
Άρτεμις Αγαθοπούλου «Τα όνειρα μας είμαστε εμείς»
Ηθοποιός, ποιήτρια, συγγραφέας, μουσικός, ζωγράφος, η Άρτεμις Αγαθοπούλου καταθέτει ψυχή στο iart.gr Απολαύστε την.
Παρουσιάζεις τον μονόλογο ‘Διαστάσεις – Είσαι σίγουρος ότι είσαι βουνό;’
Ο τίτλος του έργου θέτει ένα ερώτημα ενώ ταυτόχρονα αναφέρεται στις διαστάσεις της ύπαρξης μας. Ήθελα πολύ να παίξω έναν μονόλογο, έψαχνα, ρωτούσα, διάβαζα, δεν έβρισκα όμως κάτι που να με αγγίζει στο βάθος που ήθελα, έτσι ώστε ‘να βγουν πράγματα στη φόρα’. Οπότε, άρχισα να ψάχνω μέσα μου, έκανα μια μεγάλη βουτιά, πήρα τα χαρτιά, τα μολύβια μου και ξεκίνησα να γράφω με τον ίδιον τρόπο που γράφω ποιήματα. Απλά. Το ερώτημα ήταν τι θέλω να πω, γιατί θέλω να το πω, που θέλω να το πω και τι μπορεί να βγει από αυτό. Πιστεύω πολύ στη δύναμη του Θεάτρου όπως πιστεύω πολύ στην performance, θεωρώ ότι είναι βίωμα. Η Τέχνη είναι ένα ψέμα αλλά λέει την Αλήθεια, κάτι που βιώνει ο κόσμος, όπως το έχω βιώσει αντίστοιχα κι εγώ σε θεατρικές και όχι μόνο παραστάσεις. Ήθελα να ζωντανέψω την ποίηση κατά κάποιο τρόπο, να επικοινωνήσω με τους ανθρώπους για να δούμε τελικά ποιοι είμαστε, από που ήρθαμε, τι περάσαμε και που πάμε. Τελικά προέκυψαν κι άλλα πράγματα στην πορεία.
Όπως;
Περπατούσα σε έναν δρόμο στα Γιάννενα, μετρώντας τα βήματα μου. Ένα, δυο, τρία, τέσσερα.. Παιδί, έφηβος, ενήλικας. Μμμμ.. Και μετά τι; Παιδί – παιδικότητα – φαντασία – όνειρο – πραγματικότητα. Μεγάλη λακκούβα. Γκρεμός. Στην παράσταση ξαναθυμόμαστε πως ήμασταν ως παιδιά, τι φαντασία είχαμε, πως λειτουργούσε μέσα μας αυτή η φαντασία. Μεγαλώσαμε σε εποχή που παιχνίδια μας ήταν οι πέτρες, το χώμα, άντε κανένα ποδήλατο, τα κλαδιά, τα δέντρα, τα ζώα.. Παίζαμε και φανταζόμασταν. Παίρναμε μια πέτρα, ένα ξύλο και το εμ-ψυχώναμε. Τώρα γίνεται ολόκληρο θέμα με την εμψύχωση του αντικειμένου. Σαν παιδιά το κάναμε αυτό. Που πήγε αυτή η φαντασία; Μεγαλώσαμε, γίναμε έφηβοι, είχαμε μια έμφυτη επαναστατικότητα, θέλαμε να γυρίσουμε τον κόσμο τούμπα, ακούγαμε ροκ, Τρύπες, μαθαίναμε για τον Μάη του ’68, για το ’70. Ψάχναμε. Ύστερα μεγαλώσαμε κι άλλο. Κάποιοι πήγαμε στο Πανεπιστήμιο, άλλοι δουλέψαμε σκληρά, αντιμετωπίσαμε αφεντικά, κάναμε σχέσεις. Αντιμετωπίσαμε την κοινωνία, την αστυνομική βία, πήγαμε σε πορείες, ζήσαμε τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, ωριμάζαμε. Που βρεθήκαμε ύστερα από όλα αυτά; Τα παραπάνω ξεκινούν από το προσωπικό για να φτάσουν στο συλλογικό, που είναι μεγάλο ζήτημα.
Τι εννοείς;
Τι κάνουμε ως πολίτες, ως άνθρωποι που ζουν σε αυτήν την κοινωνία; Αφήνουμε ένα παιδί να κακοποιείται δίπλα μας, μια γυναίκα να βιάζεται; Σκοτώνουν τα παιδιά μας σε εγκληματικά ατυχήματα και δεν αντιδρούμε; Πως γίνεται να μιλάμε για πολιτισμό όταν υπάρχουν άνθρωποι που κοιμούνται στα πεζοδρόμια; Πως γίνεται να μην υπάρχουν ξενώνες για τους ανθρώπους που ‘έπεσαν έξω’ οικονομικά; Πως γίνεται να συνεχίζονται όλα αυτά και να γιγαντώνονται; Να πηγαίνεις στο σούπερ μάρκετ και να αφήνεις τα μισά πράγματα επειδή δεν μπορείς να τα πληρώσεις; Πως γίνεται να ζούμε ο ένας δίπλα στον άλλον αλλά εντελώς αποκομμένοι; Είναι υπαρξιακό το θέμα; Φιλοσοφικό; Κοινωνικό, πολιτικό; Πως έρχεται η Τέχνη και μιλάει για αυτά; Δεν πιστεύω πως η Τέχνη γίνεται για την Τέχνη, θεωρώ στείρο κάτι τέτοιο, αυτισμό, στην κακή του μορφή. Ο καλλιτέχνης ταλαντεύεται, ζορίζεται μέσα από αυτά που ζει. Τα φιλτράρει μέσα του για να φέρει στο φως ένα ‘γέννημα’, ένα ‘παιδί’ που θα βγει έξω, θα παλέψει, θα επικοινωνήσει με τους ανθρώπους και θα τους πει ‘κοίτα, εδώ είναι η Τέχνη’. Όπως θα ήταν πολύ ωραίο ένας γιατρός να βγαίνει στον δρόμο και να ασχολείται με τους άστεγους. Πιστεύω ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να βγαίνει έξω, να μιλά για προβλήματα, να προτείνει. Δεν λέμε πως θα τα λύσει, αλλά αν ταρακουνήσει, αν καταφέρει να συγκινήσει, κάτι έχει κάνει.
Προσπαθώ να καταλάβω πόσο δύσκολο ήταν για σένα να φτιάξεις μια τέτοιου είδους παράσταση.
Η διαδικασία δεν ήταν ανώδυνη… Συχνά κόμπιασα, είχα ενδοιασμούς. Είναι σαν να κάνεις εσωτερική αυτοπροσωπογραφία κι όλο το από μέσα, να το βγάζεις έξω. Στην πραγματικότητα κάνεις μια αποκάλυψη επί σκηνής που έχει να κάνει με τη ζωή σου, αλλά, πως συνδέεται με αυτήν των υπολοίπων; Για να καταφέρεις το προσωπικό να το κάνεις συλλογικό πρέπει να έχεις ενσυναίσθηση, να βιώνεις τον πόνο του άλλου. Αυτό με βασανίζει όλη μου τη ζωή. Αν ήθελα να κάνω λεφτά ή να αποκτήσω δόξα, αν ήθελα υλικά πράγματα μπορεί να τα είχα καταφέρει, αλλά δεν ήθελα αυτό. Μου αρέσει η απλή, ανθρώπινη ζωή. Όταν είχε κάποιος φίλος ανάγκη, άφηνα τη δουλειά, τις προτεραιότητες μου για να είμαι εκεί. Αυτό, οφείλω να πω, ότι μου έχει ‘επιστρέψει’ στη ζωή. Μπορεί όχι από τους ίδιους ανθρώπους, αλλά από κάποιους άλλους. Δεν το έκανα ποτέ για αυτό, κι όμως, ‘γύριζε’ σε μένα. Έμαθα πως όταν νοιάζεσαι πραγματικά, νοιάζεται και το σύμπαν για σένα. Επειδή προσφέρεις, βάζεις ένα λιθαράκι σε αυτό που λέμε ανθρωπιά, αγάπη, εμπιστοσύνη, θετικότητα. Όλοι μιλούν τώρα για τη θετική ενέργεια και το πόσο ευεργετική είναι. Κάνουμε σεμινάρια αυτοβελτίωσης… Τα πράγματα είναι πάρα πολύ απλά. Όπως περπατάς σε ένα δάσος και θαυμάζεις ένα λουλούδι, ένα ποτάμι, έναν καταρράκτη, έτσι περπατάς στην Πατησίων, βλέπεις έναν άστεγο και πονάς. Δεν γίνεται να μην πονάς με έναν άστεγο, έναν ναρκομανή, έναν άνθρωπο που ψάχνει τα σκουπίδια για να φάει.
Δύσκολο.
Η δυσκολία είχε να κάνει με το πως αυτό το πράγμα – που δεν ήταν ένας ρόλος άλλος, στον οποίον θα έπρεπε να ‘μπω’, να ψάξω χαρακτηριστικά, ιστορικά, κοινωνικά στοιχεία – είχε να κάνει με μένα. Έπρεπε να αποστασιοποιηθώ πολύ για να ‘ξανάρθω’ μέσα. Εκεί ζορίστηκα. Είπα στον σκηνοθέτη να φύγω για λίγο, να ηρεμήσω κι εκείνος απάντησε: ‘Εδώ θα κάτσεις γιατί τώρα που δυσκολεύεσαι, τώρα θα’ βγει’. Ίδρωνα, ξεΐδρωνα στη σκηνή και τότε ‘έβγαινε’. Εκεί που κουραζόμουν, εκεί που δυσκολευόμουν. Κατάλαβα πως δεν χρειάζεται να προσπαθείς, αλλά να αφεθείς και να πιστέψεις. Όταν το Θέατρο δεν είναι φυσικό, παύει να είναι ανθρώπινο, γίνεται μια επιτήδευση. Μια τεχνική. Φεύγει ο θεατής και δεν παίρνει τίποτα μαζί του. Φτάνουμε στο φυσικό, στο ανθρώπινο, με την απλότητα. Τι έχουμε να πούμε; Να μιλήσουμε για τον Άνθρωπο. Για το παιδί. Πως είναι ένα παιδί; Παίζει και παίζω κι εγώ, αυτό ήταν απλό. Πως φέρνουμε στη σκηνή την φαντασία; Έγινε μια ‘κεφαλαιοποίηση’ έτσι ώστε να υπάρξουν έξι διαφορετικά σημεία. Το πρώτο είναι η είσοδος. Ένας άνθρωπος έρχεται σε χώρο όπου κάποιος τον περιμένει, αυτός ο κάποιος είναι το κοινό, που γίνεται ένα πρόσωπο και περιμένει να δει τι θα συμβεί. Ο άνθρωπος κουβαλά μια βαλίτσα, είναι κουρασμένος και λέει ‘Να μαι! Ήρθα! Κι εσύ εδώ είσαι. Όπως σε είχα αφήσει. Αμετακίνητος, ασφαλής, σίγουρος ότι όλα πάνε καλά. Για αυτό ήρθα. Να σου πως πως έξω γίνεται μακελειό. Στο λέω γιατί σ’αγαπάω και θέλω να σε ταρακουνήσω και να σε φέρω στην πραγματική ζωή’.
Πως το καταφέρνεις;
Χρησιμοποιώ ‘τεχνάσματα’. Θυμίζω πως ήμασταν ως παιδιά, πως χρησιμοποιούσαμε την φαντασία. Θυμίζω πως κάναμε όνειρα. Που πήγαν; Γιατί τα ξεχάσαμε; Τα όνειρα μας είμαστε εμείς κι αν δεν είμαστε καλά τώρα, είναι επειδή αποφασίσαμε να τα ξεχάσουμε. Στη συνέχεια περνάμε στην πραγματικότητα. Καταγγέλω την πραγματικότητα, το έργο σκληραίνει, μιλά για όλα. Όταν έγραφα τις ‘Διαστάσεις’ έγινε το έγκλημα στα Τέμπη. Με τάραξε – όπως όλους μας – πολύ, είχα αϋπνίες για μέρες. Συμπεριέλαβα αυτό το γεγονός επειδή μιλάω επίσης για την πείνα, τις κρίσεις, τον φασισμό που εξαπλώνεται, τον ρατσισμό, τον πόλεμο, όλους τους πολέμους και τον Εμφύλιο, που θεωρώ ότι είναι το ‘μαύρο κουτί’ της Ελληνικής Ιστορίας. Μας στοίχισε πολύ και συνεχίζει να μας στοιχίζει. Μιλάω για τις μανάδες που ψάχνουν να βρουν το τίποτα των παιδιών τους. Για τα κακοποιημένα παιδιά. Για τον διαχωρισμό που έχουμε ως άνθρωποι, Εμείς και οι Άλλοι. Πάντα πρέπει να είμαστε είτε με αυτόν, είτε με εκείνον. Που είναι η προσωπικότητα μας; Άρα, μήπως μιλάμε για πρώην ανθρώπους; Για κάτι το οποίο εξαφανίζεται, όπως εξαφανίστηκε το χώμα κι έγινε μπετόν; Τα δέντρα που έγιναν στάχτες; Τα πρόσωπα που έγιναν μάσκες; Όλο αυτό έρχεται στην επιφάνεια. Σοκάρει λίγο γιατί θέλαμε να το κάνουμε όσο πιο καταιγιστικό, να ταρακουνήσει. Μετά αλλάζει. Ναι μεν αυτά πρέπει να ειπωθούν, διαλέγω όμως κάτι άλλο. Τι; Θα δείτε στο τέλος.
Ποιοι συντελούν μαζί σου στην παράσταση;
Σκηνοθετεί ο Θωμάς Λιώλιος, μεγάλος δάσκαλος στο θέατρο, αγαπημένος φίλος κι άνθρωπος που πιστεύω κι εκτιμώ βαθιά. Είμαστε οικογένεια. Φτιάξαμε μαζί το θέατρο FAOS στην Ηγουμενίτσα. Σημαίνει ‘Φως’ στα αρχαία ελληνικά. Διαλέξαμε να ζούμε σε ένα χωριό δίπλα στην πόλη. Ο Θωμάς βρίσκεται πάνω από σαράντα χρόνια στο χώρο, με πολλή προσωπική κατάθεση. Έκανε θέατρο με παιδιά, με ΑΜΕΑ, με άτομα παραβατικής συμπεριφοράς.. Δούλεψε στα Γιάννενα και συνεχίζει ακάθεκτος. Στο FAOS διδάσκουμε και υποκριτική. Η καταπληκτική Billie Rose, ένα διαμάντι που ήρθε στη ζωή μου από την Αυστραλία, ανέλαβε την οργάνωση της παραγωγής, την ενδυματολογική επιμέλεια, το μακιγιάζ κι ένα σωρό άλλα πράγματα. Τη μουσική της παράστασης έγραψε άλλος ένας αγαπημένος φίλος, ο Τηλέμαχος Αλεξίου-Τσαχρής πάνω στο έργο, στα σημεία που τον ενέπνευσαν. Το έργο φτιάχτηκε μαζί με τη μουσική. Είναι σα να βγαίνει, να γεννιέται από το κεφάλι μου. Οι φωτογραφίες είναι της Φωτεινής Κυριακίδου, αγαπημένο πλάσμα από τη Θεσσαλονίκη που ζει στην περιοχή μας, έχει κάνει και τις φωτογραφίες για το ομώνυμο βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ‘Νίκας’. Το video έκανε ο Τάσος Ρούμπης, επίσης φίλος, εξαιρετικό παιδί και φωτογράφος. Από ότι κατάλαβες, είμαστε παρεάκι. Είναι πάρα πολύ ωραίο να δουλεύεις με φίλους. Είναι επίσης ιδιαίτερα συγκινητικό το ότι ο καθένας πρόσθεσε κάτι στην όλη ιστορία. Θέλω πάρα πολύ να μιλήσω για την συνεργάτιδα μου Ιρένε Μιχαηλίδη, ηθοποιό, μουσικό και μαριονετίστα. Τον περισσότερο καιρό ζει στην Ιταλία και τη Γαλλία. Ήρθε στις πρώτες πρόβες και κάναμε καταπληκτική δουλειά πάνω στην κίνηση. Οι πρόβες ήταν ανοιχτές, είχαμε κοινό στις περισσότερες. Ρωτούσαμε τι τους άρεσε, τι θα άλλαζαν, τι τους ξένισε.. Είναι κάτι που μου έμαθε η Ιρένε, έτσι κάνουν στη Γαλλία και ήταν ευεργετικό γιατί άκουσα πάρα πολλά διαφορετικά πράγματα, τα φιλτράρισα και κράτησα εκείνα που έπρεπε.
Τι ανταπόκριση έχεις από το κοινό;
Δεν περιμένει αυτό που βλέπει και ζει. Κάποιες φορές σοκάρεται, όταν όμως τελειώνει η παράσταση υπάρχει συγκίνηση. Θυμάμαι, στο θέατρο ‘Κύκλος’ στα Γιάννενα, μια αγαπημένη μορφή, η πρώτη μου δασκάλα στο σχέδιο και τη ζωγραφική, Ελένη Γκοντού, ήρθε και με αγκάλιασε κλαίγοντας με λυγμούς. Την ίδια μέρα, μια επίσης παλιά μου καθηγήτρια με επίπληξε ότι την ‘έδειχνα’ στην παράσταση και την κατηγόρησα. Αυτά τα δυο άκρα με βοήθησαν εξαιρετικά. Είναι πάρα πολύ ωραίο όταν βγάζουμε την Αλήθεια μας και δεν κρυβόμαστε πίσω από το ‘Συγχαρητήρια, ήταν πολύ καλή δουλειά’. Μου αρέσει να ακούω την αλήθεια. Τις ευχαριστώ και τις δυο γιατί μου είπαν την αλήθεια τους με τελείως διαφορετικό τρόπο. Εκεί κατάλαβα ότι όντως κάποιος μπορεί να ζοριστεί, να θιχτεί, έχουμε και το εύθικτο οι άνθρωποι. Όντως μπορεί κάποιον να μην τον ‘πάρω’ μαζί μου, αλλά να τον βρω απέναντι.
Και μετά;
Ξαναδούλεψα την παράσταση. Έγινα πολύ πιο ‘γλυκιά’ σε κάποια σημεία, ‘αγρίεψα’ σε κάποια άλλα. Οπότε κάπως μεγάλωσα την απόσταση για να την μικρύνω, αν βγάζει νόημα αυτό που λέω. Έφτιαξα τις εντάσεις έτσι ώστε να’ ρθούμε και να δέσουμε. Πιστεύω ότι τώρα η παράσταση είναι πιο ‘δεμένη’, πιο σίγουρη και θα ‘αγγίξει’ πάλι. Θέλω να ‘αγγίζει’ κάθε φορά και πιο βαθιά, γιατί κάτω από το δέρμα είναι η ιστορία. Προσπαθώ ως ηθοποιός να βγάλω την ψυχή στην επιδερμίδα, που λέει ο Θωμάς, για να αγγίξω στα αλήθεια τον θεατή. Άλλωστε, αν δεν μετακινηθεί κάτι μέσα μας, πως θα μετακινηθεί το εξωτερικό μας περίβλημα; Για αυτό και το ‘Είσαι σίγουρος πως είσαι Βουνό;’. Λέμε συχνά για κάποιον ‘είναι βράχος’. Σοβαρά τώρα; Δεν είναι άνθρωπος; Δεν έχει ψυχή εύπλαστη; Δεν έχει συναισθήματα που μπορεί ανά πάσα στιγμή να ταραχτούν; Δεν συγκινείται; Δεν πονά; Δεν θυμώνει; Τελικά, είναι όντως βουνό; Κι αν είναι αυτός βουνό, εγώ είμαι ποτάμι. Και το ποτάμι μπορεί να ανοίξει τα βουνά. Να δημιουργήσει φαράγγια και να περάσει από μέσα τους. Το νερό θα πάει εκεί που είναι να πάει, το βουνό δεν πάει πουθενά.
Επίσης τραγουδάς.
Πιστεύω πως πιο πολύ ερμηνεύω παρά τραγουδάω, με τον συνοδοιπόρο και σύντροφο μου Νικόλα Μποντίνα που γράφει τη μουσική, παίζει κιθάρες, πλήκτρα, λούπες, κάνει σύνθεση κι ενορχήστρωση ενώ εγώ γράφω τους στίχους. Γράψαμε ένα κομμάτι την ημέρα που μάθαμε τον θάνατο του Γιώργου Τόλιου, του υπέροχου αυτού ανθρώπου και ντράμερ από τις αγαπημένες μας ‘Τρύπες’. Το μάθαμε και νιώσαμε σύγκρυο. Με τον Νικόλα ήταν φίλοι. Ο καθένας μας εκείνη την ημέρα βρέθηκε μόνος του σε ένα δωμάτιο και λίγο μετά ‘συναντηθήκαμε’ με τα χαρτιά μας, είχε ήδη γράψει μουσική ο Νικόλας, στίχους εγώ, πήρα το μικρόφωνο και γεννήθηκε το τραγούδι ‘Στην άλλη όχθη’. Μιλά για τον θάνατο που δεν ξέρω αν υπάρχει. Σίγουρα όλα έχουν ένα τέλος αλλά πιστεύω στην Αθανασία, όχι της ψυχής, όπως λένε διάφορες θρησκευτικές οργανώσεις, αλλά του πνεύματος που ενώνεται με το σύμπαν. Πιστεύω επίσης σε αυτό που αφήνουμε πίσω. Στο σποράκι που πέφτει από τον καρπό του δέντρου στο χώμα και μπορεί να δημιουργήσει άλλο ένα δεντράκι κι ύστερα άλλο ένα, έτσι στο τέλος να υπάρξει ένα δάσος. Πιστεύω πολύ σε αυτήν την αθανασία για αυτό και δεν θέλω στη ζωή να πάει κάτι χαμένο.
Το τηρείς αυτό.
Ναι αν και υπάρχουν διαστήματα ‘αγρανάπαυσης’, πολύ σημαντικά. Όταν περνάω κάποιο διάστημα όπου δεν γράφω, δεν παίζω, δεν ζωγραφίζω, κάθομαι και κοιτάω πως ανθίζει μια αμυγδαλιά και πως ο αέρας φυσά και της παίρνει τα άνθη. Πως μεγαλώνει ο καρπός. Σκέφτομαι την ώρα που θα πάρω το αμύγδαλο από το δέντρο. Ή χαζεύω τη γάτα μου, πως τεντώνεται ή πως έρχεται και γουργουρίζει κοιτώντας με στα μάτια. Αυτές οι μέρες και οι ώρες είναι θεραπευτικές. Ή οι στιγμές με αγαπημένους ανθρώπους, που κάνουμε ουσιαστικές κουβέντες, πίνουμε ωραίο κρασί και τρώμε απλό, νόστιμο φαγητό. Βγάζουμε τα εσώψυχα μας πάνω στο τραπέζι, κλαίμε και γελάμε. Φεύγω από εκεί πιο πλούσια, διαφορετική. Μπορεί να υπάρξουν μεγάλα τέτοια διαστήματα κι όπως κυλάει το ποτάμι και φτάνει στη θάλασσα, έτσι κάποια στιγμή βγάζω τα χαρτιά και οργανώνω το επόμενο ‘ταξίδι’ μέσω της Τέχνης.
Μιλώντας για Τέχνη, έχεις κάνει αρκετές σπουδές.
Τελείωσα την Σχολή Γραφικών Τεχνών στο Τ.Ε.Ι. του Αιγάλεω, (τώρα Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής), όπου ασχολήθηκα κυρίως με την βιβλιοδεσία. Μου άρεσε πάρα πολύ να φτιάχνω βιβλία. Τότε δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα γράψω τα δικά μου μια μέρα. Με ‘έτρωγε’ όμως η δημιουργία και θέλησα να μπω στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Μπήκα πρώτα στη Θεσσαλονίκη κι ύστερα ξανάδωσα και πέρασα στην Αθήνα. Δυσκολεύτηκα πάρα πολύ, και να περάσω αλλά και στη σχολή. Μου άνοιξε βέβαια έναν τεράστιο κόσμο, λάτρευα την Βιβλιοθήκη, ένα καταπληκτικό μέρος – όσοι δεν έχετε πάει, να πάτε! – όπως και ολόκληρη η Σχολή. Μυρίζει παστέλ, λάδι, ακρυλικό, γύψο, πηλό, έχει υπέροχους χώρους για εργαστήρια. Με μάγεψε. Πήγαινα από εργαστήρι σε εργαστήρι και γνώρισα σχεδόν όλους τους καθηγητές. Σε κάποιους έμεινα, από κάποιους έφυγα. Αλλά αν δεν έβρισκα τον αγαπημένο μου, φίλο πλέον Πάνο Χαραλάμπους, δεν ξέρω αν θα την τελείωνα. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που δεν ήθελε να βγάλει ‘ομοιώματα’ του. Ωθούσε κάθε σπουδαστή να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο. Ο Πάνος κατάλαβε ότι ‘πνιγόμουν’ στο εργαστήρι και με ώθησε να φύγω, όπως ήθελα. Πήρα ένα βανάκι – όνειρο που έγινε πραγματικότητα – παλιό, το βρήκα στη Μεθώνη. Το έφτιαξα, το έβαψα και άρχισα να ταξιδεύω. Επέστρεφα στη Σχολή μόνο για να δείξω τη δουλειά μου. Έμεινα τρεις μήνες στην Κρήτη όπου και τελικά μετακόμισα, με τις ευλογίες του Πάνου. Μάζευα ελιές, κάστανα,φύτευα κήπους… Καταλάβαινε – και ήταν ο μόνος – ότι μέσα από την πορεία και την αναζήτηση στη Φύση και την Ρίζα, βρίσκω την καλλιτεχνική μου υπόσταση. Μεγαλωμένος και ο ίδιος σε αγροτική περιοχή, η δουλειά του είναι γεμάτη με Φύση, με τη Μουσική που άκουγε και τον τρόπο που λειτουργούσαν οι άνθρωποι εκεί. Επέστρεψα από την Ισπανία και το Μαρόκο στη Σχολή, όπου παρουσίασα όλη τη δουλειά μου μέσα στο βανάκι και γύρω από αυτό. Το ίδιο κάνω μέχρι σήμερα. Σε λίγο καιρό θα το πάρουμε από τον λαμαρινά και θα πάμε στις πηγές του Αχέροντα, όπου φτιάχνουμε κοσμήματα από φυσικά υλικά. Τα παρουσιάζουμε στο μονοπάτι των πηγών κάνοντας και μικρές performances. Απλά πράγματα που όμως ο κόσμος τα βλέπει κινηματογραφικά. Παίζουμε λύρα και κιθάρα δίπλα στο ποτάμι κι όλο αυτό γίνεται ζωή. Η συμπόρευση της ζωής με την Τέχνη.
Περιγράφεις μια ζωή ονειρική. Πολλοί το έχουν σκεφτεί αλλά δεν το κάνουν. Πως εσύ πήρες αυτήν την απόφαση;
Ζω με αυτόν τον τρόπο πάνω από είκοσι χρόνια. Στην αρχή ταξίδευα με ένα sleeping bag, με την κιθάρα στα χέρια, ένα back pack στην πλάτη κι ένα σκυλί παρέα. Έκανα ωτοστόπ, αργότερα ταξίδευα με μηχανή, με χίλιους δυο τρόπους. Αυτό ξεκίνησε από μέσα μου. Θυμάμαι, ως παιδί, επειδή οι γονείς μου δεν ταξίδευαν, η μεγαλύτερη απόσταση που είχα διανύσει ήταν από τα Γιάννενα μέχρι την Θεσπρωτία. Έβλεπα την Υδρόγειο Σφαίρα του σχολείου και σκεφτόμουν πόσο τεράστιος είναι ο κόσμος. Έβλεπα τουρίστες που έρχονταν με τροχόσπιτα στην παραλία του Δρεπάνου, με τα ποδήλατα τους δεμένα στο τροχόσπιτο. Άναβαν τα φώτα τους το βράδυ κι εγώ έκλαιγα από χαρά κι έλεγα ‘αυτήν την ζωή θα κάνω. Θα τα φορτώνω όλα σε ένα αμάξι και θα πηγαίνω από τόπο σε τόπο’. Δεν μου είπε κανείς πως αυτό είναι εφικτό. Αργότερα γνώρισα κι άλλους τέτοιους ανθρώπους και είδα πως είναι. Έμαθα όμως να ζω από τη δουλειά μου. Μπορώ να πάω οπουδήποτε, να φτιάξω ένα κόσμημα ή να παίξω ένα όργανο και να βγάλω έστω ένα χαρτζιλίκι. Αυτό μου έγινε βίωμα, το πίστεψα τόσο πολύ που κατάφερα να ζω έτσι. Τώρα, μετά από τόσα χρόνια σκέφτομαι πως φαινόμουν τότε. Οι γονείς, οι συγγενείς, οι φίλοι με έβλεπαν πολύ περίεργα. Πήγαινα στα Γιάννενα, άνοιγα το παγκάκι μου δίπλα από μια γυναίκα που πουλούσε κασέτες βρίζοντας τον άντρα της, δίπλα από κάποιον που πουλούσε καλαμπόκια, δίπλα από δυο Σενεγαλέζους που πουλούσαν σανδάλια. Οι δικοί μου με ρωτούσαν αν ήμουν καλά και γιατί υποτιμώ τον εαυτό μου. Απαντούσα πως δεν υποτιμώ τον εαυτό μου, μου αρέσει. Θεωρώ ότι ήταν μια δεύτερη σπουδή, στον δρόμο, παράλληλη με αυτήν της Σχολής. Το συνέχισα στο εξωτερικό και γνώρισα απίστευτους ανθρώπους από όλον τον κόσμο που κάνουν παρόμοια πράγματα. Μαριονετίστες, ηθοποιούς, μουσικούς, ζωγράφους. Με όλους αυτούς αγαπηθήκαμε, γίναμε παρέα. Στο Λάγος παίζαμε μουσική όλοι μαζί κι ο κόσμος έβγαινε στα μπαλκόνια και χειροκροτούσε. Ερχόμενη πίσω στην Ελλάδα ήθελα να μεταφέρω κάτι από αυτό. Τώρα, ακούω συχνά το ‘τι τυχεροί που είστε!’. Δεν είμαστε τυχεροί. Ήταν επιλογή και μάλιστα κόντρα. Ήταν επιλογή το να σκάψω έναν δρόμο για να δω που θα βγω. Πέτυχε, με την έννοια πως νιώθω καλά και δεν το αλλάζω. Αν κοιτάξω πίσω τη ζωή μου, χαίρομαι πάρα πολύ για αυτά που έχω αποφασίσει να κάνω. Ούτε νιώθω κουρασμένη. Βέβαια, έχει μειωθεί ο χρόνος μου στον δρόμο, δουλεύω περισσότερο στο θέατρο, εμφανιζόμαστε συχνότερα σε μουσικές σκηνές, αλλά τρεις μήνες το καλοκαίρι θα ζω εκεί έξω. Η αίσθηση του να κοιμάμαι με τον ήχο του νερού όπως και το να ξυπνάω και να βουτάω στη θάλασσα είναι κάτι που δεν κοστολογείται, δεν πωλείται, δεν αγοράζεται με τίποτα. Μόνο κερδίζεται, απλά και χωρίς κόπο.
Θα ήθελα να μιλήσουμε και για τα βιβλία σου.
Έχω εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές και τον θεατρικό μονόλογο. Η ιστορία ήταν μέχρι να βγει η πρώτη. Μια ζωή κουβάλαγα τετράδια, χαρτιά, έγραφα σε εισιτήρια, σε τσιγαρόχαρτα.. Κάποια στιγμή τα μάζεψα, τα ξαναείδα. Δεν θέλησα ποτέ να κάνω οικογένεια κι έτσι αυτά ήταν τα ‘παιδιά’ μου. Ο αγαπημένος φίλος Τζόνης, ο άνθρωπος που ‘κολλούσε’ τα φτερά μου όταν μου τα έκοβαν οι άλλοι, με έπεισε πως υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι που θα ήθελαν να δουν αυτά που γράφω. Το πρώτο μου πήρε πολύ χρόνο, γιατί ξεσκαρτάρισα. Έχει τίτλο ‘Άμα Ζώντας απλά’ και είναι μεγάλο, 170 σελίδες! Έχει σκίτσα, σχέδια.. Είναι φυσικά χαρισμένο στον Τζόνη που με έλεγε ‘Αμαζόνα’. Στην πορεία κατάλαβα πως κάτι αγγίζει κάποιον και κάτι κάποιον άλλον. Βγήκε από τις εκδόσεις ‘Θράκα’. Το δεύτερο, με τίτλο ‘Άχνα’ βγήκε από τις εκδόσεις ‘Νίκας’ που επανεξέδωσαν και το πρώτο. Θυμάσαι που μας έλεγαν όταν ήμασταν μικροί ‘μη βγάλεις άχνα’; Από πείσμα και έμφυτη αντίδραση, είπα, ‘εγώ θα βγάλω άχνα. Αυτή η άχνα θα γίνει τραγούδι, θα γίνει κραυγή’. Στο εξώφυλλο είμαι με μπούρκα ή, αν πάμε στην εποχή του κορονοϊού, με μάσκα. Τα μάτια μου είναι βαμμένα σύμφωνα με την αρχαία ελληνική τραγωδία γιατί ζούμε μια τραγωδία γενικώς, δεν είμαστε καλά ως κοινωνία. Θα ακολουθήσει η τρίτη ποιητική συλλογή με τίτλο ‘Χωρίς κλαδί’. Αυτήν την εποχή κάνω ένα μεταπτυχιακό στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, πάνω στις σύγχρονες μορφές τέχνης, κι ετοιμάζω μια σειρά διηγημάτων, με τις διηγήσεις ενός δέντρου που θα γίνει και ψηφιακό έργο που θα παρουσιαστεί στο Φεστιβάλ της Κέρκυρας, το καλοκαίρι. Ελπίζουμε να σας δούμε εκεί, όπως και στην παράσταση. Επίσης, την Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου, θα εμφανιστούμε μαζί με τον Νικόλα Μποντίνα στο μουσικό μας σχήμα, στο Symposium music bar στη Χαριλάου Τρικούπη στα Εξάρχεια.
Πληροφορίες για την παράσταση εδώ.
Κοινοποιήστε: