Περπατούσαν πλάι πλάι χωρίς να μιλάνε καθόλου..Η αλήθεια ήταν πως δεν ξέραν να μιλάνε.Αν και είχαν αυτιά, τα χρησιμοποιούσαν μόνο σαν κεραίες. Είχαν παραιτηθεί από κάθε φωνητική δραστηριότητα, απλά
κοιτιόνταν..Συνενογιόντουσαν μόνο με το νου.Γιατί μπορούσαν. Τα ρούχα τους, τα παπούτσια τους, τα καπέλα και τα γυαλιά τους όλα ήσαν φτιαγμένα από λάστιχο. Πολυχρησιμοποιημένα πλαστικά δις και τρις ανακυκλωμένα.Τα σπίτια τους όλα στριμωγμένα σε κοινότητες μέσα στα πελώρια κούφια βουνά. Βουνά γυμνά, βουνά ξερά. Αχόρταγα τα σκάβανε για αιώνες, τα λαστιχένια ανθρωπάκια ρουφώντας ουγκιά την ουγκιά την ζωή από μέσα τους. Και τα βουνά εγίνηκαν χρυσάφι, γινήκαν πετρέλαιο, γινήκαν ναοί. Ναοί λατρείας, ναοί εξουσίας. Με λιγοστούς αρχόντους, πιότερους μεσολαβητές και πλείστους διοικούμενους. Οι αρχόντοι ήσαν δερμάτινοι και καβαντζωμένοι καλά στα υπέργεια πολυτελή καλύβια τους. Απάνθρωποι και γλοιώδεις λιάζονταν στον πύρινο Ήλιο.Ίδια ράτσα, άλλα προνόμια. Είχαν ότι χρειάζονταν και ακόμα παραπάνω. Είχαν και παχιά χείλια για να ρουφάν τις πεταλίδες. Τα μόνα ζωντανά που είχαν απομείνει. Η καλύτερη και η πιο σπάνια τροφή ήσαν οι βουνίσιες πεταλίδες. Γλύφανε τα κελύφια των αρσενικών πεταλίδων, σωριάζοντας τα στις τεράστιες δεξαμενές τους. Έπειτα καθόντουσαν με τις ώρες και χάζευαν τα αμέτρητα κελύφια τους.. Μεταξύ τους όλο τσακώνονταν οι αρχόντοι, ποιος έχει παραπάνω, μα στους άλλους φαίνονταν ενωμένοι. Έτσι τους είχαν όλους του χεριού τους..Όλους όσους τους μισούσαν και τους λάτρευαν, μαζί. Οι μεσολαβητές, που ήτανε πιότεροι είχαν μακρυά γλώσσα που όλο έγλειφε.Συνήθως ήτανε από φαμίλια ετών, ίδιοι και ίδιοι, που κομπορρημονωντας υπνώτιζαν τα ανθρωπάκια και τα οδήγαγαν στον τόπο που ορίζονταν γι αυτά. Πριν ενηλικιωθούν τα πήγαιναν στα εκδορεία , να γδάρουν την καθαρή πέτσα τους, να δόκουνε το δέρμα τους στους δερμάτινους, να το ντυθούν, να φαίνονται καμπόσοι. Μετά τους έντυναν με λάστιχα, για να μην τσούζουν και να εργάζονται χωρίς παράπονα πολλά. Τα συνόδευαν στα τρύπια βουνά που θα ζούσαν όλη τους την ζωή βγάζοντας βουνίσιες πεταλίδες. Για αμοιβή τους έδιναν ένα βρεγμένο πανί, ίσα να ξεδιψάσουν την απαίδευτη δίψα τους. Τα λαστιχένια ανθρωπάκια δεν βγάζαν το κεφάλι τους από την μικρή τους πραγματικότητα. Ζούσανε βυθισμένα στο μικρό τους κόσμο, αφήνοντας τις μέρες τους παρακαταθήκη για τα γεράματα. Αφήνοντας τις νύχτες τους απλωμένες στα μανταλάκια για να μην ιδρώνουν και μυρίζουν. Τα λαστιχένια ανθρωπάκια ήταν καθαρά, λούζονταν καθημερινά με χίλια δυο απορρυπαντικά.Για να μην μυρίζουν…
κοιτιόνταν..Συνενογιόντουσαν μόνο με το νου.Γιατί μπορούσαν. Τα ρούχα τους, τα παπούτσια τους, τα καπέλα και τα γυαλιά τους όλα ήσαν φτιαγμένα από λάστιχο. Πολυχρησιμοποιημένα πλαστικά δις και τρις ανακυκλωμένα.Τα σπίτια τους όλα στριμωγμένα σε κοινότητες μέσα στα πελώρια κούφια βουνά. Βουνά γυμνά, βουνά ξερά. Αχόρταγα τα σκάβανε για αιώνες, τα λαστιχένια ανθρωπάκια ρουφώντας ουγκιά την ουγκιά την ζωή από μέσα τους. Και τα βουνά εγίνηκαν χρυσάφι, γινήκαν πετρέλαιο, γινήκαν ναοί. Ναοί λατρείας, ναοί εξουσίας. Με λιγοστούς αρχόντους, πιότερους μεσολαβητές και πλείστους διοικούμενους. Οι αρχόντοι ήσαν δερμάτινοι και καβαντζωμένοι καλά στα υπέργεια πολυτελή καλύβια τους. Απάνθρωποι και γλοιώδεις λιάζονταν στον πύρινο Ήλιο.Ίδια ράτσα, άλλα προνόμια. Είχαν ότι χρειάζονταν και ακόμα παραπάνω. Είχαν και παχιά χείλια για να ρουφάν τις πεταλίδες. Τα μόνα ζωντανά που είχαν απομείνει. Η καλύτερη και η πιο σπάνια τροφή ήσαν οι βουνίσιες πεταλίδες. Γλύφανε τα κελύφια των αρσενικών πεταλίδων, σωριάζοντας τα στις τεράστιες δεξαμενές τους. Έπειτα καθόντουσαν με τις ώρες και χάζευαν τα αμέτρητα κελύφια τους.. Μεταξύ τους όλο τσακώνονταν οι αρχόντοι, ποιος έχει παραπάνω, μα στους άλλους φαίνονταν ενωμένοι. Έτσι τους είχαν όλους του χεριού τους..Όλους όσους τους μισούσαν και τους λάτρευαν, μαζί. Οι μεσολαβητές, που ήτανε πιότεροι είχαν μακρυά γλώσσα που όλο έγλειφε.Συνήθως ήτανε από φαμίλια ετών, ίδιοι και ίδιοι, που κομπορρημονωντας υπνώτιζαν τα ανθρωπάκια και τα οδήγαγαν στον τόπο που ορίζονταν γι αυτά. Πριν ενηλικιωθούν τα πήγαιναν στα εκδορεία , να γδάρουν την καθαρή πέτσα τους, να δόκουνε το δέρμα τους στους δερμάτινους, να το ντυθούν, να φαίνονται καμπόσοι. Μετά τους έντυναν με λάστιχα, για να μην τσούζουν και να εργάζονται χωρίς παράπονα πολλά. Τα συνόδευαν στα τρύπια βουνά που θα ζούσαν όλη τους την ζωή βγάζοντας βουνίσιες πεταλίδες. Για αμοιβή τους έδιναν ένα βρεγμένο πανί, ίσα να ξεδιψάσουν την απαίδευτη δίψα τους. Τα λαστιχένια ανθρωπάκια δεν βγάζαν το κεφάλι τους από την μικρή τους πραγματικότητα. Ζούσανε βυθισμένα στο μικρό τους κόσμο, αφήνοντας τις μέρες τους παρακαταθήκη για τα γεράματα. Αφήνοντας τις νύχτες τους απλωμένες στα μανταλάκια για να μην ιδρώνουν και μυρίζουν. Τα λαστιχένια ανθρωπάκια ήταν καθαρά, λούζονταν καθημερινά με χίλια δυο απορρυπαντικά.Για να μην μυρίζουν…
Ώσπου μια μέρα κάτω από τον θαμπό ουρανό, ένα λουλούδι φύτρωσε από ένα ξεχασμένο βρεγμένο πανί και έναν σπόρο. Σπόρο χρόνια φυλαγμένο στην καρδιά ενός βουνού. Σπόρο που είχε κολλήσει στο λαστιχένιο παπουτσάκι κάποιου γδαρμένου, που είχε την φαεινή ιδέα να πάρει το φίλο του και να βαδίσουνε μαζί. Έξω από το τρύπιο βουνό, στον απαγορευμένο πύρινο ήλιο. Και άλλοι ακολουθήσανε και βγήκανε έξω. Κολλημένοι στα παπούτσια τους σπόροι παλιοί, που δεν ήξεραν καν ότι τους έχουν. Σπόροι ικανοί να ανθίσουν για ότι πιστεύουν οι μικροί πως δεν έχει ανατροπή..
Και οι σπόροι ψήλωσαν, κάμανε ρίζες βαθιές δώσαν φύλλα, δώσαν λουλούδια, δώσαν καρπούς.. Καρπούς τεράστιους και βαριούς που πέσαν σαν κομήτες στα κεφάλια των δερμάτινων και επειδής ήσαν λίγοι τους συνέθλισαν.. Και αυτούς και τα κελύφια τους. Τα λαστιχένια ανθρωπάκια άρχισαν να βγαίνουν έξω και να χαίρονται τον πύρινο ήλιο..Άρχισαν να μην χρειάζονται τα λάστιχα και να κρατούν το δικό τους δέρμα… Ώσπου οι μεσολαβητές με τις μακριές γλώσσες έπεισαν τους πιο πονηρούς να αρχίσουν να τρώνε πεταλίδες και να μαζεύουν τα κελύφια τους ..
Και ο κύκλος γινότανε όλος και πιο μεγάλος κι ολόκληρη την γη μας αγκάλιασε θαρρώ..
Άλεξ Κουπί
Κοινοποιήστε: