Γερμανικά στρατεύματα σε συνεργασία με Ταγματασφαλίτες και Χωροφύλακες έστησαν το αιματηρό Μπλόκο της Κοκκινιάς – Πρόκειται για το Μπλόκο που είχε τις μεγαλύτερες ανθρώπινες απώλειες στην Αθήνα, στα χρόνια της Κατοχής.
Ξημερώματα 17ης Αυγούστου. Σχεδόν δύο μήνες πριν την αποχώρηση των ναζιστικών στρατευμάτων από την Αθήνα. Ήταν η μέρα που γράφτηκε μία από τις μαύρες σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ήταν το Μπλόκο της Κοκκινιάς από τις δυνάμεις κατοχής σε συνεργασία με το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων των Ταγμάτων Ασφαλείας και της Ειδικής Ασφάλειας.
Πρόκειται για το Μπλόκο που είχε τις μεγαλύτερες ανθρώπινες απώλειες στην Αθήνα, στα χρόνια της Κατοχής. Σημειώθηκαν εκατοντάδες ομαδικές εκτελέσεις από τα γερμανικά στρατεύματα και τους ταγματασφαλίτες ενώ συνελήφθησαν 3.000 άνθρωποι που κρατήθηκαν ως όμηροι. Παράλληλα υπήρξαν και εκτεταμένοι εμπρησμοί σπιτιών.
Οι ταγματασφαλίτες που είχαν πρωταγωνιστήσει στις εκτελέσεις αθώων πολιτών μετά το τέλος του πολέμου δικάστηκαν αλλά αθωώθηκαν για τα εγκλήματά τους. Ήταν η περίοδος του Εμφυλίου Πολέμου. Από τη δεκαετία του 50 και έπειτα οι εκτελεσθέντες τιμούνται από τοπικές οργανώσεις. Εντωμεταξύ μετά το πραξικόπημα της χούντας στις 21 Απριλίου 1967 η διεξαγωγή του μνημοσύνου για τα θύματα έλαβε αντικομμουνιστικό χαρακτήρα. Και αυτό διότι το καθεστώς δήλωνε ότι για την ευθύνη για το Μπλόκο έφεραν οι δυνάμεις του ΕΑΜ και συγκεκριμένα η ΟΠΛΑ, ενώ παράλληλα οι ταγματασφαλίτες είχαν βρεί τους υπερασπιστές τους που δεν ήταν άλλοι από τους πραξικοπηματίες και τον περίγυρό τους.
Για να θυμούνται οι πιο παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι το διήμερο 15 – 16 Αυγούστου στα «Κιλκιανά» και τα Μανιάτικα σημειώθηκαν συμπλοκές ανάμεσα σε δυνάμεις του ΕΛ.ΑΣ και την Ελληνική Αστυνομία σε συνεργασία με την Ειδική Ασφάλεια Πειραιά. Περίπου στις 02:30 τα ξημερώματα οχήματα στα οποία επέβαιναν μέλη του πρώτου Συντάγματος Ευζώνων το οποίο αποτελούνταν από Γερμανούς οπλίτες 11ης αεροπορικής μεραρχίας εδάφους, και μέλη γερμανικής μηχανοκίνητης διμοιρίας, περικύκλωσαν την Κοκκινιά.
Με τις πρώτες αχτίδες του Ήλιου οι ταγματασφαλίτες απαίτησαν από άνδρες η ηλικία των οποίων ήταν από 14 έως και 60 ετών να συγκεντρωθούν στην Πλατεία Οσίας Ξένης. Ο ΕΛ.ΑΣ δεν μπορούσε να κινητοποιήσει τις δυνάμεις του καθώς όλες οι είσοδοι της συνοικίας είχαν μπλοκαριστεί. Έπειτα από αυτή την εξέλιξη ανέλαβαν δράση οι καταδότες ανάμεσά τους και ένα πρώην μέλος της ΟΠΛΑ. Οι καταδότες υπέδειξαν στις δυνάμεις Κατοχής τα στελέχη που βρίσκονταν στην ηγεσία των οργανώσεων του ΕΑΜ.
Ακολούθησε η σύλληψη και ο σκληρός βασανισμός τους. Αμέσως μετά οδηγήθηκαν στο υφαντήριο που βρισκόταν πίσω από την πλατεία και στη συνέχεια εκτελέστηκαν 78 εξ αυτών. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια του Μπλόκου σημειώθηκα συμπλοκή στην οποία ανάμεσα σε μία ομάδα η οποία αποτελούνταν από μικτά μέλη του ΕΛΑΣ και το ΟΠΛΑ και των Γερμανών. Εκεί τραυματίστηκαν μερικοί ταγματασφαλίτες και ένας Γερμανός αξιωματικός με αποτέλεσμα να ξεκινήσει ένα νέο κύμα εκτελέσεων.
Πιο συγκεκριμένα 46 αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στα «Αρμενικά» από την πλατεία Οσίας Ξένης και εκεί εκτελέστηκαν, ενώ κατά τη διάρκεια της ημέρας πυρπολήθηκαν πολλά σπίτια. Το Μπλόκο κράτησε μέχρι τις 18:00. Συνολικά τα θύματα ήταν 300 ενώ την ίδια ώρα περίπου 6.000 άνδρες οδηγούνται με ισχυρή συνοδεία στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Ύστερα από λίγες μέρες θα μεταφερθούν σε γερμανικά στρατόπεδα περίπου 1.200 εξ αυτών, αρκετοί από τους οποίους θα εκτελεστούν ή θα πεθάνουν από τις κακουχίες.
Η δίκη
Μετά την απελευθέρωση η ηγεσία των Ταγμάτων Ασφαλείας, ανάμεσά τους βρισκόταν και ο διοικητής του 1ου ευζωνικού τάγματος, Ιωάννη Πλυντζανόπουλου, και οι σημαντικότεροι συνεργατες τους κάθησαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου και δικάστηκαν για τη συμμετοχή τους σε περίπου 30 Μπλόκα. Από τις πρώτες μέρες της διαδικασίας, οι δημοκρατικές εφημερίδες της εποχής, όπως η Ελευθερία, επισήμαναν την παρουσία «οπαδών της δεξιάς» στο ακροατήριο και το φόβο που είχαν ορισμένοι μάρτυρες κατηγορίας, όπως στρατιώτες, οι οποίοι κατέθεταν συνοδευόμενοι από τη στρατονομία.
Η δικαστική διαδικασία για το μπλόκο της Κοκκινιάς επικεντρώθηκε στο αν ο Πλυντζανόπουλος είχε πυροβολήσει έναν συλληφθέντα, που αντιδρούσε στον απαγχονισμό του, και δεν ασχολήθηκε με την κατηγορία για «πράξεις βίας εν συμπράξει μετά των οργάνων των αρχών κατοχής εις βάρος Ελλήνων, ένεκα της δράσεώς των κατά του εχθρού».
Ο εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή ενός κατηγορούμενου, που δρούσε στο μπλόκο ως καταδότης, χωρίς να φοράει κουκούλα. Τελικά, όλοι οι κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν αθώοι, το Μάρτιο του 1947, και ο αθηναϊκός τύπος της εποχής έκανε μόνο μερικές ασήμαντες αναφορές στην απόφαση.
Τη δεκαετία του 1950, τοποθετήθηκε στη μάντρα μια πλάκα που ανέφερε ότι «εδώ οι Γερμανοί κατακτητές εκτέλεσαν Έλληνες πατριώτες». Στην επέτειο του Μπλόκου τελούνταν ανεπίσημα μνημόσυνα, έως ότου η δημοτική αρχή οργάνωσε ένα μνημόσυνο, στην εικοστή επέτειο του Μπλόκου, το 1964.
Στα χρόνια της Δικτατορίας
Στις 21 Απριλίου 1967 η Δημοκρατία στην Ελλάδα καταλύθηκε και εγκαθιδρύθηκε η Δικτορία που κατέρρευσε αφού πρώτα είχε προηγηθεί η αιματοβαμμένη εξέγερση του Πολυτεχνείου και η προδοσία της Κύπρου. Εκείνη την περίοδο η διοργάνωση της τελετής μνήμης απέκτησε αντικομμουνιστικό χαρακτήρα. Είναι ενδεικτικό ότι στην πρώτη εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 1967 αποσιωπήθηκε η συμμετοχή των ταγματασφαλιτών. Μάλιστα προβλήθηκε ο ισχυρίσμός ότι «κύριος αποκλειστικός στόχος» του μπλόκου ήταν μέλη της ΟΠΛΑ, καθώς και ότι οι κουκουλοφόροι καταδότες ήταν εντεταλμένα μέλη του ΚΚΕ.
Στις 17 Αυγούστου 1968 έγιναν τα αποκαλυπτήρια μία νέας αναμνηστικής πλάκας στη μάντρα η οποία έφερε την επιγραφή «Προδόται και μασκοφόροι κομμουνισταί εαμίται, ελασίται παρέδωσαν εις τους βάρβαρους κατακτητάς την 17ην Αυγούστου 1944 αγνούς πατριώτας αγωνιστάς της Εθνικής Αντιστάσεως, τέκνα ηρωικά της Νικαίας, οι οποίοι και εξετελέσθησαν εις τον χώρον τούτον».
Ας σημειωθεί ότι σε ομιλία του ο ταγματάρχης Νικόλαος Πλυτζανόπουλος – ανιψιός του Ιωάννη Πλυτζανόπουλου – που είχε διορισθεί δήμαρχος Νίκαιας επανέλαβε το ίδιο επιχείρημα μιλώντας για «μασκοφόρους προδότας κομμουνιστάς» ενώ σχετικά με τα θύματα είχε πει ότι επρόκειτο για «αθώους εθνικόφρονας πολίτας της Νικαίας». Ακόμη δεν παρέλειψε να υπερασπιστεί την ανάγκη δράσης, το καλοκαίρι του 1944, κατά της «κόκκινης τρομοκρατίας». Η επιγραφή που πρααναφέραμε αφαιρέθηκε μετά την πτώση της δικτατορίας τον Ιούλιο του 1974.
Τι ήταν τα Τάγματα Ασφαλείας
Τα Τάγματα Ασφαλείας, επισήμως Τάγματα Ευζώνων (ευρέως γνωστά ως Γερμανοτσολιάδες, εξ αιτίας του δωσιλογισμού τους, ή αλλιώς, Ράλληδες) ήταν παραστρατιωτικές μονάδες που έδρασαν στην Ελλάδα κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε συνεργασία με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής.Ο συνολικός αριθμός αυτών των ενόπλων είναι συγκρίσιμος με αυτόν του ΕΛΑΣ.
Δημιουργήθηκαν από την κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη με σαφή αντικομμουνιστική στόχευσηκαι οπλίστηκαν από τη Βέρμαχτ αφού εξοικονομούσαν γερμανικό αίμα, αλλα και επειδή τα υπάρχοντα σώματα ασφαλείας δεν έδειχναν τον απαιτούμενο ζήλο να χτυπήσουν το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.
Τα τάγματα αυτά δημιουργήθηκαν δια του Νόμου 260/1943 που εκδόθηκε στις 18 Ιουνίου του 1943, αν και η δράση τους εντάθηκε μετά το Σεπτέμβρη του ’43, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, όταν μικρό τμήμα του οπλισμού των Ιταλών κατέληξε στα χέρια του ΕΑΜ, μέχρι και το τέλος της κατοχής, κυρίως στη βόρεια Πελοπόννησο, τη δυτική Στερεά Ελλάδα, ιδίως στην Αιτωλοακαρνανία, την Εύβοια και την Αθήνα.
Ανώτατος αρχηγός των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν ο Γερμανος στρατηγός των Waffen SS Γιούργκεν Στρόοπ, ο οποίος αντικαταστάθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1943 από τον υποστράτηγο Βάλτερ Σιμάνα.
Παρόλο που ήδη εν μέσω της κατοχής στη Συμφωνία της Πλάκας – Μυρόφυλλου (Φεβρουάριος του ’44) είχαν χαρακτηριστεί ως δωσιλογικά από το σύνολο των αντιστασιακών οργανώσεων εντός και εκτός Ελλάδας,[9] χαραχτηρισμός που επαναβεβαιώθηκε στη συμφωνία της Καζέρτας αμέσως πριν την απελευθέρωση, το Σεπτέμβρη του ’44, και ενώ ένας σημαντικός αριθμός των μελών τους είχε ήδη συλληφθεί πριν την απελευθέρωση, ελάχιστοι τελικώς καταδικάστηκαν.
Για παράδειγμα, ενώ ο Ιωάννης Ράλλης καταδικάστηκε σε ισόβια για προδοσία και πέθανε στη φυλακή το ’46, ο ίδιος και οι υπόλοιποι εισηγητές [εκκρεμεί παραπομπή] της δημιουργίας των Ταγμάτων Ασφαλείας αθωώθηκαν για τα εγκλήματά τους. Το ίδιο συνέβη με τους περισσότερους ηγέτες των τμημάτων αυτών. Ο βασικός λόγος ήταν πως μέχρι τις δίκες τους είχαν μεσολαβήσει τα Δεκεμβριανά και πολλά μέλη τους, με προτροπή των Βρετανών, στρατολογήθηκαν από την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας ως αντίβαρο στo EAM, ενώ οι λιγότερο εμπειροπόλεμοι στελέχωσαν χαμηλόβαθμες διοικητικές θέσεις στην κρατική μηχανή.
Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και τον αφοπλισμό των εαμικών οργανώσεων στις αρχές του ’45, και μέχρι την έναρξη του Εμφυλίου στα μέσα του ’46, αρκετά πρώην μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας διακρίθηκαν στην καταδίωξη αριστερών, κομμουνιστών, μέχρι και αντιβασιλικών σε μια περίοδο που έμεινε γνωστή ως «λευκή τρομοκρατία». Οι ικανότεροι θα διακρίθούν και στον Εμφύλιο, ενώ οι σκληρότεροι θα επανδρώσουν τα Εκτελεστικά Αποσπάσματα εκείνα που θα κόβουν κεφάλια ανταρτών του ΔΣΕ.
Τέλος, πρώην ταγματασφαλίτες αλλά και πολιτικά πρόσωπα, συνεργάτες των Γερμανών, εμφανίζονται τα 30 μεσολαβούντα χρόνια μέχρι την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών σε διάφορα υψηλόβαθμα κρατικά πόστα, με σκιές να πέφτουν ακόμα και στον πρωτεργάτη της, Γεώργιο Παπαδόπουλο.
Η ιστορική μελέτη των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν νομικά απαγορευμένη μέχρι τη Μεταπολίτευση, με τη νομοθεσία περί αναμόχλευσης παθών. Μέχρι την αναγνώριση των εαμικών οργανώσεων από το ΠΑΣΟΚ το 1982, οι μόνες αντιστασιακές οργανώσεις αναγνωρισμένες από το Κράτος ήταν οι δεξιές (ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ, κ.α.), καθώς και όσες είχε αναγνωρίσει η χούντα πως πολέμησαν τον κομμουνισμό μετά όμως την απελευθέρωση του ’44 (π.χ. Οργάνωση Χ) – τα Τάγματα Ασφαλείας ποτέ δεν αναγνωρίστηκαν ως αντιστασιακές οργανώσεις, παρόλο που η Χούντα χορήγησε συντάξεις στα πρώην μέλη τους με το διάταγμα 179 το ’69.
Κατά τον ιστορικό Στράτο Δαρδανά, είναι πολλοί οι Έλληνες που συνεργάστηκαν με τον γερμανικό στρατό και τα SS στη διάρκεια του πολέμου, και για διάφορους λόγους. Για μερικούς ήταν μια νέα περιπέτεια και η ευκαιρία να κερδίσουν χρήματα ή άλλα ωφέλη, για άλλους ήταν ένας τρόπος επιβίωσης στις δύσκολες συνθήκες της κατοχής, και για άλλους ο μόνος τρόπος να προστατεύσουν τις οικογένειες και τα χωριά τους από τις επιθέσεις των ανταρτών. Κοινός παράγων πίσω από αυτό το φαινόμενο ήταν ο αντικομμουνισμός, ο οποίος εντεινόταν από τα αντισλαβικά και ειδικά τα αντι-βουλγαρικά αισθήματα.
Με την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς το Μάιο του 1941 οι παραμένουσες στη Χώρα στρατιωτικές δυνάμεις (κυρίως του στρατού ξηράς), μετά την παράδοση του οπλισμού τους διαλύθηκαν. Τα δε υπάρχοντα τότε Σώματα Ασφαλείας που ήταν η Βασιλική Χωροφυλακή, με έδρα την Αθήνα και υποδιοικήσεις σ΄ όλη τη Χώρα, η Αστυνομία Πόλεων, που είχε την ευθύνη ασφάλειας των πόλεων Αθήνας, Πειραιά, Πάτρας και Κέρκυρας, με βασικά καθήκοντα που της είχαν ανατεθεί, μεταξύ άλλων, και η δίωξη των κομμουνιστών, το Λιμενικό Σώμα (διατηρουμένων σ’ αυτό μόνο των αξιωματικών και υπαξιωματικών), με έδρα τον Πειραιά, και τα άοπλα σώματα Πυροσβεστική Υπηρεσία και Αγροφυλακή δεν καταργήθηκαν.
Οι κατακτητές αποφάσισαν σύμφωνα με το δίκαιο του πολέμου τη διατήρησή τους για την εσωτερική ασφάλεια με μειωμένη όμως δύναμη. Η πρώτη κατοχική κυβέρνηση που συστάθηκε από Έλληνες δωσίλογους στρατιωτικούς, με πρωθυπουργό τον αντιστράτηγο Γεώργιο Τσολάκογλου, πρώην διοικητή του Γ΄ Σώματος Στρατού, μέσα σε δύο χρόνια έχασε σταδιακά τον έλεγχο της υπαίθρου καθώς άρχισαν ν΄ αναπτύσσονται ομάδες αντιστασιακών που δρούσαν στις ορεινές περιοχές.
Τότε οι Ιταλοί και οι Βούλγαροι που είχαν υπό έλεγχο το μεγαλύτερο μέρος της Χώρας εξανάγκασαν την κυβέρνηση να μεταθέσει δυνάμεις της Χωροφυλακής στις μεγάλες πόλεις θεωρώντας τες ύποπτες για συνεργασία με αντάρτες. Εξέλιξη αυτών ήταν στη συνέχεια η κατάργηση της Αγροφυλακής. Στις δε πόλεις, τρία χρόνια μετά την έναρξη της Κατοχής, και μετά τις παρακινδυνευμένες αλλά μεγαλειώδεις απεργίες του 1943 στην Αθήνα, η αστυνομία πόλεων είχε αρχίσει πλέον να συγκλίνει προς την πλευρά του EAM σε τέτοιο βαθμό που στις 23 Ιουνίου του 1943 και οι ίδιοι οι αστυνομικοί κήρυξαν απεργία.
Το παρασκήνιο της δημιουργίας τους
Στις 2 Δεκεμβρίου του 1942 παραιτείται ο Γ. Τσολάκογλου και πρωθυπουργός αναλαμβάνει ο μέχρι τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Παιδείας και Πρόνοιας, (ιατρός – μαιευτήρας) Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος. Οι γερμανικές Αρχές πολύ γρήγορα όμως διαπίστωσαν ότι ο Λογοθετόπουλος παρά το επιστημονικό του κύρος δεν είχε ικανές δυνάμεις επιβολής στο διαμορφωμένο πολιτικό σκηνικό και σε διάστημα μόλις λίγων μηνών αναζητούσαν τον αντικαταστάτη του.
Την ίδια εκείνη εποχή, κάποιοι απόστρατοι αξιωματικοί, επικεφαλής των οποίων φέροταν ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, άρχισαν ν΄ ανησυχούν από την εντεινόμενη δραστηριότητα του ΕΑΜ και ειδικότερα μετά τη δημιουργία του στρατιωτικού του σκέλους, ΕΛΑΣ, θεωρώντας ότι αυτές οι οργανώσεις, με το πρόσχημα της αντίστασης κατά των κατακτητών, είχαν ήδη αρχίσει να παίρνουν με το μέρος τους το λαό της υπαίθρου, υπολογίζοντας ακόμα πως με τον εφοδιασμό τους με οπλισμό από τους Άγγλους θα επικρατούσαν τελικά μετά την απελευθέρωση.
Έτσι, μετά από πολλές συζητήσεις, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει η ίδια η Κυβέρνηση ν΄ αναπτύξει μια ανεξαρτησία κινήσεων και δράσης επ’ αυτού του ζητήματος ώστε να ματαιωθούν οι πόθοι αυτών των κομμουνιστικών οργανώσεων που έτσι κι αλλιώς παρέμεναν εκτός νόμου. Παράλληλα, ανέθεσαν στο φίλο του Πάγκαλου, Ιωάννη Βουλπιώτη, ν΄ ανιχνεύσει επ’ αυτού τις διαθέσεις των Γερμανών μέσω της φιλίας που διατηρούσε με τον πρώην στρατιωτικό ακόλουθο της Γερμανίας στην Αθήνα Κρίστιαν Φον Κλεμ. Όταν ο συνταγματάρχης Φον Κλεμ ενημερώθηκε σχετικά, και δι’ αυτού ο Αρχηγός των Ες-Ες Ελλάδος, φέρεται να μετέφερε θετική απάντηση. Στη συνέχεια ο Πάγκαλος, με σύμφωνη γνώμη και των άλλων αποστράτων, έσπευσε να ενημέρωσει σχετικά τον Ιωάννη Ράλλη, πείθοντάς τον τελικά ν΄ αναλάβει πρωθυπουργός. Επίσης του δήλωσε και την ακαταλληλότητα εαυτού για τη συγκεκριμένη θέση εξαιτίας της προηγούμενης δικτατορίας του για την οποία και είχε διαβληθεί.
Στο σημείο αυτό φαίνεται αφενός μεν πως η επιλογή του Ιωάννη Ράλλη έγινε λόγω της σχετικής απήχησης που είχε ως παλαιός αντιβενιζελικός πολιτικός τόσο στην πρωτεύουσα, όπου χρόνια πολιτευόταν υπό τη σκιά του πατέρα του, όσο και στην επαρχία. Εκρίθη ότι ο αποτρεπτικός του λόγος για σύμπραξη των πολιτών με το ΚΚΕ και τις οργανώσεις του θα ήταν περισσότερο αποτελεσματικός. Την ίδια εποχή η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου και πρωτίστως οι Άγγλοι, για ίδιο όφελος, επιζητούσαν αντίσταση στους ναζί κατακτητές απ΄ όπου και αν προέρχεται.
Η συγκρότησή τους
Ως αρχικοί σκοποί της ίδρυσης των Ταγμάτων αναφέρθηκαν η τήρηση της τάξης σε περίπτωση κομμουνιστικών ενεργειών, καθώς και η παρεμπόδιση της επιστροφής του βασιλιά.
Η προσέλευση εθελοντών στα Τάγματα ήταν αρχικά ελάχιστη, κι έτσι πυρήνα της νέας δύναμης αποτέλεσε η φρουρά των ευζώνων του Άγνωστου Στρατιώτη, τον Ιούνιο του 1943. Μέχρι το φθινόπωρο του 1943, η ύπαρξη του Τάγματος ήταν μάλλον τυπική, εν μέρει λόγω και του δισταγμού Γερμανών και Ιταλών να δώσουν όπλα.
Με τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας όμως, το Σεπτέμβριο του 1943, οι Γερμανοί απέκτησαν διπλό πρόβλημα καθώς αφενός πολλά όπλα έπεσαν στα χέρια των αντιστασιακών οργανώσεων, κυρίως του ΕΛΑΣ, με αποτέλεσμα την κλιμάκωση της αντίστασης, αφετέρου τα ιταλικά στρατεύματα δεν αποτελούσαν πλέον φίλιες δυνάμεις και οι ζώνες ευθύνης τους έπρεπε να ελέγχονται από γερμανικά στρατεύματα. Επίσης, μετά τις ήττες σε Αφρική και Ιταλία, η Ελλάδα έγινε ευάλωτη σε πιθανή συμμαχική απόβαση.
Έτσι, εντάθηκαν οι προσπάθειες για τη δημιουργία ντόπιων στρατιωτικών τμημάτων που θα πολεμούσαν την αντίσταση. Τον Ιανουάριο του 1944 η πίεση αυξήθηκε προς τους αξιωματικούς, που κλήθηκαν να καταταγούν υποχρεωτικά στα Τάγματα Ασφαλείας με κυρώσεις, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, τη διακοπή χορήγησης κουπονιών διατροφής και την απώλεια του δικαιώματος σύνταξης, αλλά και προς τους αστυνομικούς, με μαζικές απολύσεις από το Σώμα
Τάγματα Ευζώνων
Το πρώτο Τάγμα Ασφαλείας, ή 1ο Τάγμα Ευζώνων, συγκροτήθηκε το Μάιο του 1943 και διοικητής του ανέλαβε ο στρατιωτικός Δημοσθένης Διαλέτης. Όμως, περί τα μέσα Ιουνίου, αποφασίστηκε η συγκρότηση τεσσάρων ακόμη ταγμάτων. Έτσι τον Ιούνιο, Σεπτέμβριο, Οκτώβριο και μέχρι το Δεκέμβριο του ίδιου έτους δημιουργήθηκαν στην Αθήνα άλλα τέσσερα, με δυναμικό 300 οπλίτες και 20 αξιωματικούς έκαστο.[21]:98 Η επάνδρωσή τους γινόταν με αξιωματικούς του στρατού, με υποχρεωτική κλήτευση νέων σειρών και αποστράτων αξιωματικών. Η φρουρά του Αγνώστου αποτέλεσε το φυτώριο και για τα επόμενα τακτικά “ευζωνικά τάγματα”, καθώς η βασική εκπαίδευση δινόταν εκεί και στη συνέχεια έφευγαν για την ύπαιθρο, κυρίως δυτική Ελλάδα και Πελοπόννησο, όπου επιμέρους τμήματά τους ίδρυσαν τοπικά Τάγματα. Για κάθε τάγμα ευζώνων προβλεπόταν δύναμη 600 ανδρών και 50 αξιωματικών, καθώς και ενός Γερμανού αξιωματικού.
Στα Τάγματα κατατάσσονταν κυρίως εξαθλιωμένοι άνθρωποι που προσπαθούσαν έτσι να επιβιώσουν, καθώς η υπηρεσία συνοδευόταν με καλό για την εποχή μισθό και άλλα προνόμια και διευκολύνσεις, εγκληματίες και καταζητούμενοι, αντικομμουνιστές αξιωματικοί, ανάμεσα στους οποίους και αξιωματικοί του ΕΔΕΣ Αθήνας, τους οποίους ο Ζέρβας καταδίκασε το Δεκέμβριο του 1943 και αποκήρυξε περί το Φεβρουάριο του 1944 πολιτικοί καιροσκόποι, καθώς και μέλη οργανώσεων που είχαν έρθει σε σύγκρουση με τον ΕΛΑΣ ή είχαν διαλυθεί από αυτόν, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα αυτά των 200 ανδρών της ΕΚΚΑ και μελών ομάδων του “Εθνικού Στρατού” που είχαν έρθει στην ύπαιθρο της Πελοποννήσου σε σύγκρουση με τον ΕΛΑΣ και κατέφυγαν στις πόλεις, όπως και άτομα που είχαν χάσει συγγενείς τους εξαιτίας της δράσης των ανταρτών και ζητούσαν εκδίκηση.
Από τα παραπάνω συγκροτημένα τάγματα, το 2ο Τάγμα, που συγκροτήθηκε τον Ιούνιο, μετακινήθηκε στην Πάτρα προκειμένου εκεί να αποτελέσει τον πυρήνα του 2ου Συντάγματος Ευζώνων. Τα υπόλοιπα τέσσερα στην Αθήνα συγκρότησαν το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων Αθηνών, επικεφαλής του οποίου τέθηκε ο Ι. Πλυτζανόπουλος. Οι μονάδες αυτές καθώς και όσες δημιουργήθηκαν στη συνέχεια τέθηκαν υπό την Ανωτάτη Διοίκηση Ευζωνικών Ταγμάτων του υπουργείου Εθνικής Αμύνης. Επικεφαλής όλων αυτών ανέλαβε στις 25 Νοεμβρίου ο προαχθείς σε υποστράτηγο Βασίλειος Ντερτιλής.
Η στολή των τακτικών Ταγμάτων ήταν αυτή των Ευζώνων του Άγνωστου Στρατιώτη, για αυτό το λόγο έμειναν γνωστοί και ως γερμανοτσολιάδες. Από τον Ιανουάριο του 1944 φόρεσαν χιτώνια του πρώην ελληνικού στρατού και γερμανικά άρβυλα. Στη στολή τους τα ελληνικά εθνόσημα και το στέμμα είχαν αντικατασταθεί με ένα δάφνινο στεφάνι. Στον όρκο που έδιναν οι αξιωματικοί και οπλίτες των Ταγμάτων ορκίζονταν απόλυτη υπακοή στον Αδόλφο Χίτλερ και υπάγονταν στη δικαιοδοσία των γερμανικών στρατιωτικών νόμων.
Η δράση τους
Η δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν κατά βάση αντι-εαμική και αντικομμουνιστική. Αν και έγινε προσπάθεια να εξαπλωθούν σε ολόκληρη τη χώρα, κύριοι χώροι δράσης τους ήταν η Στερεά Ελλάδα (Αγρίνιο και Ναύπακτος) και η Πελοπόννησος (Τρίπολη, Πάτρα, Ναύπλιο, Γύθειο, Καλαμάτα, Σπάρτη κλπ ), καθώς και η Αθήνα, η Εύβοια και κατά καιρούς ορισμένες περιοχές της Θεσσαλίας.[30]:518 Στη γερμανοκρατούμενη Κεντρική και Δυτική Μακεδονία έδρασαν ένοπλοι χωρικοί, μέλη των εθνικιστικών οργανώσεων ΥΒΕ, ΕΚΑ και ΠΑΟ, οι οποίοι κατέφυγαν στους Γερμανούς έπειτα από απηνείς διώξεις του ΕΛΑΣ σχηματίζοντας τον Εθνικό Ελληνικό Στρατό (ΕΕΣ).
Φορώντας πολιτικά ρούχα λειτουργούσαν ουσιαστικά ως φρουρές των χωριών τους, με γνωστότερους αρχηγούς τον Κυριάκο Παπαδόπουλο ή Κισά Μπατζάκ (Πιερία) και το Μιχαήλ Παπαδόπουλο (Μιχάλαγα) στην Κοζάνη. Οι δυνάμεις αυτές δεν υπάγονταν στα Τάγματα Ασφαλείας, ωστόσο ακολουθούσαν τους Γερμανούς σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και φρουρούσαν μαζί τους διάφορα στρατηγικής σημασίας σημεία (γέφυρες, περάσματα). Στην Κρήτη η συγκρότηση δωσιλογικής στρατιωτικής δύναμης σε γενικές γραμμές απέτυχε.
Η συνολική δύναμη των Ταγμάτων έφτασε τις 22.000 στο τέλος της Κατοχής, μοιρασμένη σε 9 ευζωνικά και 22 εθελοντικά τάγματα, και κατά τους υποστηρικτές της αναθεωρητικής σχολής, η μαζικότητά τους συγκρινόταν με του ΕΛΑΣ.
Η πρώτη αυτόνομη ενέργεια των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Αθήνα ήταν η επιδρομή, στις 27 Νοεμβρίου 1943, στα στρατιωτικά νοσοκομεία και η εκκαθάρισή τους από κομμουνιστές. Διενεργούσαν επίσης ελέγχους σε σπίτια, οι οποίοι αποτελούσαν αφορμή για λεηλασίες και εκφοβισμό των πολιτών.[21]:109 Σε άλλες περιπτώσεις, ξυλοκοπούνταν και βιάζονταν γυναίκες που είχαν συγγενείς στον ΕΛΑΣ, και τα σπίτια τους καίγονταν.
Το πρώην ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα αποτέλεσε φυλακή όπου τα Τάγματα κρατούσαν όσους αιχμαλώτους τους δεν έπαιρναν οι Γερμανοί στο Στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου ή δε στέλνονταν για καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία.
Τα Τάγματα συμμετείχαν επίσης ενεργά στα μπλόκα, όπως στο πρώτο και δεύτερο μπλόκο της Κοκκινιάς, στο μπλόκο της Καισαριανής, σε επιδρομές μαζί με τα SS στην Καισαριανή, το Βύρωνα και αλλού, καθώς και στην πολιορκία και τη μάχη στο λεγόμενο “Κάστρο του Υμηττού”. Φρουρούσαν επίσης τα πτώματα όσων κρεμούσαν οι Γερμανοί έτσι ώστε να μην τα απομακρύνουν οι συγγενείς τους και να παραμένουν σε δημόσια θέα προς εκφοβισμό.
όσο τα Τάγματα Ευζώνων όσο και αυτά του Παπαδόγγονα συμμετείχαν σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών μαζί με το γερμανικό στρατό. Τον Ιανουάριο του 1944, το Τάγμα Βρεττάκου συμμετείχε στην εκκαθαριστική “Επιχείρηση Κότσυφας” σε συνεργασία με Γερμανούς[34]. Στις 26 Φεβρουαρίου ’44 τα Τάγματα συμμετείχαν σε επιδρομή στην Αχαΐα, το Μάρτιο του ίδιου χρόνου στις Λακωνία και Μεσσηνία, όπου δεν έδειξαν κανένα οίκτο για τον πληθυσμό, και τον Απρίλιο πάλι σε Αχαία και Ηλεία όπου φέρθηκαν με μεγάλη βαρβαρότητα.
Οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν στην Πελοπόννησο και κατά το καλοκαίρι. Τα Τάγματα Ασφαλείας βοήθησαν επίσης στη φύλαξη των Εβραίων της Πάτρας, που στάλθηκαν στο Άουσβιτς,[35] και συμμετείχαν στην προετοιμασία της “Επιχείρησης Καλάβρυτα”, που κατέληξε στη Σφαγή των Καλαβρύτων, συλλέγοντας πληροφορίες στα Καλάβρυτα και τις γύρω περιοχές για λογαριασμό των Γερμανών. Στην Εύβοια το εκεί Τάγμα έγινε διαβόητο για την απειθαρχία και τη βιαιότητά του, επιδιδόμενο επίσης σε εκβιασμούς και μαύρη αγορά.[37]
Τα Τάγματα Ασφαλείας έκαναν και αρκετές εκτελέσεις ως αντίποινα για τους φόνους Γερμανών από αντάρτες. Στις 15 Μαρτίου του 1944 στην Πάτρα εκτελέστηκαν 200 κομμουνιστές υπό γερμανική επιτήρηση, 40 το Μάρτιο του ’44 από το Τάγμα Καλαμάτας, ενώ τον Απρίλιο τουφεκίστηκαν 100 κομμουνιστές και ύποπτοι αντάρτες με πρωτοβουλία του Παπαδόγγονα, χωρίς να έχει ζητήσει την άδεια του υπουργείου εσωτερικών ή του Σπάιντελ ή του Σιμάνα που το ήλεγχαν, σε αντίποινα για τη δολοφονία στις 27 Απριλίου του Γερμανού υποστρατηγού Κρεχ, τον οποίο εκτιμούσε. Παράλληλα, στις 31 Ιουλίου, άντρες του Τ.Α. Αγρινίου κρέμασαν στα Καλύβια 60 αιχμάλωτους ΕΛΑΣίτες και ΕΑΜίτες.
Επίσης και αντίστροφα, οι γερμανικές αρχές τιμωρούσαν με αντίποινα (εκτελέσεις) το φόνο μελών των Ταγμάτων Ασφαλείας, μέτρο που ίσχυε και για τα δικά τους στρατεύματα. Όταν το Μάιο του ’44 οι Γερμανοί κήρυξαν την Πελοπόννησο ζώνη πολέμου και απαγόρευσαν την επικοινωνία, τις συγκεντρώσεις, τις μετακινήσεις καθώς και την κυκλοφορία τα βράδια, με την ποινή σύλληψης ή θανάτου, τα Τάγματα Ασφαλείας ανέλαβαν την τήρηση του μέτρου αυτού.
Τα Τάγματα Ασφαλείας συνεργάζονταν στενά με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής, τόσο ως μάχιμη δύναμη σε επιχειρήσεις όσο και σα σώμα φύλαξης αιχμαλώτων, υποστηρικτική δύναμη, και ως αποσπάσματα θανάτου. Η συνεργασία τους χαρακτηριζόταν από τους ίδιους τους Γερμανούς σε αναφορές τους ως εξαιρετική. Είχαν επίσης συμμετοχή στις γιορτές για τα γενέθλια του Χίτλερ και για την 25η Μαρτίου που διοργάνωσαν οι Γερμανοί.
Μετά την απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ, στις 20 Ιουλίου 1944, ο Παπαδόγγονας του έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα για τη διάσωσή του. Στο τηλεγράφημα απάντησε ο Χάινριχ Χίμλερ, αρχηγός των SS, ευχαριστώντας εκ μέρους του Φύρερ και υποσχόμενος επιπλέον εξοπλισμό για τα Τάγματα. Η συγκρότηση των στρατιωτικών αυτών σωμάτων αποτέλεσε και αντικείμενο προπαγάνδας για τη ναζιστική πολεμική προσπάθεια. Προβλήθηκαν από το Υπουργείο Προπαγάνδας του Βερολίνου ως τα “σκληροτράχηλα παλικάρια στο πλευρό της «Βέρμαχτ».
Από την άλλη, καθώς πλησίαζε η γερμανική αποχώρηση, τα Τάγματα Ασφαλείας στην περιοχή της πρωτεύουσας έδειχναν σημάδια μερικής διαλλακτικότητας. Σε κάποια από τα μπλόκα της Κοκκινιάς, άνδρες των Τ.Α. προχωρούσαν σε απελευθερώσεις κρατουμένων εν αγνοία των Γερμανών. Επιπλέον σε ένα από αυτά τα περιστατικά ξέσπασε ανταλλαγή πυροβολισμών ανάμεσα σε ταγματασφαλίτες και άνδρες των SS όταν οι τελευταίοι αντιλήφθηκαν τις απελευθερώσεις κρατουμένων με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρεις ταγματασφαλίτες, ένας Γερμανός και αρκετοί αιχμάλωτοι.
Την ίδια περίοδο, ο διοικητής των ευζωνικών Ταγμάτων, Πλυτζανόπουλος, υποστήριξε σε ομιλία του σε Έλληνες αιχμαλώτους ότι οι Γερμανοί έπρεπε να αποχωρήσουν από την Ελλάδα χωρίς προβλήματα, για να αποφευχθεί περαιτέρω αιματοκύλισμα.
Παράλληλα, με ενέργειες του ιδίου απελευθερώθηκαν περίπου 3000-4000 άτομα που είχαν αιχμαλωτιστεί στις 28 Αυγούστου σε κοινό μπλόκο Γερμανών και Τ.Α. στο Κουκάκι και τη Νέα Σμύρνη. Ακόμα πραγματοποιήθηκαν συζητήσεις μεταξύ μεμονωμένων ομάδων ταγματασφαλιτών και ανταρτών για κοινή δράση, οι οποίες όμως προσέκρουσαν στους όρους που έθεσε το ΕΑΜ. Ακολούθως οι συγκρούσεις στην Αθήνα συνεχίστηκαν με μεγαλύτερη ένταση.
Τα Τάγματα Ασφαλείας κάλυψαν την αποχώρηση των Γερμανών, εντυπωσιάζοντας το Σιμάνα με την πίστη και την αγωνιστικότητά τους. Στην Πάτρα, ένας από τους όρους που έθεσε ο διοικητής του εκεί Τάγματος Κουρκουλάκος, προκειμένου να παραδοθεί, ήταν να αφεθούν οι Γερμανοί να αποχωρήσουν ανενόχλητοι.
Λίγο πριν την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων Κατοχής από την Ελλάδα τα Τάγματα πολιορκήθηκαν σε διάφορες πόλεις (Ναύπλιο, Αγρίνιο, Τρίπολη, Κόρινθο, Πάτρα) από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και παραδόθηκαν είτε σε αυτόν είτε σε βρετανικές δυνάμεις που κατέφθαναν στη χώρα.
Ο διοικητής των Ταγμάτων της Πελοποννήσου Διονύσιος Παπαδόγγονας, μετά την άρνησή του να συμπτυχθεί στην Αθήνα, περικυκλώθηκε στην Τρίπολη από τις δυνάμεις του Άρη Βελουχιώτη, στα τέλη Σεπτεμβρίου του ’44. Αφού πρώτα απέκρουσε επίθεση του ΕΛΑΣ, έσπειρε την τρομοκρατία στην πόλη, και τελικά παραδόθηκε την 1η Οκτωβρίου σε βρετανικό απόσπασμα μετά από μεσολάβηση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου και τις εγγυήσεις των Άγγλων αξιωματικών και μεταφέρθηκε αρχικά στις Σπέτσες και από εκεί στην Αθήνα.
Το Τάγμα Ασφαλείας Μελιγαλά, μαζί με τους εναπομείναντες Ταγματασφαλίτες της Καλαμάτας, εξολοθρεύθηκε από τον ΕΛΑΣ μέσα στην κωμόπολη ύστερα από τριήμερη μάχη (13-15 Σεπτεμβρίου) την οποία ακολούθησε εκτέλεση των κατηγορουμένων αιχμαλώτων Ταγματασφαλιτών για εγκλήματα κατά του λαού της Μεσσηνίας.
Κατόπιν σε ανοικτό Λαϊκό Δικαστήριο στην Καλαμάτα, κρίθηκε ένοχος και εκτελέστηκε στην κεντρική πλατεία της πόλης ο νομάρχης Περρωτής, επικεφαλής των Ταγμάτων Ασφαλείας της Μεσσηνίας και άλλοι 17 επιφανείς πολίτες ως κύριοι υποστηρικτές των Ταγμάτων.
Εκτελέσεις δωσίλογων έγιναν και στους Γαργαλιάνους και στον Πύργο. Το Τάγμα Ασφαλείας της Πάτρας με διοικητή τον Κουρκουλάκο αποχώρησε από την πόλη και οι άντρες του απομακρύνθηκαν από τους Βρετανούς και κλείστηκαν στο στρατόπεδο του Αράξου[50]. Το Τάγμα Ασφαλείας Αγρινίου παραδόθηκε, στις 14 Σεπτεμβρίου, στον ΕΛΑΣ έπειτα από τριήμερη αντίσταση. Στην Αθήνα τα Τάγματα Ευζώνων αφοπλίστηκαν και οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο του Γουδή.
Δυνάμεις των Ταγμάτων Ασφαλείας παρέμειναν επιτηρούμενες στο στρατόπεδο στου Γουδή, απελευθερώθηκαν όμως από εκεί από την κυβέρνηση Παπανδρέου, οπλίστηκαν και πολέμησαν στο πλευρό της και των Βρετανών κατά τα Δεκεμβριανά, την ένοπλη σύρραξη στην Αθήνα που σηματοδότησε την αρχή του Ελληνικού Εμφύλιου. Αρκετά μέλη τους δε, ενσωματώθηκαν στα Τάγματα Εθνοφυλακής, το στρατό που δημιουργήθηκε μετά την Κατοχή, επιδιδόμενα σε βιαιότητες και εκδικητικές πράξεις εναντίον των αριστερών. Στη λογική της συμμετοχής τους στον εμφύλιο με την πλευρά του κυβερνητικού στρατού, αμνηστεύθηκαν πολλοί από τους καταδικασθέντες, μερικοί από τους οποίους ακολούθησαν καριέρα στον Εθνικό Στρατό.
Ο Παπαδόγγονας, που σκοτώθηκε κατά τα Δεκεμβριανά, προάχθηκε μετά θάνατον με βάση κατοχικούς νόμους, ωστόσο η προαγωγή αποσύρθηκε ως«λάθος» μετά την κατακραυγή που ακολούθησε από τον τύπο της εποχής.Ο εμπνευστής των Ταγμάτων, Ιωάννης Ράλλης, αν και αθωώθηκε από το δικαστήριο των δοσίλογων για τη δημιουργία των Ταγμάτων, όπως και ο Πάγκαλος, κρίθηκε ένοχος εσχάτης προδοσίας και πέθανε το 1946 στη φυλακή.
* Με πληροφορίες από Wikipedia
Πηγή: protothema.gr
Κοινοποιήστε: