Ζούμε και έχουμε ζήσει επί πολλές δεκαετίες σε μία κατάσταση εκρηκτικού ατομισμού. Η ατομικότητα στη δύση έχει αναγορευθεί σε θεότητα και η δημοκρατία (ή, μάλλον, τα ίχνη μιας αρχομένης δημοκρατίας) έχουν πια αφανιστεί στην απόλυτη ιδιώτευση της κοινωνίας. Η ειρωνεία είναι ότι ο ατομισμός, η ιδιώτευση, έχει γίνει το κυρίαρχο πρότυπο σε αυτό το πολιτειακό καθεστώς που απαιτεί ακριβώς το αντίθετο: τον ενεργό και υπεύθυνο πολίτη. Και αυτό το καθεστώς είναι η δημοκρατία. Δημοκρατία όμως χωρίς ενεργό και υπεύθυνο πολίτη δεν είναι δυνατόν να υπάρξει. Πολίτης είναι αυτός που αλληλενεργεί υπεύθυνα με τους άλλους ανθρώπους και όχι ο περίκλειστος, ιδιοτελής και αδιάφορος άνθρωπος που ο κόσμος του είναι μόνον ο εαυτός του. Πώς έχει συμβεί αυτή η κραυγαλέα αντίφαση; Να επιλέγουμε τη δημοκρατία αλλά ταυτόχρονα να επιλέγουμε να είμαστε και εχθροί της;
Πρέπει να δούμε καθαρά ότι τα ζητήματα της δημοκρατίας είναι εκείνα που άπτονται των θεμελιωδών φιλοσοφικών προβλημάτων του ανθρώπου, γιατί αποτελούν ζητήματα της σχέσης ατομικότητας και συλλογικότητας ή ολότητας, άρα σχετίζονται με τη φύση του όντος. Χωρίς κάποιον φιλοσοφικό στοχασμό δεν είναι δυνατόν να τα προσεγγίσουμε. Απλοποιήσεις του τύπου «το παν είναι η συλλογικότητα» ή «το παν είναι το άτομο» έχουν καταλήξει σε τραγωδίες.
Κάπου, λοιπόν, πρέπει να υπάρχει ένα λάθος στην αντίληψή μας τόσο για την δημοκρατία όσο και για την ακεραιότητά μας ως ανθρώπων. Όλα τα λάθη μας στη ζωή είναι λάθη αντίληψης των εννοιών που μας απασχολούν. Σε αυτή την λανθασμένη αντίληψη έπαιξαν ρόλο και όσοι διανοούμενοι υποστήριζαν ότι τα ατομικά δικαιώματα δεν ταιριάζουν στη δημοκρατία, γιατί η δημοκρατία είναι η λαϊκή κυριαρχία και μόνον, αφήνοντας έτσι την υπόνοια ότι η δημοκρατία είναι η καταδυνάστευση του μέρους από το όλο. Ακόμη όμως και ο Ζ.Ζ.Ρουσσώ πριν από δυόμισι αιώνες δεν είχε εννοήσει κάτι τέτοιο με την «γενική βούληση». Εννόησε απλώς και ρητά ότι η γενική βούληση αναφερόταν στο κοινό καλό και ότι δεν είχε σχέση με τις επιβαλλόμενες αποφάσεις κάποιας πλειοψηφίας. Στηρίχτηκαν δε γι’ αυτή τη θέση τους στην ιστορική ανάδυση των ατομικών δικαιωμάτων και της λαϊκής κυριαρχίας ως δύο διαφορετικών και ετεροχρονισμένων ρευμάτων σκέψης. Όμως η ιστορία με τα γεγονότα της, όπως την ερμηνεύουμε, δεν αποδεικνύει τη λογική συνοχή των εννοιών, δηλαδή τη σχέση που τις συνδέει, αλλά απλώς την πορεία του ανθρώπου προς την κατανόηση του κόσμου και της ζωής του. Εκτός εάν κανείς διαθέτει τόση ικανότητα διάκρισης των ποιοτήτων που αναδύονται διαμέσου των γεγονότων, ώστε να μην παρασυρθεί ούτε από τα ίδια τα γεγονότα ούτε από τα ρεύματα σκέψης και τους περιορισμούς της ανθρώπινης κατανόησης. Σε τελευταία ανάλυση, τι σημαίνει η λέξη «γεγονός»; Εφ’ όσον κάθε γεγονός είναι φορέας όχι μόνον ενός φαίνεσθαι, μιας δράσης επιφανειακής, αλλά και δράσεων και δυνάμεων ενδόμυχων, που δεν είναι ορατές και χειροπιαστές, ο επιφανειακός τρόπος κατανόησης είναι ανεπαρκής. Ακόμη και η ψυχολογία του ανθρώπου είναι κεντρικό σημείο πηγής δράσης, αλλά δεν είναι ούτε ορατή ούτε κατανοητή πάντοτε. Πόσο λοιπόν πολύ περισσότερο ισχύει αυτό για τα αίτια αυτής της ψυχολογίας.
Τελικά, είναι δυνατή μία τέτοια κατανόηση διαμέσου των γεγονότων και υπερβαίνουσα αυτά; Δεν φαίνεται να είναι δυνατή, γιατί η απαιτούμενη για κάτι τέτοιο κατανόηση υπερβαίνει την γνώση, την πληροφορία, δεν ταυτίζεται με αυτήν. Και σε έναν κόσμο με τέτοιο μίσος για την αφαιρετικότητα και τέτοια αποκλειστική λατρεία για το χειροπιαστό των γεγονότων και των αισθήσεων στην επιφάνεια των πραγμάτων δεν είναι δυνατή η ανάδυση μιας τέτοιας δυνατότητας.
Τι συνέβη, λοιπόν, και οδηγήθηκε σε τέτοια διάσπαση, κατακερματισμό, η δυνατότητα της δημοκρατίας, παρά τα μεγάλα λόγια και τις διακηρύξεις;
1.- Ο άνθρωπος πιστεύει ότι οι ιδέες είναι κατασκευές δικές του, ενώ αυτές είναι μέρος της φύσης του αν και όχι ιδιοκτησία του, είναι ποιότητες και θεμελιώδεις παρορμήσεις του όντος. Οι βαθιές του ανάγκες είναι συνώνυμές τους αλλά υπερβαίνονται από αυτές. Και αυτός ο τομέας πρέπει να μείνει ανοιχτός για σκέψη και όχι να υποκύψει σε φανατικές αντιλήψεις και σχολές σκέψης ή στις ανάγκες της πολιτικής διαχείρισης. Η πολιτική διαχείριση συνήθως ντύνει τις αποφάσεις της με ένα είδος θρησκευτικής αυθεντίας – και είναι αναπόφευκτα θρησκευτική, γιατί προσπαθεί να απαντήσει σε εσχατολογικά ερωτήματα με χοντροκομμένο τρόπο προσαρμοσμένο στις μάζες, ώστε να διευκολύνεται η εξουσία της.
2.- Ο άνθρωπος δεν μπορεί να συλλάβει την πραγματικότητα ολοκληρωμένα – εννοείται, ολοκληρωμένα για την εποχή του. Αρέσκεται στην κατάτμηση της πραγματικότητας, αλλά όχι μόνον για λόγους ανάλυσης και κατανόησης, πράγμα που φαίνεται από το ότι έπειτα όχι μόνον δεν μπορεί αλλά ούτε καν έχει την τάση να ξαναενώσει τα κομμάτια της σε ένα όλο. Είναι, απλώς, αποφασισμένος να ζήσει στο μερικότατο για να είναι χωρίς μέριμνες, όσο μικρότερο το πεδίο τόσο λιγότερη η προσπάθεια. Αλλά το πεδίο δεν το καθορίζουν οι επιθυμίες του, καθορίζεται από τη φύση των πραγμάτων και του εαυτού του και λειτουργεί σύμφωνα με αυτήν είτε το θέλει ο άνθρωπος είτε όχι. Έτσι, αυτό που κατάλαβε ήταν ότι η λαϊκή κυριαρχία είναι μια επιβολή του πλήθους, της δύναμης των αριθμών, πάνω στο άτομο και ότι τα ατομικά δικαιώματα είναι η μοναδική έκφραση και η πεμπτουσία της ελευθερίας. Η ισορροπία ανάμεσά τους ήταν έτσι αδύνατη, γιατί αυτή απαιτεί το μέγιστο της κατανόησης και των δυνατοτήτων του ανθρώπου, ενώ αυτό που δινόταν σαν λύση ήταν η προχειρότητα της σκέψης και των αισθήσεων. Με τέτοια προχειρότητα είναι φυσικά ανέφικτη η αρμονία.
3.- Οι επιθυμίες κυριάρχησαν στη ζωή, τα πιο έλλογα και κυβερνητικά στοιχεία του ανθρώπινου ψυχισμού όπως η νόηση και η θέληση έχασαν τη μάχη και υποκαταστάθηκαν από την επιθυμία, που εθεωρείτο πάντοτε ως σχεδόν η μοναδική πηγή της ορμής για ζωή. Έτσι, η ζωή εγκλωβίστηκε στο έχειν που είναι αντικείμενο της επιθυμίας με την απληστία της. Η επιθυμία όμως σχετίζεται με το πρόσωπο όχι με τη συλλογικότητα και την ολότητα, δεν έχει δηλαδή το στοιχείο της καθολικότητας σε αντίθεση με τις ιδέες. Ακόμη και οι συλλογικές επιθυμίες αποτελούν στοιχείο της εξατομικευμένης συλλογικότητας απέναντι σε άλλες συλλογικότητες ή το όλο. Η επιθυμία, αν είναι το κυβερνών στοιχείο, οδηγεί στον ατομισμό, παρ’ όλο που είναι αναγκαία στη σωστή της διάσταση και αναλογία. Με αυτή την συλλογιστική, η ελευθερία αναφερόταν σχεδόν αποκλειστικά στην προσωπική επιθυμία και σε τίποτε άλλο και εξαιρούσε όχι μόνον την κοινωνία αλλά και το μέρος εκείνο του εαυτού που εμπεριέχει τη συλλογική συνείδηση ως φύση του και το οποίο κατά μεγάλο μέρος είναι ακόμη αναποκάλυπτο. Τι είδους ελευθερία είναι αυτή, τόσο περιορισμένη και επιλεγμένη με προκατάληψη, που αφήνει έξω το υπόλοιπο μέρος του εαυτού; Και πώς είναι δυνατόν αυτό να θεωρείται ελευθερία όταν υπόκειται τόσο εύκολο σε χειραγώγηση, όπως είναι π.χ. η κατανάλωση και η μόδα;
Φθάνουμε, τελικά αναπόφευκτα, στο σημείο να αναγνωρίσουμε την ανάγκη για κάποιον προσδιορισμό της φύσης του ατόμου σε σχέση με τη συλλογικότητα, για να δούμε αν η άρνηση της συλλογικότητας είναι αναγκαίο συστατικό της ατομικότητας. Αλλά η ατομικότητα και ο ατομισμός δεν ταυτίζονται. Είναι αντίθετα πράγματα και αυτό πρέπει να το δούμε καθαρά. Ο προσδιορισμός του ατόμου γίνεται σε έναν κόσμο δυαδισμού, ακριβώς επειδή σε αυτόν τον κόσμο υπάρχει η πολλότητα, γιατί αν αυτή δεν υπήρχε τότε δεν θα υπήρχε και η ανάγκη για ατομικό προσδιορισμό. Αυτά τα δύο (άτομο και πολλότητα ή συλλογικότητα) είναι απόλυτα αλληλένδετα. Γι’ αυτό ο ατομισμός είναι στρέβλωση της ατομικότητας και όχι ενίσχυσή της. Αναλόγως ισχύει και η αντίληψη της συλλογικότητας ως αφανίζουσας το άτομο, που αποτελεί μία συμπληρωματική στρέβλωση.
Όλη αυτή η, ασυνείδητη εν πολλοίς, διαδικασία στον ανθρώπινο ψυχισμό ευτέλισε την αναδυόμενη δημοκρατία και ο ατομισμός γρήγορα υποκατέστησε το άτομο. Αλλά το αληθινό άτομο δεν μπορεί παρά να είναι ο πολίτης, αντιλαμβανόμενο τη συλλογικότητα μέσα του και έξω του. Ο πολίτης όμως εξαφανίστηκε πριν καν αναδυθεί σαν τέτοιος στο ιστορικό πεδίο, αντ’ αυτού είχαμε τον ιδιώτη. Η δημοκρατία δεν ανέδειξε τη συλλογικότητα, αρκέστηκε στο πλήθος σαν ποσότητα ανθρώπων, ανθρώπων ιδιωτών που ζούσαν όσο καλύτερα μπορούσαν τις αποξενωμένες ζωές τους, και η δημοκρατία ταυτίστηκε με την προσωπική άνεση. Πουθενά δεν φάνηκε η αληθινή διάθεση για ενασχόληση με τα κοινά, για ενεργητική ρύθμιση των προβλημάτων του κόσμου. Απόλυτη παθητικότητα. Όσο πιο ενεργητικός είναι ο ατομισμός κι η φαντασίωσή του, τόσο πιο παθητικός είναι ο πολίτης ή το αληθινό άτομο.
Η δυτική δημοκρατία ήταν, λοιπόν, εξ αρχής υπονομευμένη στα θεμέλιά της από τον ατομισμό. Η ελευθερία χωρίς ευθύνη ήταν το θεμέλιο αυτού του ατομισμού.
Όλα αυτά δείχνουν ότι η δημοκρατία, το άτομο και η ελευθερία παρερμηνεύθηκαν τόσο πολύ, που οδήγησαν σταδιακά στη σημερινή παγκόσμια κρίση. Το ότι οι ελίτ θέλησαν και επεδίωξαν αυτήν την πορεία των ανθρώπων δεν πρέπει να έχει για εμάς καμμία σημασία. Οι σκεπτόμενοι άνθρωποι μπορούσαν και έπρεπε να σκεφθούν βαθύτερα, πέραν των συμφερόντων τους και των ιδεολογημάτων τους. Είχαν την δυνατότητα να το κάνουν καθαρά και ελεύθερα και όχι να ασκούν μόνον περιπτωσιολογική κριτική που αναπαράγει τους κομματισμούς και την αμφιβολία για τα κίνητρά τους καθώς και τα δομικά προβλήματα των εννοιών της ζωής.
Κοινοποιήστε: