέλιδα «παραδοσιακά προοδευτικών» εφημερίδων και τη φλογερή αρθρογραφία «αγωνιστών δημοσιογράφων» με διθυράμβους για τον Τσίπρα.
Και, δεν αποκλείεται, να γράψει τελικά:
«Υπό την πεφωτισμένη ηγεσία τού νεαρού αλλά μαχητικού ηγέτη Αλέξη Τσίπρα, η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, κατάφερε να ενώσει την Ευρώπη των λαών, εξοβελίζοντας την λιτότητα και εγκαθιδρύοντας την έννοια του κοινωνικού κράτους».
Κι επειδή το πλέον αξιόπιστο, για τον ιστορικό, στοιχείο της λαϊκής βούλησης είναι το αποτέλεσμα της κάλπης (με ενσωματωμένη, εννοείται, τη νοθεία τού εκάστοτε εκλογικού συστήματος), δεν αποκλείεται να συνεχίσει:
«Ωστόσο, η απογοήτευση των ψηφοφόρων για τα επίπεδα μισθών και συντάξεων και την εγκληματικότητα, έφεραν στην εξουσία τον φέρελπι Κυριάκο Μητσοτάκη, θιασώτη της προσέλκυσης επενδύσεων και της καινοτόμου επιχειρηματικότητας».
Το μόνο όπλο μας για την προληπτική αντιμετώπιση αυτής της Ιστοριογραφίας είναι η ειλικρίνεια. Ας είμαστε, λοιπόν, ειλικρινείς. Με τους εαυτούς μας πάνω απ’ όλα.
Αποτύχαμε.
Αποτύχαμε, ως λαός, να υποχρεώσουμε τον ιστορικό τού μέλλοντος να μας συμπεριλάβει στη συγγραφή του. Δεν μπορούμε πια να κοιτάξουμε στα μάτια όχι μόνο τους ακρωτηριασμένους των «Κίτρινων Γιλέκων», αλλά ούτε τους «ψαράδες» Ισλανδούς. Το μόνο που καταφέραμε να αποδείξουμε στα «χρόνια της κρίσης», είναι ότι ξεμάθαμε τον δρόμο. Ότι εκχωρήσαμε το όπλο της διαδήλωσης σε επαγγελματίες: συντεχνίες, κομματόσκυλους και εγκάθετους. Ότι αδυνατούμε να υπερασπίσουμε το Σύνταγμα μέσω του τελευταίου άρθρου του. Ας παραδεχθούμε επιτέλους ότι ο μέσος Έλληνας δεν κατεβαίνει πια στον δρόμο. Ότι περιμένει τις εκλογές για να τιμωρήσει τη Σκύλα ψηφίζοντας τη Χάρυβδη ή απέχοντας. Εξηγήσεις πολλές και δικαιολογίες περισσότερες: το μεγαλύτερο κληροδότημα της Χούντας των συνταγματαρχών στην Παγκόσμια ελίτ ήταν ότι διέκοψε βίαια την κεκτημένη ταχύτητα των μαζικών αντιδράσεων (Κυπριακό, Ανένδοτος, Ιουλιανά). Το μεγαλύτερο δώρο της Μεταπολίτευσης στην ίδια ελίτ ήταν ότι επέβαλε στον Έλληνα την εικονική πραγματικότητα του «ισότιμου» Ευρωπαίου, του βολεμένου με δανεικά. Βία και βόλεμα σκότωσαν τον δρόμο.
Το μόνο που μας μένει είναι να γράψουμε την Ιστορία. Κυριολεκτώ. Να γίνουμε εμείς οι ίδιοι συγγραφείς, εδώ και τώρα. Να μην επιτρέψουμε σε κανέναν «αντικειμενικό» και «νηφάλιο» του μέλλοντος να τροχίσει τις άκρες και ν’ αλλάξει το αρχικό σχήμα. Να αναλάβει κάποιος υπεύθυνα να γράψει την «Ιστορία της κρίσης», της απώλειας της Μακεδονίας συμπεριλαμβανόμενης, και αποκάτω να συνυπογράψουμε όλοι. Να φτιάξουμε το πρώτο βιβλίο Ιστορίας που γράφεται συγχρόνως με τα τεκταινόμενα και συγγραφείς είναι όλοι οι υγιείς Έλληνες. Εκατομμύρια τα θύματα των τραπεζιτών, εκατομμύρια οι κάτοικοι του προτεκτοράτου, εκατομμύρια οι συγγραφείς.
Να διασωθεί πάση θυσία η αλήθεια. Να «σώσουμε» τα ψέματα των πολιτικών (κυρίως του Τσίπρα), τις παλινωδίες, τις υπεκφυγές και τις κωλοτούμπες.
Σε ηλεκτρονικά μέσα, αλλά και σε χαρτί (το διαδίκτυο αργά ή γρήγορα θα λογοκριθεί, τα ψηφιακά μέσα αποθήκευσης μπορεί να σβηστούν μαζικά με προηγμένη τεχνολογία).
Να γράψουμε ό,τι μπορούμε, να σώσουμε ό,τι μπορούμε.
Να θάψουμε σεντούκια με στοιχεία, να ρίξουμε μπουκάλια στο πέλαγος. Αν στο μέλλον κάποιος επαναστάτης χρειαστεί θεωρητικό υπόβαθρο να μπορέσει, με λίγη τύχη, να το βρει.
Αφού δεν είμαστε ικανοί να «γράψουμε Ιστορία» γενόμενοι μέρος της, ας (συγ)γράψουμε τώρα την Ιστορία μας για τον επαναστάτη του μέλλοντος.
attikaneaΠηγή Αφού δεν είμαστε ικανοί να «γράψουμε Ιστορία», ας αξιωθούμε τουλάχιστον να γράψουμε την Ιστορία.
Κοινοποιήστε: