Στις σελίδες ενός βιβλίου τα παιδιά μπορούν να βρουν έμπνευση, διέξοδο αλλά και αύξηση της ενσυναίσθησης και μείωση του άγχους, σύμφωνα με νεότερη μελέτη.
Δε συνηθίζουμε πλέον να βλέπουμε πολλά παιδιά να διαβάζουν λογοτεχνικά βιβλία, καθώς σημαντικό έδαφος κερδίζουν τα τεχνολογικά μέσα, όπως τα κινητά και τα τάμπλετ. Όσα παιδιά, όμως, ευχαριστιούνται να χάνονται μέσα στις σελίδες των βιβλίων, έχουν ένα σημαντικό προβάδισμα σε σύγκριση με τα υπόλοιπα.
Νεότερη μελέτη του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, του Πανεπιστημίου του Warwick και του Πανεπιστημίου Fudan στην Κίνα ισχυρίζεται ότι οι μικροί βιβλιοφάγοι τείνουν να εξελίσσονται σε πιο ευτυχισμένους και έξυπνους εφήβους. Πιο συγκεκριμένα, 12 ώρες ανάγνωσης την εβδομάδα θα μπορούσε να προσφέρει μεγαλύτερους και καλύτερους εγκεφάλους και επομένως καλύτερες επιδόσεις στη μνήμη, την ομιλία, τη λεκτική μάθηση, την προσοχή και τα γενικά ακαδημαϊκά τεστ.
Οφέλη όμως παρατηρήθηκαν και στην ψυχική υγεία των παιδιών, παρουσιάζοντας λιγότερους δείκτες στρες και κατάθλιψης, αλλά και αντίστοιχα λιγότερα προβλήματα συμπεριφοράς, όπως επιθετικότητα και παραβίαση κανόνων, σύμφωνα με κλινικές βαθμολογίες και αναφορές γονέων και δασκάλων.
Τέλος, ο περισσότερος χρόνος για το διάβασμα σήμαινε καλύτερη ποιότητα ύπνου και λιγότερο χρόνο πίσω από τις οθόνες.
Ωστόσο, σχεδόν οι μισοί από τους 10.000 εφήβους που μελετήθηκαν -ηλικίας μεταξύ δύο και εννέα ετών- διάβαζαν ελάχιστα ως χόμπι ή άρχισαν να διαβάζουν στον ελεύθερό τους χρόνο μόνο αργότερα στην παιδική τους ηλικία. Το υπόλοιπο 52% πέρασε από τρία έως 10 χρόνια διαβάζοντας στον ελεύθερό τους χρόνο.
«Το διάβασμα δεν είναι απλώς μια ευχάριστη εμπειρία – είναι ευρέως αποδεκτό ότι εμπνέει τη σκέψη και τη δημιουργικότητα, αυξάνει την ενσυναίσθηση και μειώνει το άγχος. Αλλά επιπλέον, βρήκαμε σημαντικές ενδείξεις ότι συνδέεται με σημαντικούς αναπτυξιακούς παράγοντες στα παιδιά, βελτιώνοντας τη γνωστική ικανότητα, την ψυχική υγεία και τη δομή του εγκεφάλου τους, που αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους για τη μελλοντική μάθηση και την ευημερία» σημειώνει η δρ. Barbara Sahakian, Καθηγήτρια Κλινικής Νευροψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.
Ένα βασικό εύρημα της μελέτης ήταν το ότι όσοι διάβαζαν σε νεαρή ηλικία είχαν μετρίως μεγαλύτερη συνολική εγκεφαλική επιφάνεια και όγκο. Αυτό περιελάμβανε περιοχές ζωτικής σημασίας για τη γνωστική λειτουργία. Δώδεκα ώρες την εβδομάδα προσδιορίστηκαν ως η ιδανική ποσότητα χρόνου ανάγνωσης, καθώς δεν παρατηρήθηκαν πρόσθετα οφέλη από τις περισσότερες ώρες.
Παρόλα αυτά, οι ερευνητές σημειώνουν ότι ενδεχομένως να πληγεί η γνωστική ικανότητα των παιδιών από το υπερβολικό διάβασμα, όταν ο ελεύθερος χρόνος δε μοιράζεται και σε άλλες πνευματικές δραστηριότητες, όπως ο αθλητισμός και η κοινωνική αλληλεπίδραση.
Σε αντίθεση με τις δεξιότητες ακρόασης και ομιλίας μιας γλώσσας – οι οποίες αναπτύσσονται γρήγορα και αβίαστα από τα μικρά παιδιά – η ικανότητα ανάγνωσης είναι μια δεξιότητα που διδάσκεται και καλλιεργείται με την πάροδο του χρόνου. Καθώς ο εγκέφαλός μας αναπτύσσεται κατά την παιδική και εφηβική ηλικία, τα χρόνια αυτά είναι ζωτικής σημασίας για την καθιέρωση προτύπων συμπεριφοράς που ενισχύουν τη γνωστική ανάπτυξη.
«Ενθαρρύνουμε τους γονείς να κάνουν ό,τι μπορούν για να ξυπνήσουν τη χαρά της ανάγνωσης στα παιδιά τους από μικρή ηλικία. Αν γίνει σωστά, αυτό όχι μόνο θα τους δώσει ευχαρίστηση και απόλαυση, αλλά θα βοηθήσει επίσης την ανάπτυξή τους και θα ενθαρρύνει μακροπρόθεσμες αναγνωστικές συνήθειες, οι οποίες μπορεί να αποδειχθούν ευεργετικές και στην ενήλικη ζωή» καταλήγει ο καθηγητής Jianfeng Feng από το Πανεπιστήμιο Fudan της Κίνας και το Πανεπιστήμιο του Warwick.
Πηγή: ygeiamou.gr
Κοινοποιήστε: