
Αν και οι θεωρίες σχετικά με τον περιορισμό της εξάπλωσης του κορωνοϊού από τη ζέστη της Άνοιξης είναι αντικρουόμενες, νέα ελληνική μελέτη δείχνει πως η διασπορά του σε χώρες με υψηλές θερμοκρασίες, είναι μικρότερη.
«Εντοπίσαμε μια σαφή επίδραση της θερμοκρασίας στο ρυθμό εξάπλωσης της νόσου, καθώς οι χώρες με χαμηλότερες θερμοκρασίες και ιδιαίτερα με μέσες τιμές 0-18 βαθμών Κελσίου εμφανίζουν ταχύτερα μεγαλύτερο αριθμό νέων κρουσμάτων κορονοϊού ανά ημέρα, και μεγαλύτερο συνολικό αριθμό επιβεβαιωμένων κρουσμάτων, σε σύγκριση με τις χώρες με υψηλότερη μέση θερμοκρασία», ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο συντονιστής της μελέτης, καθηγητής Πνευμονολογίας Κωνσταντίνος Γουργουλιάνης.
«Σύμφωνα με τις αναλύσεις μας η επίδραση της θερμοκρασίας φαίνεται να είναι ανεξάρτητη από το χρόνο εκδήλωσης του πρώτου κρούσματος και της πυκνότητας του πληθυσμού. Φυσικά στον τελικό αριθμό των κρουσμάτων πρωτεύοντα ρόλο παίζει η λήψη μέτρων πρόληψης της διάδοσης του ιού και τα συστήματα καταγραφής κρουσμάτων της κάθε χώρας, τα οποία θα πρέπει να συνυπολογιστούν», πρόσθεσε ο ίδιος.
Σύμφωνα με τον κ. Γουργουλιάνη, επί χρόνια υπάρχει μία επιστημονική συζήτηση για το εάν οι χαμηλότερες θερμοκρασίες συσχετίζονται με μεγαλύτερη μολυσματικότητα και εξάπλωση των κορωνοϊών.
Εκτός από την υψηλή γενετική ομοιότητα που εντοπίστηκε μεταξύ του νέου κορωνοϊου SARS-CoV-2, και του κορωνοϊού που προκάλεσε το σύνδρομο SARS το 2002 στην Κίνα, παρατηρήθηκε πως και οι δύο επιδημίες ξέσπασαν κατά τη χειμερινή περίοδο. Συγκεκριμένα, ο νέος κορωνοϊός εντοπίστηκε στη Γουχάν τον Δεκέμβριο του 2019, ενώ εκείνος που προκάλεσε το σύνδρομο SARS είχε ανιχνευθεί στη Φοσάν της Κίνας, το Νοέμβριο του 2002.
Πολλές μελέτες, λέει ο καθηγητής, υποστηρίζουν ότι το κρύο ευνοεί την επιβίωση και εξάπλωση των κορονοϊών, ερμηνεύοντας την εποχικότητα στην εκδήλωση των ιικών επιδημιών.
«Κύριοι παράγοντες που ενισχύουν τη θεωρία της εποχικότητας στην εξάπλωση των ιικών επιδημιών είναι η αύξηση: α) του συγχρωτισμού που ενισχύει τη μετάδοση, β) της ευαλωτότητας του ανθρώπινου οργανισμού, και γ) της σταθερότητας των ιϊκών σωματιδίων στο περιβάλλον κατά τους χειμερινούς μήνες. Προηγούμενες έρευνες παρατήρησαν ταχεία πτώση της επιβίωσης των κορονοϊών που προκάλεσαν τις επιδημίες MERS και SARS-CoV σε υψηλότερες θερμοκρασίες», τονίζει, προσθέτοντας πως έχει παρατηρηθεί ότι ανεξάρτητα από την περίοδο έναρξης του πρώτου κρούσματος (Ιανουάριο, Φεβρουάριο ή Μάρτιο) οι χώρες που είχαν μέση θερμοκρασία υψηλότερη από 18 βαθμούς Κελσίου εμφανίζουν μικρότερο αριθμό συνολικών κρουσμάτων- συνιστώντας το cluster με τη μικρότερη διασπορά νόσου.
Τη μελέτη διεξάγει η Πνευμονολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας σε συνεργασία με το Μετσόβιο Κέντρο Διεπιστημονικής Έρευνας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και το Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πατρών.
Παράλληλα, άλλη μελέτη των ερευνητών της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ναντζίνγκ υποστηρίζουν πως ο κορωνοϊός αντέχει στη ζέστη και στην υγρασία, γεγονός που αποδεικνύεται από το το ότι εντοπίστηκε φορέας που μόλυνε οκτώ άτομα που χρησιμοποίησαν μια πισίνα, ή εργάζονταν στις εγκαταστάσεις της, και τα οποία εμφάνισαν μέσα σε λίγες ημέρες συμπτώματα της Covid-19.
Όπως αναφέρουν, οι θερμοκρασίες στην πισίνα, τα λουτρά και τη σάουνα, που χρησιμοποίησε ο φορέας της συγκεκριμένης κινεζικής μελέτης κυμαίνονταν από 25 έως 41,1 βαθμούς Κελσίου, άρα μοιάζει απίθανο να επιβραδύνεται η μετάδοση του κορωνοϊού.
Διαβάστε ακόμη: Κορωνοϊός: Γιατί είναι τόσο χαμηλό το ποσοστό θνησιμότητας στη Γερμανία
Το Διαβάσαμε Κορωνοϊός: Θα σταματήσει η ζέστη την εξάπλωση του ιού; Τι λένε οι ειδικοί
Κοινοποιήστε: