
Δημήτρης Παπανικολάου – «Το Θέατρο είναι πρό(σ)κληση επικοινωνίας»
Ο ηθοποιός Δημήτρης Παπανικολάου μιλά στο iart.gr για την παράσταση «Η υψηλή μαγειρική των σχέσεων» στην οποία συμμετέχει, αλλά και για το θέατρο και τις προκλήσεις του. Απολαύστε τον!
Μίλησε μας για το έργο ‘Η Υψηλή Μαγειρική των Σχέσεων’ στο οποίο συμμετέχεις.
Γράφτηκε από τη Βίλη Σωτηροπούλου κι έχει ανέβει άλλες δυο φορές στο παρελθόν με επιτυχία. Αυτήν την φορά, σε σκηνοθεσία Κέλλυς Σταμουλάκη. Με εντυπωσίασε από την πρώτη ανάγνωση καθώς πέρα από το ‘γουστόζικο’ στοιχείο, κρύβει πολλά σημαντικότερα πράγματα, παραμένοντας επίκαιρο. Πιστεύω όλοι, -ανεξαρτήτως ηλικίας- βρίσκουν τον εαυτό τους μέσα στο έργο. Πέρα από το βασικό ζευγάρι της Κικής και του Μιχάλη (δεν αγαπώ τον όρο ‘πρωταγωνιστικό’) υπάρχει κι ένα νεότερο, αυτό του Κομπέρ και της Ατραξιόν. Το έργο είναι αλληγορικό και συχνά ξεπερνά τον ρεαλισμό, υπάρχουν πολλά σουρεαλιστικά στοιχεία. Δεν θα πω ‘περνά μηνύματα’ λέω όμως ότι έχει πολλά ‘νήματα’. Ακουμπά όλες τις ηλικίες, κάτι που εισπράττουμε σε κάθε παράσταση. Πολλά νέα παιδιά, βλέποντας το μας λένε πως βρήκαν μέσα του όμορφα, ουσιαστικά πράγματα. Σε πρώτη ‘όψη’, το έργο ασχολείται με την ‘παιδεμένη’ σχέση ενός ζευγαριού και το γεγονός πως σιγά – σιγά βγαίνουν στην επιφάνεια διάφορα, με ιδιαίτερα κωμικό τρόπο. Θεωρώ ότι το κωμικό και το τραγικό δεν απέχουν πολύ. Μπορεί να γελάς και να υπάρχει πίκρα στο γέλιο. Μπορείς επίσης να συμπάσχεις και να συγκινείσαι με χαμόγελο. Το κοινό της παράστασης σίγουρα γελάει, αλλά μέσα από το γέλιο ξεδιπλώνονται τα ‘νήματα’ για τα οποία μίλησα. Η Κική και ο Μιχάλης προσπαθούν να συμπορευτούν. Εκείνος δεν ξέρει τι πρόκειται να αντιμετωπίσει. Η Κική βγάζει τα παράπονα της, εκφράζει τον εσωτερικό της κόσμο, τον καταθέτει και από ένα σημείο, η όλη στιχομυθία θυμίζει παρτίδα σκακιού. Αντιστικτικά λειτουργούν η Ατραξιόν κι ο Κομπέρ, δυο νέοι άνθρωποι που επίσης προσπαθούν, για τους δικούς τους στόχους. Το έργο μιλά για όλες τις ανθρώπινες σχέσεις. Οικογενειακές, φιλικές, ερωτικές, επαγγελματικές.. Η βραδιά ξεκινά με αφορμή την επέτειο γάμου της Κικής και του Μιχάλη, που τη γιορτάζουν σε ένα γκουρμέ εστιατόριο με ψυχαγωγικό πρόγραμμα. Όμως, η βραδιά εξελίσσεται και καταλήγει με τρόπο που δεν μπορεί κανείς να το φανταστεί. Επίσης, υπάρχουν δυο φινάλε. Κάθε φορά δίνουμε στο κοινό την ευκαιρία να αποφασίσει το τέλος!
Η παράσταση είναι πάρα πολύ αστεία κι αυτό οφείλεται σε όλους σας. Θα ήθελα να μας μιλήσεις λίγο περισσότερο για τον δικό σου ρόλο.
Αγάπησα τον Μιχάλη πάρα πολύ. Άλλωστε, κάθε ρόλος που κάνουμε οι ηθοποιοί γίνεται κομμάτι του εαυτού μας και οπωσδήποτε φιλτράρονται και προσωπικά στοιχεία. Με τον Μιχάλη τα ‘βρήκαμε’, τον ‘διάβασα’ όπως τον είχε φανταστεί η Βίλη. Συμπάσχω μαζί του, τον καταλαβαίνω. Οπωσδήποτε νοιάζεται για την γυναίκα του, την αγαπά κι ενδιαφέρεται να πηγαίνει όμορφα η σχέση τους. Καταπιέζει όμως διάφορα πράγματα μέσα του και δρώντας με λάθος τρόπο – γιατί είναι σημαντικό το πως διαχειριζόμαστε τα πράγματα που κρύβουμε μέσα μας – δημιουργεί ίσως ένα χάσμα μεταξύ τους. Το κυριότερο είναι ότι περνάω ωραία και επί σκηνής. Το θέατρο είναι ‘ορχήστρα’ και αν δεν υπάρχει χημεία μεταξύ των ηθοποιών που κάνουν διάλογο, δεν μπορεί να υπάρξει επιτυχία. Αυτό οφείλεται σαφώς στη Βίλη, στην δουλειά που κάνουμε γιατί συνεχίζουμε τις πρόβες, στην Εστέλα και τον Νώντα, στην Κέλλυ… Το χαίρομαι πάρα πολύ.
Ξέρω πως η παράσταση πάει καλά, κυρίως εξαιτίας της διαφήμισης ‘από στόμα σε στόμα’.
Αυτό ισχύει. Παρότι ζούμε σε εποχή που τα Μέσα είναι πολύ ανεβασμένα και περισσότερα από ότι στο παρελθόν, το ‘από στόμα σε στόμα’ είναι διαχρονικά η καλύτερη διαφήμιση για το θέατρο. Μας δίνει μεγάλη χαρά, είναι πολύ σημαντικό να είσαι καλά στη δουλειά σου, πόσω μάλλον σε αυτήν την δύσκολη δουλειά, που δεν είναι μόνον φώτα. Συνήθως ακούμε πόσο ρεαλιστικό, πόσο άμεσο είναι το έργο. Αυτό προσπαθήσαμε να αποδώσουμε. Ο θεατής φεύγει ξαλαφρωμένος. Πιστεύω πως η παράσταση είναι και μια ψυχοθεραπεία. Θυμάμαι το 1999 όταν κάναμε μια μετεπιθεώρηση με τον αξέχαστο Δημήτρη Ποταμίτη. Τότε, έγραψε πολύ σωστά ο Κώστας Γεωργουσόπουλος – επίσης αξέχαστος – ότι ‘ο Έλληνας, δυστυχώς δεν μπορεί να δει τον εαυτό του σε αυτό το παραμορφωτικό κάτοπτρο που βγάζει πολλές παθογένειες, κι έτσι το γέλιο παγώνει’. Εδώ δε συμβαίνει αυτό και οφείλεται στο χιούμορ που διέπει το έργο και την παράσταση. Δεν έχει διδακτισμούς, αλλά ‘ακουμπάει’ στον άλλον. Με αυτόν τον τρόπο πιστεύω πως από την ψυχοθεραπεία πάμε και στην αποθεραπεία, στο πως θα διορθώσουμε κάποια πράγματα. Ο κόσμος μένει στο πόσο ωραία πέρασε, στα ουσιαστικά πράγματα για τα οποία μιλάει το έργο. Αυτό σημαίνει πως δεν φοβούνται να δουν τον εαυτό τους, γιατί σίγουρα τον βλέπουν.
Παραμένω στο ότι πραγματεύεται πάρα πολλά θέματα. Τα σόγια, τις πεθερές, τη woke agenda, όμως είναι η ροή σας τέτοια που δεν μπερδεύει τον θεατή, τον παίρνει μαζί του. Δεν συμβαίνει σε όλες τις παραστάσεις αυτό.
Έχει να κάνει με τη σκληρή δουλειά όλων μας. Αν μείνεις μόνο στο ταλέντο, δεν προχωράς. Ο σκοπός είναι να εξελίσσεσαι. Αν λοιπόν υπάρχει και δουλειά και ταλέντο και οι συνεργάτες κρατούν την επικοινωνία τους ‘ζεστή’ θα βγει κάτι πολύ καλό. Επίσης, η συγκεκριμένη συνθήκη μας τοποθετεί σε ένα γκουρμέ εστιατόριο κάτι που δημιουργεί άλλη μια συνθήκη, το ότι είμαστε μαζί με άλλους ανθρώπους με τους οποίους κάλλιστα – από σκηνής – μπορούμε να επικοινωνούμε. Το ζούμε σε κάθε παράσταση. Μια αγαπημένη φίλη μου είπε: ‘Ήταν σα να ήσασταν στο σαλόνι του σπιτιού μου και σας άκουγα’. Το Θέατρο είναι επικοινωνία, ‘αλισβερίσι’, δεν γίνεται αλλιώς. Πρόκειται για ζωντανό πράγμα, έχει ενέργεια. Προσωπικά προσπαθώ να μην ‘παίζω’ αλλά να ‘είμαι’, όμως τίποτα δεν γίνεται όταν είσαι μόνος σου. Το θέατρο, πέρα από τον ηθοποιό, τον σκηνοθέτη και όλους τους συντελεστές του, είναι ο θεατής, που θα έρθει με ανοιχτό μυαλό, έχοντας τα αναφαίρετο δικαίωμα να του αρέσει ή όχι αυτό που θα δει.
Πως ασχολήθηκες με το θέατρο;
Ξεκίνησα από μικρός. Μάζευα συγγενείς και φίλους κι έπαιζα. Τους κάθιζα σε καρέκλες κι έκοβα εισιτήρια! Είχα γράψει έναν μονόλογο στα δεκατρία, επηρεασμένος από την ‘Ευαίσθητη Ισορροπία’ του Άλμπυ, που είχα δει με τον Αλέκο Αλεξανδράκη και τη Νόνικα Γαληνέα. Στο Γυμνάσιο το πράγμα ‘μπήκε στον δρόμο του’ όταν με τον κολλητό μου φίλο, έναν από τους σπουδαιότερους μαέστρους που έχουμε, τον Αλέξιο Πρίφτη, αρχίσαμε έναν άτυπο διαγωνισμό: Ποιος θα δει τις περισσότερες παραστάσεις. Είδα την τελευταία αναζωπύρωση της Ελεύθερης Σκηνής, γνήσια Επιθεώρηση από τον Σταμάτη Φασουλή. Στη συνέχεια μπόρεσα να δω πολλές παραστάσεις στο εξωτερικό αλλά και σε διεθνή φεστιβάλ. Εδώ να πω ότι ήμουν και είμαι λάτρης του ποδοσφαίρου, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν είναι η κλωτσοπατινάδα που νομίζουν οι περισσότεροι. Υπάρχει τέχνη σε αυτό και περιπτώσεις όπου το μυαλό επιτάσσει την μπάλα. Με είχαν πάρει στον Παναθηναϊκό, δεν είχα όμως την υπομονή που χρειαζόταν. Ξέρεις, δεν αρχίζεις με το να βάζεις γκολ, χρειάζονται πολλά στάδια πριν φτάσεις εκεί. Τελικά έφυγα. Μετά το σχολείο σπούδασα για έναν χρόνο δημοσιογραφία, κάνοντας και άλλα πράγματα παράλληλα, όπως κλασικό τραγούδι. Ύστερα μπήκα στη Δραματική Σχολή του Εθνικού θεάτρου, όπου ο σπουδαίος Γιώργος Γαλίτης με πήρε – αν και πρωτοετή – στην επιθεώρηση που ανέβαζε τότε η σχολή κάθε χρόνο, ήταν θεσμός. Αυτή ήταν ουσιαστικά η πρώτη μου παράσταση μπροστά σε τόσο μεγάλο κοινό, ο κόσμος είχε κατακλύσει το θέατρο. Για το Εθνικό με προετοίμασε κατά κύριο λόγο ο Τάσος Χαλκιάς, έχοντας την βοήθεια της Άννας Παϊτατζή, της Αλέκας Κατσέλη και της Πένυς Παπουτσή. Ο Τάσος κατά πρώτο λόγο αλλά και οι σπουδαίες αυτές ηθοποιοί, με βοήθησαν και πέρασα.
Ύστερα;
Θεωρώ σαν πρώτο σημαντικό βήμα, τη θητεία μου στο Θέατρο Έρευνας του Δημήτρη Ποταμίτη, τον οποίον κρατώ πάντα μέσα μου και δεν ξεχνάω ποτέ. Κατόπιν βρέθηκα στο Ελεύθερο Θέατρο και ύστερα, ήρθε το δεύτερο σημαντικό βήμα, στο Αμφι-Θέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου. Είχα την μεγάλη τύχη να συνεργαστώ μαζί του. Ήμουν επίσης τυχερός να συμμετάσχω σε πολλά διεθνή φεστιβάλ τόσο με το Αμφιθέατρο όσο και πιο πριν, με την θεατρική ομάδα του Αντώνη Διαμαντή, ΟΜΜΑ. Πήγαμε στη Σερβία, όπου εκπροσωπήσαμε την Ελλάδα σε ένα φεστιβάλ Εναλλακτικού και Νέου Θεάτρου.
Σημαντικά όλα αυτά.
Είχα πραγματικά την τύχη να κάνω όλα τα είδη θεάτρου. Επιθεώρηση, τραγωδία, κωμωδία, σύγχρονο ρεπερτόριο, νεοελληνικό θέατρο, μέχρι και μιούζικαλ. Συμμετείχα στην ταινία ‘Τσάρλυ’ του Θανάση Τσαλταμπάση πριν λίγα χρόνια, βωβή ταινία, άλλοι κώδικες.. Όλα αυτά με γεμίζουν πάντα με χαρά, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα ότι κάνω το επάγγελμα μου. Η αγάπη μας για το Θέατρο και η πίστη πως είναι λειτούργημα, πρέπει να εκπέμπεται μέσω της δουλειάς μας. Την ίδια στιγμή όμως είναι επάγγελμα και κάποτε έρχεται η ώρα που πρέπει να πάρεις την απόφαση είτε να μείνεις, είτε να κλείσεις τον κύκλο σου, να φύγεις και κάνεις κάτι άλλο. Πολύ λίγοι ζουν από αυτό και πάντα υπάρχουν ‘διακοπές’ για όλους, εννοώ τις περιόδους που δεν βρίσκεις δουλειά. Εάν θέλεις να πορευτείς στο θέατρο, πρέπει να υπάρχει μια επαγγελματική συνέχεια, που να σου δίνει τη δυνατότητα να αντέχεις, άσχετα αν τα χρήματα που βγάζεις σου φτάνουν ή όχι.
Νομίζω πως τιμωρούμε τους καλλιτέχνες επειδή κάνουν αυτό που θέλουν. Το ότι κάνει κανείς αυτό που του αρέσει, δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να αμοιφθείς για τη δουλειά σου.
Υπάρχει μια πορεία. Σπουδές, προετοιμασία, συνεχόμενο διάβασμα, εκπαίδευση.. Αλλά επειδή το πιο εύκολο πράγμα είναι να κρίνει κανείς και όχι να καταλαβαίνει, προσπαθώ να καταλαβαίνω πάντα όλες τις πλευρές. Για παράδειγμα, έχει συζητηθεί πολύ η συμμετοχή του Μάστορα στην ταινία ‘Υπάρχω’. Ο κινηματογράφος είναι μέσο από μόνο του κι έχει διαφορετικό κώδικα. Στην συγκεκριμένη ταινία, ο κος Μάστορας ‘έβγαλε’ πράγματα. Δεν είναι λάθος, δε σημαίνει όμως πως ο χώρος πρέπει να είναι ξέφραγο αμπέλι. Κανείς δεν το θέλει αυτό. Ισχύει πως έχουμε κάνουμε αυτό που μας αρέσει, αλλά κοπιάσαμε και κοπιάζουμε για να το καταφέρουμε. Δεν είναι εύκολο.
Γιατί είναι καλό να βλέπει ο κόσμος θέατρο;
Αν κάποιος είναι ανοιχτός στο να κάνει καλό στον εαυτό του, όχι αναγκαστικά στην παιδεία ή την καλλιέργεια του αλλά και στην ψυχολογία του, αν θέλει να πλουτίσει τον ψυχισμό του και τη γνώση για τη ζωή, το θέατρο ανοίγει ορίζοντες. Η ταύτιση με μια ιστορία, με έναν ήρωα, μπορεί να διαμορφώσει, να αλλάξει τη ζωή του. Η Τέχνη είναι υποκειμενική έτσι κι αλλιώς, αλλά το θέατρο είναι πρόσκληση – πρόκληση επικοινωνίας και επένδυσης στον εαυτό σου, η οποία κάπου, κάποτε θα βγει, θα ‘αποδώσει’.
Κλείνοντας, θα ήθελα να μας πεις με ποιούς συμπορεύεσαι στην παράσταση;
Η σκηνοθεσία είναι της Κέλυς Σταμουλάκη που ανέβασε το έργο με γνησιότητα και ουσία, κάτι πολύ καθοριστικό. Η Βίλη Σωτηροπούλου είναι η Κική, η Εστέλα Κοπάνου είναι η Ατραξιόν και ο Νώντας Μουντζουρέας ο Κομπέρ. Η μουσική επιμέλεια είναι του Σπύρου Παζιώτη, τους φωτισμούς ανέλαβε ο Γιώργος Σηφάκης, τα σκηνικά και τα κοστούμια – η αισθητική της παράστασης είναι πάρα πολύ σημαντική – είναι της Μάγκυ Μοτζολή, οι χορογραφίες της Άννας Μάγκου και υπεύθυνη επικοινωνίας είναι η Νταίζη Λεμπέση. Παίζουμε κάθε Κυριακή στο θέατρο της Ημέρας, στις 9 το βράδυ. Γίναμε μια οικογένεια, περνάμε εποικοδομητικά ωραία και κυρίως, ακούμε πάρα πολύ όμορφα πράγματα από το κοινό. Είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που συνεργάστηκα τόσο με την Βίλη όσο και με την Κέλυ. Είναι πολύ σημαντικό να μπορεί να συν-δημιουργεί ο ηθοποιός χωρίς ‘σκηνοθετισμούς’ που προσπαθούν να είναι πάνω από το έργο. Εδώ υπάρχει διάλογος, τόσο μεταξύ της συγγραφέως και της σκηνοθέτιδος, όσο και μεταξύ των ηθοποιών. Χαίρομαι επίσης που δουλεύω με την Εστέλα και τον Νώντα γιατί ‘ανταλλάσουμε’ πολύ όμορφα πράγματα, μαθαίνουμε ο ένας από τον άλλον.
Πληροφορίες για την παράσταση εδώ.
Κοινοποιήστε: