Η ανισότητα στις βιομηχανικές χώρες έχει αυξηθεί σημαντικά, ταυτόχρονα και το οικολογικό αποτύπωμα. Πολλοί παράγοντες συμβάλλουν σε αυτή τη κακο-τοπία. Ένας από αυτούς τους παράγοντες είναι και το κυρίαρχο δόγμα της οικονομίας, τα οικονομικά που είναι προσανατολισμένα στη νεοκλασική θεωρία.
Αυτή υποτιμά συστηματικά τον ρόλο της ενέργειας στην οικονομική διαδικασία. Θεωρεί τους νόμους της αγοράς σαν φυσικούς νόμους. Επομένως, η αγορά είναι αποτελεσματική όσο και η φύση. Βγάζει έξω από αυτούς τους νόμους, σε μεγάλο βαθμό, το ζήτημα της οικονομικής ισχύος. Για αυτήν η παραπέρα ανάπτυξη είναι η λύση όλων των προβλημάτων. Έχουμε ανεργία; Χρειαζόμαστε περισσότερη ανάπτυξη! Στασιμότητα στα εισοδήματα; Η οικονομία πρέπει να αναπτυχθεί περισσότερο! Αναγκαία η προστασία του περιβάλλοντος; Μπορεί να επιτευχθεί μόνο με περισσότερη ανάπτυξη! Η ανάπτυξη, όπως ισχυρίζεται, είναι η πηγή της ευημερίας μας.
Πιθανώς αυτό να ίσχυε μερικώς στο παρελθόν. Το 2017, ωστόσο, δεν χρειάζεται να είναι κανένας διαστημικός επιστήμονας για να δει και να καταλάβει ότι η οικονομία της «ανάπτυξη» είναι βαθιά αντιοικονομική, από μακροπρόθεσμη σκοπιά. Υπονομεύει τα θεμέλιά της, πριονίζοντας το κλαδί στο οποίο κάθεται. Το κυρίαρχο οικονομικό δόγμα είναι τυφλό σε σχέση με τα βιοφυσικά θεμέλια της οικονομίας. Για πολλούς οικονομολόγους που το ασπάζονται, ζούμε ακόμα σε μια οικονομία των Καουμπόυδων (Kenneth Boulding), που τότε επεκτείνονταν στην αμερικάνικη «άγρια δύση». Δεν υπάρχουν όρια, μόνο μεγάλη, αχρησιμοποίητη γη. Μια τέτοια καουμπόυκη οικονομία κατακτά περιοχές, τις σκάβει και τις αλέθει κυριολεκτικά. Μετά συνεχίζει πάντα το ίδιο πηγαίνοντας παραπέρα. Ωστόσο, με την παγκοσμιοποίηση, αυξάνει η συνειδητοποίηση ότι η γη είναι στρογγυλή – και ότι αργότερα θα συναντήσει πάλι τις μολυσμένες περιοχές που άφησε πίσω της. Η στρατηγική «εξωτερικοποίησης» του κόστους που ακολουθεί-με την έννοια ότι αναθέτει στην κοινωνία να πληρώσει ή να αποκαταστήσει τις κοινωνικές και οικολογικές ζημιές-δεν θα λειτουργεί για όλη την αιωνιότητα.
Ακόμα κι αν ακούγεται σκληρό και είναι ίσως υπερβολικό: η φύση εξακολουθεί να εμφανίζεται για πολλούς συναδέλφους του κυρίαρχου δόγματος, ως αποθήκη δωρεάν πόρων. Τέτοιες ιδέες και απόψεις είναι πλέον παρωχημένες και ανήκουν στο χθες.
Παρά αυτές τις αδυναμίες, τα νεοκλασικά οικονομικά, προσανατολισμένα στις προτάσεις ενός Gary Becker ή ενός James Buchanan, κατάφεραν να αποικίσουν πολλές άλλες επιστήμες. Ένα παράδειγμα (μεταξύ πολλών) είναι οι επιστήμες της εκπαίδευσης. Εκεί, για σχεδόν 20 χρόνια, προσανατολίζεται κανείς σε οικονομικά κριτήρια με τη μορφή » της αποτελεσματικής κατεύθυνσης», «των ικανοτήτων» και των «αποτελεσμάτων PISA», φαινομενικά αβλαβή- αλλά στην πραγματικότητα έχουν μετασχηματίσει βαθιά τον τομέα της εκπαίδευσης. Δεν πρόκειται πλέον για εκπαίδευση με την έννοια του Humboldt, αλλά για παραγωγή και διάθεση ευέλικτου ανθρώπινου κεφαλαίου [1]
Μερικοί εκπρόσωποι των κυρίαρχων οικονομικών παρουσιάζουν ευχαρίστως τον εαυτό τους ως οικουμενικούς επιστήμονες, αλλά δεν είναι. Η εξειδικευμένη τους έρευνα μπορεί να είναι θεμιτή σε έναν τομέα, αλλά το νόημά της είναι περιορισμένο: αναφέρεται μόνο σε αριθμούς, ισορροπίες και τιμές, δηλαδή σε ποσοτικοποιημένα μετρήσιμα μεγέθη. Αυτό οδηγεί στο γεγονός ότι πολλά οικονομικά μοντέλα, τα οποία χρησιμοποιούνται για συμβουλές στην πολιτική πρακτική, υπολείπονται πολύ από την πραγματικότητα.
Οποιαδήποτε εστίαση στην ποσότητα, πιο έντονα: οποιοδήποτε «έλλειμμα αξίας», δεν ήταν πάντα χαρακτηριστικό της οικονομικής επιστήμης.
Οι κλασικοί της οικονομίας όπως ο Adam Smith, ο David Ricardo, ο John Stuart Mill, αλλά και ο Karl Marx και άλλοι στοχαστές του 18ου και 19ου αιώνα, διατύπωσαν θεωρίες με ηθικο-φιλοσοφικό υπόβαθρο. Ήταν οικονομολόγοι, αλλά και (κοινωνικοί) φιλόσοφοι. Ρωτούσαν: Γιατί υπάρχει η οικονομία; Ποιος κερδίζει χρήματα; Και γιατί; Είναι αυτό δίκαιο;
Τα ηθικά θεμέλια της οικονομίας χάθηκαν περισσότερο στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ό αιώνα. Για τους νεοκλασικούς, όπως ο Alfred Marshall, Léon Walras ή William Stanley και Jevons, η κοινωνικο-φιλοσοφική στιγμή δεν παίζει πλέον κανένα ρόλο. Είδαν τα οικονομικά ως μια απόλυτη επιστήμη, όπως τις φυσικές επιστήμες. Ιδιαίτερα η φυσική και κυρίως εδώ το έργο του Νεύτωνα, εντυπωσίασαν τους νεοκλασικούς. Οι Walras και Jevons δεν ήταν μόνο οικονομολόγοι, είχαν σπουδάσει επίσης φυσική. Ανάλογα με ένα μηχανικό σύστημα που είναι συνεχώς εν κινήσει, κατάλαβαν και τα οικονομικά ως έναν κύκλο κατανάλωσης και παραγωγής, ο οποίος έμπαινε σε ισορροπία από τις τιμές. Οι νόμοι της αγοράς υποτίθεται ότι είναι καθολικά έγκυροι. Όπως ο νόμος της βαρύτητας. Δεν μπορεί να είναι κανείς εναντίον τους. Η ηθική δεν είχε πλέον θέση σε αυτό το σύστημα. Περιορίζεται κανείς στο να περιγράφει τα συγκεκριμένα θέματα ή γεγονότα, χωρίς να τα αμφισβητεί, χωρίς να τα αξιολογεί. Αναπόφευκτα, μια τέτοια στάση οδηγεί σε σκοτεινές περιοχές, στις οποίες το σύντομο αυτό άρθρο ιστολογίου, μόνο σε μερικές λίγες παραδειγματικές περιπτώσεις μπορούσε να αναφερθεί .
Σήμερα είναι πιο σημαντικό από ποτέ να συλλάβουμε μια κοινωνία στην οποία τα οικονομικά και η οικονομία γενικότερα να μπουν ξανά στην υπηρεσία του ανθρώπου. Πρόκειται, όπως επεσήμανε ο Serge Latouche, για τίποτα λιγότερο από την απο-αποικιοποίηση των ιδεών και την απο-οικονομικοποίηση της σκέψης, έτσι ώστε να μπορέσουμε να αλλάξουμε τον κόσμο από τα θεμέλιά του. [2] Το πρώτο βήμα συνίσταται στο να βλέπουμε τα πράγματα διαφορετικά, ώστε να μπορούν να γίνουν διαφορετικά.
[1]. Για εμβάθυνση, συνιστάται: Krautz, Jochen: Ware Bildung: Schule und Universität unter dem Diktat der Ökonomie, München 2011 (Αληθινή Εκπαίδευση: Σχολείο και Πανεπιστήμιο υπό υπαγόρευση της Οικονομίας, Μόναχο 2011).
[2]. Βλέπε: Latouche, Serge: Survivre au développement(Επιβράβευση της ανάπτυξης), Παρίσι 2004, σ. 115.
Μετάφραση: Γιώργος Κολέμπας
Ο συγγραφέας του άρθρου Norbert Nicoll είναι διδάκτωρ της πολιτικής επιστήμης και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Duisburg-Essen για την αειφόρο ανάπτυξη. Ως συγγραφέας δοκιμίων και μέλος της Attac, τον απασχολεί επίσης το ζήτημα της μελλοντικής βιωσιμότητας των δυτικών κοινωνιών. Εκτός των άλλων έχει γράψει και το βιβλίο: Adieu, Wachstum! (Αντίο Ανάπτυξη), Tectum Verlag 2016
Κοινοποιήστε: