Είναι αποδεδειγμένο σήμερα ότι οι πρακτικές της συμβατικής γεωργίας υποβαθμίζουν παγκοσμίως το περιβάλλον και οδηγούν στη μείωση της βιοποικιλότητας, διαταράσσουν την ισορροπία των φυσικών οικοσυστημάτων και τελικά εξαντλούν τη βάση των φυσικών πόρων, στα οποία βασίζεται η γεωργία και – ασφαλώς – το ανθρώπινο γέvoς. Η συμβατική γεωργία πέτυχε τις υψηλές αποδόσεις της κυρίως με την αύξηση των γεωργικών εισροών. Οι εισροές αυτές περιλαμβάνουν τα υλικά συστατικά όπως, το νερό άρδευσης, τα λιπάσματα και τα εντομοκτόνα, την ενέργεια που χρησιμοποιείται για την κατασκευή των υλικών αυτών και το κόστος συντήρησης του εξοπλισμού των αγροκτημάτων και των συστημάτων άρδευσης, και φυσικά, την τεχνολογία με τη μορφή των υβριδικών σπόρων, των νέων μηχανημάτων και των νέων αγροχημικών. Όλες αυτές οι εισροές έρχονται έξω από το αγροοικοσύστημα και η εντατική τους χρήση έχει αρνητικές συνέπειες για τα κέρδη του αγρότη – παραγωγού. Σε μια γεωργική έκταση, όσο περισσότερο χρησιμοποιούνται οι πρακτικές της συμβατικής γεωργίας, τόσο περισσότερο αυτή εξαρτάται από τις εξωτερικές εισροές.
Καθώς η εντατική καλλιέργεια και η μονοκαλλιέργεια υποβαθμίζουν την γονιμότητα του εδάφους, όλο και περισσότερο αναγκαίες γίνονται οι εισροές αζώτου και λοιπών θρεπτικών στοιχείων.
Κατά συνέπεια, η γεωργία δεν μπορεί να είναι αειφόρος, όσο αυτή παραμένει εξαρτημένη από τις εισροές. Πρώτον, διότι οι φυσικοί πόροι, από τους οποίους προέρχονται πολλές από τις εισροές, δεν είναι ανανεώσιμοι και τα αποθέματα τους είναι περατά. Δεύτερον, διότι η εξάρτηση από τις εξωτερικές εισροές καθιστά την αγροτική παραγωγή ευάλωτη στις ελλείψεις των αποθεμάτων, τις διακυμάνσεις των αγορών και τις αυξήσεις των τιμών.
Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της γεωργίας, οι άνθρωποι έχουν αυξήσει την γενετική ποικιλότητα των φυτών καλλιέργειας σε όλο τον κόσμο. Αυτό κατέστη δυνατό τόσο με την επιλογή μιας ποικιλίας συγκεκριμένων και συχνά τοπικά προσαρμοσμένων χαρακτήρων, μέσω της διασταύρωσης των φυτών, όσο και με την συνεχή αναζήτηση άγριων ειδών για τη δημιουργία δεξαμενών γονιδίων. Στις τελευταίες δεκαετίες όμως, η συνολική γενετική ποικιλότητα των αγροτικών φυτών έχει μειωθεί. Πολλές ποικιλίες έχουν εξαφανιστεί και ένας μεγάλος αριθμός οδεύει προς την εξαφάνιση. Εν τω μεταξύ, η γενετική βάση των περισσοτέρων φυτών μείζονος καλλιέργειας έχει καταστεί σε μεγάλο βαθμό ομοιόμορφη. Για παράδειγμα, μόνο έξι ποικιλίες αραβοσίτου χρησιμοποιούνται για το 70% της καλλιέργειας αραβοσίτου παγκοσμίως.
Η απώλεια αυτή της γενετικής ποικιλότητας συνέβη κυρίως λόγω της έμφασης που δόθηκε από τη συμβατική γεωργία στα βραχυπρόθεσμα οφέλη. Όταν αναπτύχθηκαν οι ποικιλίες υψηλής απόδοσης, εμφανίστηκε η τάση αυτές να γίνουν αποδεκτές σε βάρος άλλων ποικιλιών, ακόμη και όταν οι ποικιλίες που αντικατέστησαν είχαν πολλούς επιθυμητούς χαρακτήρες.
Η γενετική ομοιογένεια μεταξύ των φυτών καλλιέργειας είναι επίσης συνδεδεμένη με τη μεγιστοποίηση της παραγωγικής αποτελεσματικότητας, διότι επιτρέπει τη σταθεροποίηση των διαχειριστικών πρακτικών. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η αυξανόμενη γενετική ομοιομορφία των φυτών καλλιέργειας τα κάνει, στο σύνολό τους, να είναι περισσότερο ευάλωτα στις προσβολές των εντόμων και των παθογόνων, που αναζητούν αντίσταση στα εντομοκτόνα και στα αμυντικά συστατικά των ίδιων των φυτών. Καθιστά επίσης τα φυτά περισσότερο ευάλωτα στις αλλαγές του κλίματος και των άλλων περιβαλλοντικών παραγόντων. Το πρόβλημα αυτό χειροτερεύει από την επακόλουθη συρρίκνωση του μεγέθους της γενετικής δεξαμενής του κάθε φυτού καλλιέργειας, γιατί απ’ όλο και λιγότερες ποικιλίες αντλούμε ανθεκτικά ή προσαρμοσμένα γονίδια.
Η γεωργία του μέλλοντος προκειμένου να είναι σε θέση να διαθρέψει τον ολοένα αυξανόμενο ανθρώπινο πληθυσμό, πρέπει να είναι αφενός αειφόρος, αφετέρου υψηλά παραγωγική. Οι δυο αυτές προκλήσεις υποδηλώνουν ότι δεν μπορούμε πολύ εύκολα να εγκαταλείψουμε τις συμβατικές πρακτικές και να επιστρέφουμε στις παραδοσιακές, τοπικές πρακτικές. Μολονότι η παραδοσιακή γεωργία μπορεί να παράσχει πρότυπα και πρακτικές αξιόλογες για την ανάπτυξη της αειφόρου γεωργίας, δεν μπορεί να παράγει τις ποσότητες των τροφίμων που απαιτούνται για την προμήθεια των πυκνοκατοικημένων και συχνά απομεμακρυσμένων αστικών κέντρων και την πλήρη κάλυψη των παγκόσμιων αγορών, λόγω του ότι αυτή εστιάζει κυρίως το ενδιαφέρον της στην κάλυψη τοπικών και μικρής κλίμακας αναγκών. Κατά συνέπεια, αυτό που απαιτείται, είναι μια νέα προσέγγιση στη γεωργία και την αγροτική ανάπτυξη, η οποία οικοδομείται πάνω στις αρχές της διατήρησης των πόρων της παραδοσιακής, τοπικής και μικρής κλίμακας γεωργίας, ενώ ταυτόχρονα σχεδιάζεται πάνω στην άριστη-καινοτόμο γνώση και στις σύγχρονες μεθόδους της γεωργίας. Η προσέγγιση αυτή ενσωματώνεται στην επιστήμη της Αγρο-οικολογίας.
Η Αγρο-οικολογία παρέχει την αναγκαία γνώση και μεθοδολογία για την ανάπτυξη μιας γεωργίας, η οποία από τη μια πλευρά είναι περιβαλλοντικά ανθεκτική και από την άλλη, ορίζεται ως «η εφαρμογή των οικολογικών απόψεων και αρχών στο σχεδιασμό και τη διαχείριση αειφόρων αγροτικών οικοσυστημάτων», δηλαδή να είναι και υψηλά παραγωγική και οικονομικά βιώσιμη. Ανοίγονται έτσι ορίζοντες στην ανάπτυξη νέων παραδειγμάτων για τη γεωργία, διότι εν μέρει, τέμνει τη διάκριση μεταξύ της παραγωγής της γνώσης και τη εφαρμογής της. Αξιολογεί επίσης την τοπική, εμπειρική γνώση των αγροτών – παραγωγών, το μοίρασμα της γνώσης αυτήε και ιην εφαρμογή ins στον κοινό πλέον σκοπό ins αειφορίας.
Οι οικολογία μέθοδοι και αρχές αποτελούν λοιπόν τον ακρογωνιαίο λίθο ins Αγρο-οικολογίας. Αυτές είναι απαραίτητες για να καθοριστεί εάν μια συγκεκριμένη γεωργική πρακτική ή απόφαση διαχείρισης είναι αειφόρος. Με βάση αυτές, είναι πλέον δυνατό να αναπτυχθούν πρακτικές οι οποίες ελαχιστοποιούν τις εξωτερικές εισροές -μειώνοντας τις αρνητικές επιπτώσεις τους – και εισάγουν συστήματα σχεδιασμού και διαχείρισης που βοηθούν τους αγρότες να διατηρούν στο διηνεκές τα αγροκτήματά τους και τις αγροτικές δραστηριότητές τους. Οι δύο επιστήμες από τις οποίες προήλθε η Αγρο-οικολογία, δηλαδή η Γεωπονία και η Οικολογία, είχαν πάντα μια σχέση στη διάρκεια του εικοστού και του εικοστού πρώτου αιώνα. Η Οικολογία ενδιαφέρθηκε πρωταρχικά για τη μελέτη των φυσικών συστημάτων, ενώ η Γεωπονία ασχολήθηκε με την εφαρμογή των μεθόδων της επιστημονικής έρευνας στη γεωργική πρακτική. Τα όρια ανάμεσα στην καθαρή επιστήμη και τη φύση από τη μια μεριά, και την εφαρμοσμένη επιστήμη και τη ανθρώπινη διαβίωση από την άλλη, διατήρησαν τις δυο επιστήμες σχετικά απομακρυσμένες, με την γεωργία να παραμένει στο κέντρο του ενδιαφέροντος της Γεωπονίας. Με κάποιες εξαιρέσεις, μόλις σχετικά πρόσφατα, δόθηκε μεγαλύτερη προσοχή στην οικολογική ανάλυση της γεωργίας.
Από την δεκαετία του 1990 πια. η Αγρο-οικολογία είχε αναδειχθεί ως επιστημονικός κλάδος με καθορισμένο εννοιολογικό πλαίσιο και συγκεκριμένη μεθοδολογία για την ολοκληρωμένη μελέτη των αγροοικοσυστημάτων, συμπεριλαμβανομένων των ανθρωπογενών και των περιβαλλοντικών στοιχείων. Σύμφωνα με αυτή την ολιστική άποψη, ένας τόπος που χρησιμοποιείται για γεωργική παραγωγή θεωρείται ως ένα σύνθετο σύστημα στο οποίο οι οικολογικές διεργασίες υφίστανται μαζί με τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες (οικονομία και κοινωνικές-πολιτιστικές). Η Αγρο-οικολογία εστιάζει έτσι στη δυναμική μεταξύ αυτών των διεργασιών και ως αποτέλεσμα αυτής της νέας προσέγγισης, αναδύθηκαν τα «οικολογικά θεμέλια της γεωργίας», μια σειρά από αρχές και έννοιες που βοηθούν στην επίτευξη της βιωσιμότητας και την παροχή περιβαλλοντικών και οικοσυστημικών υπηρεσιών από τη γεωργία. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής της Αγρο-οικολογίας είναι η βιολογική γεωργία. Ο όρος βιολογική ή οικολογική γεωργία δηλώνει την ήπια, φιλική προς το περιβάλλον γεωργία η οποία δεν βασίζεται στη χρήση εξωτερικών εισροών, όπως ανόργανα λιπάσματα και χημικά φυτοφάρμακα. Πιο συγκεκριμένα η βιολογική γεωργία είναι ένα σύστημα παραγωγής βασιζόμενο στην αμειψισπορά των καλλιεργειών, την ανακύκλωση των φυτικών οργανοχουμικών υπολειμμάτων και της ζωικής κοπριάς, τη χλωρή λίπανση, τη λελογισμένη χρήση των γεωργικών μηχανημάτων και τις βιολογικές μορφές καταπολέμησης. Ο άρτιος συνδυασμός των πρακτικών αυτών εξασφαλίζει: α) τη διατήρηση της γονιμότητας του εδάφους και την επαρκή θρέψη των φυτών και β) τον έλεγχο των εχθρών, ασθενειών και ζιζανίων των καλλιεργειών. Η βιολογική γεωργία ως στρατηγική αγροτικής ανάπτυξης ανταποκρίνεται στην ανάγκη για αειφόρο ανάπτυξη, ικανοποιώντας ταυτόχρονα την επιθυμία των καταναλωτών για μεγαλύτερη ασφάλεια και υψηλότερη ποιότητα στα τρόφιμα. Αποτελεί ένα ολιστικό σύστημα διαχείρισης και παραγωγής το οποίο προωθεί και υποστηρίζει την υγεία του αγρο-οικοσυστήματος, περιλαμβάνοντας τη βιοποικιλότητα, τους βιολογικούς κύκλους και τη βιολογική δράση του εδάφους. Δίνει επίσης έμφαση στη χρήση ενδογενών μέσων διαχείρισης και όχι στην εισαγωγή εξωγενών παραγόντων. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι τοπίκες συνθήκες απαιτούν συστήματα προσαρμοσμένα σε αυτές.
Τα βασικότερα πλεονεκτήματα που προσφέρει η βιολογική γεωργία είναι η εφαρμογή μεθόδων παραγωγής φιλικών προς το περιβάλλον και τον καλλιεργητή, η αειφόρος διαχείριση των φυσικών πόρων, η διατήρηση ή και αύξηση της γονιμότητας του εδάφους, η μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης και των εξωτερικών πόρων, η ενίσχυση της σταθερότητας των αγροτικών οικοσυστημάτων, η παραγωγή υγιεινών και ασφαλών τροφίμων και η εξασφάλιση υψηλότερων τιμών για τα προϊόντα σε σχέση με τα συμβατικά. Τέλος, η βιολογική γεωργία είναι συμβατή με τις ιδιαίτερες τοπογραφικές συνθήκες που συχνά συναντιόνται στη χώρα μας. π.χ. αναβαθμίδες, ή με σύγχρονες βέλτιστες πρακτικές, π.χ καλλιέργειες σε «μωσαϊκό».
Αναλογίζοντας τα παραπάνω πλεονεκτήματα, μήπως είναι αυτό που χρειάζεται η πρωτογενής παραγωγή σήμερα; Αν ναι, τότε η Αγρο-οικολογία δεν είναι ουτοπία.
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΑΠΗΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
ΣΧΟΛΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΥΠΟΔΟΜΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Περιοδική έκδοση του Γ.Π.Α.
Φθινόπωρο 2017 | ΤΕΥΧΟΣ 42
Κοινοποιήστε: