
Για δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Δυτική Ευρώπη – και ειδικά η Γερμανία – ζούσε μέσα στον μεταπολεμικό μύθο της διαρκούς σταθερότητας και ευημερίας. Η ανοικοδόμηση, το «γερμανικό θαύμα» (Wirtschaftswunder) και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση καλλιέργησαν την πεποίθηση ότι οι τραγωδίες του παρελθόντος δεν θα επαναληφθούν. Ο πληθωρισμός θεωρούνταν τιθασευμένος, η δημοκρατία σταθερή και το κοινωνικό κράτος ισχυρό. Όμως, τα πρόσφατα γεγονότα δείχνουν πως αυτός ο μεταπολεμικός μύθος έχει πλέον ραγίσει. Η Γερμανία – άλλοτε ατμομηχανή της Ευρώπης – αντιμετωπίζει σήμερα ένα σύνθετο πλέγμα κρίσεων: επίμονο πληθωρισμό, κοινωνική δυσαρέσκεια, τεχνολογική υστέρηση και πρωτόγνωρη πολιτική αστάθεια. Το τέλος των βεβαιοτήτων αυτών δεν είναι μόνο γερμανική υπόθεση, αλλά αντηχεί σε ολόκληρη την Ευρώπη, θέτοντας υπό αμφισβήτηση το ίδιο το ευρωπαϊκό οικονομικό μοντέλο και την αρχιτεκτονική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η σύγχρονη γερμανική κρίση: από την ευημερία στην αβεβαιότητα
Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπήρξε επί μακρόν συνώνυμη της νομισματικής σταθερότητας. Στη συλλογική μνήμη των Γερμανών, ο πληθωρισμός επέστρεψε δυναμικά τα τελευταία δύο χρόνια, φτάνοντας σε επίπεδα που η χώρα είχε να δει από τη δεκαετία του 1970. Η ενεργειακή κρίση που ακολούθησε την εισβολή στην Ουκρανία και τα προβλήματα στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα ώθησαν τις τιμές ψηλά, διαβρώνοντας το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών.
Η Γερμανία, που επί χρόνια επωφελούνταν από φθηνές εισαγωγές ενέργειας και πρώτων υλών, βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα είδος στασιμοπληθωρισμού (ύφεση σε συνδυασμό με υψηλό πληθωρισμό). Οι οικονομικές πιέσεις γρήγορα μετατράπηκαν σε κοινωνική δυσαρέσκεια. Η άνοδος του κόστους ζωής χτύπησε ιδιαίτερα τα χαμηλότερα και μεσαία στρώματα, διευρύνοντας τις ανισότητες.
Παράλληλα, οι χρόνιες αδυναμίες του γερμανικού μοντέλου έγιναν πιο εμφανείς: ένα μεγάλο κομμάτι των υποδομών της χώρας – από γέφυρες μέχρι το σιδηροδρομικό δίκτυο – παρουσιάζει σημάδια γήρανσης και εγκατάλειψης, από σκουριασμένες γέφυρες μέχρι τρένα που καθυστερούν. Αυτή η εικόνα θεσμικού ελλείμματος και κρατικής υποεπένδυσης προκαλεί αγανάκτηση στους πολίτες. Επιπλέον, η άλλοτε τεχνολογική δύναμη της Ευρώπης έχει αρχίσει να υστερεί τεχνολογικά σε καίριους τομείς.
Η ψηφιακή επανάσταση βρήκε τη Γερμανία απροετοίμαστη: οι ταχύτητες του διαδικτύου υστερούν, η γραφειοκρατία παραμένει «αναλογική» σε έναν ψηφιακό κόσμο και ελάχιστες νέες καινοτομίες φτάνουν στην αγορά. Ενδεικτικό είναι ότι η τελευταία μεγάλη εταιρεία τεχνολογίας που ιδρύθηκε στη Γερμανία ήταν η SAP το 1972. Αντίθετα, οι ΗΠΑ και η Κίνα ηγούνται σε τομείς αιχμής όπως η τεχνητή νοημοσύνη, οι πλατφόρμες λογισμικού και η πράσινη τεχνολογία, αφήνοντας την Ευρώπη και ειδικά τη Γερμανία να πασχίζουν να καλύψουν έδαφος.
Αυτή η τεχνολογική υστέρηση απειλεί τη μελλοντική ανταγωνιστικότητα της γερμανικής βιομηχανίας, ιδίως της αυτοκινητοβιομηχανίας, που καθυστέρησε χαρακτηριστικά στη στροφή προς τα ηλεκτρικά οχήματα και την αυτόνομη οδήγηση. Στο πολιτικό πεδίο, οι επιπτώσεις των παραπάνω κρίσεων είναι εξίσου ανησυχητικές. Η κοινωνική δυσαρέσκεια μεταφράστηκε σε άνοδο ακραίων ή αντισυστημικών πολιτικών δυνάμεων. Το ακροδεξιό, αντιευρωπαϊκό κόμμα AfD καταγράφει ιστορικά υψηλά στις δημοσκοπήσεις, αξιοποιώντας την κοινωνική οργή.
Τα άλλοτε κυρίαρχα κόμματα αποδυναμώνονται, δυσχεραίνοντας τον σχηματισμό σταθερών κυβερνήσεων. Χαρακτηριστικό σύμπτωμα αυτής της πολιτικής αστάθειας ήταν η αδυναμία του Μερτς να εκλεγεί καγκελάριος από τον πρώτο γύρο στη Bundestag το 2025 – ένα πρωτοφανές μεταπολεμικά φαινόμενο που φανερώνει το βάθος του πολιτικού κατακερματισμού. Η εξέλιξη αυτή κλονίζει την εικόνα πολιτικής σταθερότητας στη Γερμανία.
Παραλληλισμοί με την προ του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου περίοδο
Η σημερινή κατάσταση, όσο δυσοίωνη κι αν φαίνεται, δεν είναι πρωτοφανής αν ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία. Υπάρχουν πράγματι ανησυχητικοί παραλληλισμοί με την Ευρώπη της περιόδου πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε, όπως και τώρα, η Ευρώπη βίωνε μια μακρά περίοδο σχετικής ειρήνης και οικονομικής αλληλεξάρτησης, όμως υπόγειες εντάσεις και ανισορροπίες ελλόχευαν. Πριν το 1914, η παγκόσμια οικονομία λειτουργούσε υπό τον άκαμπτο κανόνα του χρυσού: σταθερότητα μεν, αλλά με τεράστιο κοινωνικό κόστος όταν απαιτούνταν προσαρμογές.
Η έλλειψη ευελιξίας οδήγησε σε κοινωνικές εντάσεις και εθνικιστικούς ανταγωνισμούς. Σήμερα, αντίστοιχα, η Ευρώπη πορεύεται σε ένα ανησυχητικά γνώριμο μονοπάτι. Μετά το 1945 υποδομήθηκε ένα πλαίσιο διεθνών θεσμών και συνεργασίας (ΝΑΤΟ, Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και μετεξέλιξή της σε ΕΕ) ακριβώς για να αποφευχθούν τα λάθη που οδήγησαν στους παγκόσμιους πολέμους. Όμως, στις αρχές του 21ου αιώνα, οι ισορροπίες αυτές δοκιμάζονται.
Ο πόλεμος επέστρεψε στην ευρωπαϊκή ήπειρο με τη μορφή της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, διαψεύδοντας την πεποίθηση ότι η σύρραξη ήταν οριστικά παρελθόν. Η παγκοσμιοποίηση επίσης δείχνει να υποχωρεί, με εμπορικούς πολέμους και αναβίωση προστατευτισμού να θυμίζουν το κλίμα πριν το 1914. Η ιστορία διδάσκει ότι ένα μοντέλο που παράγει ανισότητες και αστάθεια αργά ή γρήγορα θα προκαλέσει κοινωνική έκρηξη.
Στην Ευρώπη του 1914, το τίμημα ήταν μια καταστροφική σύρραξη. Σήμερα διαφαίνεται μια σοβαρή κρίση του ευρωπαϊκού μοντέλου που μπορεί να οδηγήσει σε θεσμική αποσύνθεση, πολιτικό κατακερματισμό και χρόνια οικονομική στασιμότητα αν δεν ληφθούν δραστικά μέτρα.
Θεσμικά ελλείμματα της Ε.Ε. και η κριτική στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα
Οι εξελίξεις στη Γερμανία αντικατοπτρίζουν μια ευρύτερη ευρωπαϊκή κρίση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πάσχει από θεσμικά ελλείμματα και αντιφάσεις στο σχεδιασμό της. Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση οικοδομήθηκε με κοινό νόμισμα αλλά χωρίς κοινή δημοσιονομική πολιτική και χωρίς μηχανισμούς μεταφοράς πόρων από τον πλούσιο Βορρά στον φτωχότερο Νότο. Έτσι, τα εμπορικά πλεονάσματα του ενός έγιναν χρέη του άλλου, με τις ανισότητες να διευρύνονται. Όταν ξέσπασε η κρίση, η απάντηση της ΕΕ ήταν η επιβολή λιτότητας αντί για αλληλεγγύη, γεγονός που όξυνε την κοινωνική οδύνη και την πολιτική δυσαρέσκεια. Παράλληλα, το δημοκρατικό έλλειμμα στην ΕΕ υπονομεύει την εμπιστοσύνη στο ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται συχνά ερήμην των λαών, τροφοδοτώντας τον ευρωσκεπτικισμό. Επιπλέον, η εμμονή σε αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες οδήγησε σε χρόνια υποεπένδυση και χαμηλή ανάπτυξη, που πλέον πλήττει και τις ισχυρές οικονομίες. Τέλος, η ατελής τραπεζική ένωση σημαίνει ότι μια σπίθα αρκεί για να αναζωπυρώσει τη χρηματοπιστωτική αστάθεια. Εν ολίγοις, η ΕΕ έχτισε μια ενιαία αγορά πάνω σε σαθρά θεμέλια. Στην ευημερία όλα έμοιαζαν επαρκή· όμως η κρίση αποκάλυψε τα ρήγματα στην αρχιτεκτονική του ευρώ και της Ένωσης.
Αν ο μεταπολεμικός μύθος της ανεπίληπτης προόδου τελείωσε, τι μπορεί να τον αντικαταστήσει; Εδώ, οι ιδέες της πολιτικής οικονομίας μας προσφέρουν πολύτιμα εργαλεία κατανόησης και πράξης. Ο Κέυνς είχε επισημάνει πως οι αγορές δεν αυτορυθμίζονται προς όφελος όλων και ότι η ακραία λιτότητα μπορεί να έχει ολέθριες συνέπειες. Σήμερα, μια κεϋνσιανή προσέγγιση υπαγορεύει ότι, μπροστά στην ύφεση και τις ανισότητες, το κράτος (και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί) πρέπει να στηρίξουν τη ζήτηση, να επενδύσουν στην καινοτομία και να προστατεύσουν την απασχόληση.
Πρακτικά, η Γερμανία και η Ευρώπη χρειάζονται ένα νέο New Deal προσαρμοσμένο στον 21ο αιώνα. Ένα γενναίο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων σε υποδομές (ψηφιακές, ενεργειακές, μεταφορικές) για ενίσχυση της απασχόλησης και της παραγωγικότητας. Μια γενναία πράσινη μετάβαση με επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ενεργειακή αυτονομία, ώστε να μειωθεί η ενεργειακή εξάρτηση και να αντιμετωπιστεί η κλιματική κρίση. Αυτή η στροφή προϋποθέτει βέβαια αλλαγές στους ευρωπαϊκούς κανόνες: η εμμονή στο 3% έλλειμμα ή στο 60% χρέος/ΑΕΠ ως φετίχ δημοσιονομικής ορθότητας πρέπει να αντικατασταθεί από πιο ευέλικτους κανόνες που ξεχωρίζουν τις παραγωγικές επενδύσεις από τις λειτουργικές δαπάνες.
Η δημιουργία ενός ισχυρότερου ευρωπαϊκού προϋπολογισμού – κατά τα πρότυπα του Ταμείου Ανάκαμψης – θα επέτρεπε τη χρηματοδότηση αυτών των επενδύσεων συλλογικά. Επιπλέον, απαιτείται ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών και μέριμνα για την αναδιανομή του πλούτου. Η Ευρώπη οφείλει να θωρακίσει το τραπεζικό της σύστημα, να περιορίσει την ασύδοτη κερδοσκοπία και να διασφαλίσει ότι οι κρίσεις δεν θα πληρώνονται πάντα από τους πολλούς.
Παράλληλα, η μείωση των ανισοτήτων πρέπει να μπει στο επίκεντρο, μέσα από πολιτικές που ενισχύουν τους εργαζόμενους και αναδιανέμουν δίκαια τον πλούτο. Τέλος, το νέο παράδειγμα πρέπει να είναι και δημοκρατικό – με περισσότερη διαφάνεια και συμμετοχή των πολιτών, ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στους θεσμούς.
Εξίσου σημαντική είναι η ανάγκη για ριζική αναμόρφωση του παραγωγικού μοντέλου της Ευρώπης. Το υφιστάμενο υπόδειγμα, που βασίζεται στη χαμηλή φορολογία κεφαλαίου, την αποβιομηχάνιση των Νότιων χωρών και την εξαγωγική υπερδύναμη του Βορρά, έχει εξαντλήσει τα όριά του. Η παραγωγική ανασυγκρότηση πρέπει να γίνει με συλλογικό τρόπο, χωρίς να επωμίζονται για άλλη μια φορά οι χώρες του Νότου το κόστος της μετάβασης. Αντί για μονομερείς πολιτικές που επιβαρύνουν τους πιο αδύναμους κρίκους, η νέα στρατηγική πρέπει να προβλέπει πανευρωπαϊκές επενδύσεις, τεχνολογική σύγκλιση και δίκαιη κατανομή του βιομηχανικού δυναμικού.
Ξυπνώντας από τον μύθο
Ο «μεταπολεμικός μύθος» μιας Ευρώπης που βαδίζει αέναα προς την πρόοδο έφτασε στο οριακό του σημείο. Η Γερμανία, η χώρα που εν πολλοίς διαμόρφωσε το ευρωπαϊκό οικονομικό υπόδειγμα μεταπολεμικά, βλέπει το δικό της μοντέλο να κλονίζεται. Ίσως αυτό το σοκ αποτελέσει το έναυσμα για τον αναγκαίο αναστοχασμό και τις απαιτούμενες αλλαγές πορείας.
Το τέλος του μύθου δεν σημαίνει απαραίτητα δυστοπία. Σημαίνει όμως ότι πρέπει να αντικρίσουμε κατάματα μια αλήθεια: η σταθερότητα και η ευημερία δεν είναι δεδομένες. Απαιτείται συνεχής εγρήγορση και τολμηρές διορθωτικές κινήσεις. Η Ευρώπη –και ειδικά η Γερμανία– βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι: είτε θα επιμείνει στο παρωχημένο μοντέλο μέχρι να χαθεί η εμπιστοσύνη των λαών, είτε θα διδαχθεί από την ιστορία και θα χαράξει μια νέα πορεία.
Μια πορεία που θα αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του σήμερα με τη διορατικότητα και τον ανθρωπισμό που απαιτούνται, βάζοντας φρένο στην αστάθεια και τις ανισότητες, και οικοδομώντας ένα οικονομικό σύστημα πιο δίκαιο και ανθεκτικό. Ο μεταπολεμικός μύθος μπορεί να τελείωσε· η ανάγκη όμως για ένα νέο όραμα είναι πιο επιτακτική από ποτέ.
Κωνσταντίνος Θεοδωρακόπουλος |Οικονομολόγος – MSc Πολιτικής Οικονομίας
Κοινοποιήστε: