Η οικογένεια Ρεθυμνιωτών εξακολουθεί βιώνει μία «κόλαση» την τελευταία εβδομάδα, όταν οι διακοπές που αποφάσισαν να κάνουν στην Κωνσταντινούπολη εξελίχθηκαν στον χειρότερο εφιάλτη. Τα επόμενα βήματα της Αγάθης Μαρκοπούλου.
Το πανελλήνιο παρακολουθεί συγκλονισμένο την υπόθεση σύγχρονου «Εξπρές του Μεσονυχτίου» με θύματα δύο Ρεθυμνιώτισσες που συνελήφθησαν στην Κωνσταντινούπολη.
Η Αγάθη Μαρκοπούλου, 50 ετών, η οποία βρίσκεται ακόμη αποκλεισμένη στην Πόλη μετά τη σύλληψη για υπόθεση που αφορά κινητό τηλέφωνο το οποίο δεν αφαίρεσε, σκοπεύει να υποβάλλει αίτημα στις τουρκικές αρχές, μέσω του οποίου θα ζητήσει να της επιτραπεί η επιστροφή στην Ελλάδα μέχρι να πραγματοποιηθεί η δίκη, δηλώνοντας πρόθυμη να καταβάλλει χρηματική εγγύηση, εφόσον αυτό απαιτηθεί.
Σε επικοινωνία του Newsbomb.gr με το ΥΠΕΞ, διπλωματικές πηγές απάντησαν εχθές (29/11) για το θέμα ότι παρακολουθούν την υπόθεση των δύο Ελληνίδων και είναι σε επαφή μαζί τους μέσω του Γενικού Προξενείου, το οποίο έχει προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες και τις παρέχουν βοήθεια.
Την Παρασκευή επρόκειτο να ορισθεί δικάσιμος, αλλά τελικώς αυτό δεν συνέβη. Ωστόσο, θα κατατεθεί προσωρινή άρση της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, με καταβολή χρηματικής εγγύησης, μέσω της δικηγόρου της Ρεθυμνιώτισσας.
Το χρονικό του εφιάλτη της οικογένειας από το Ρέθυμνο
Η οικογένεια Ρεθυμνιωτών βιώνει μία «κόλαση» την τελευταία εβδομάδα, όταν οι διακοπές που αποφάσισαν να κάνουν στην Κωνσταντινούπολη εξελίχθηκαν στον χειρότερο εφιάλτη. Η περιπέτεια σε ένα κατάστημα τουριστικών ειδών κοντά στην Αγιά Σοφιά εξελίχθηκε σε συλλήψεις και προκλητικές κρατήσεις ακόμα και σε hot spot προσφύγων, με σκηνικό που θύμισε «Εξπρές του Μεσονυκτίου».
Η Αγαθή Μαρκοπούλου, μία γυναίκα ηλικίας 50 ετών από το Ρέθυμνο, με την κόρη της (22 ετών) και μία φίλη της βρίσκονταν για εκδρομή στην Τουρκία και την περασμένη Παρασκευή (22/11), θέλησαν να επισκεφθούν την Αγιά Σοφιά.
Επειδή έπρεπε να φορέσουν μαντίλες, αφού η Αγιά Σοφιά έχει μετατραπεί σε τζαμί με ώρες μουσείου, αγόρασαν μαντίλες από μαγαζί έξω από τον ναό και εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Ρεθυμνιώτισσα, κατά λάθος, έβαλε στην τσάντα της μαζί με τα μαντίλια και το κινητό του επιχειρηματία, που ήταν, όπως ισχυρίζεται εκείνη, καλυμμένο κάτω από τον σωρό που είχε επιλέξει.
Αυτό ήταν η αρχή του «Γολγοθά» για τις γυναίκες, αλλά και τον σύζυγο της κυρίας Αγαθής, ο οποίος ήταν στο Ρέθυμνο και εμβρόντητος πληροφορήθηκε την είδηση, οπότε και απευθύνθηκε στην εφημερίδα για τη συνδρομή βοήθειας στην ταλαιπωρία τους.
Οι γυναίκες συνελήφθησαν αρχικά με υπόδειξη του καταστηματάρχη, από αστυνομικούς που βρέθηκαν αμέσως στο σημείο. Αρχικά τις οδήγησαν σε νοσοκομείο, όπου τις εξέτασαν και αμέσως μετά μεταφέρθηκαν στο αστυνομικό τμήμα και μάλιστα, στα κρατητήρια.
«Μας τράβηξαν βίντεο όσο ήμασταν με τις χειροπέδες»
Η Αγαθή Μαρκοπούλου αποκάλυψε ότι «προσπαθούσα να ρωτήσω κάτι και έλεγαν “shut up” και με έσπρωχναν συνέχεια όταν προσπαθούσα να πω κάτι, καμία ενημέρωση, σπρωξίματα και “shut up” ήταν η μόνιμη έκφραση όλων εκεί πέρα».
Η φίλη των δύο Ρεθυμνιωτισσών αφέθηκε ελεύθερη, αλλά εκείνη και η κόρη της κρατήθηκαν και πέρασαν το βράδυ σε κελί, όπου κοιμήθηκαν στο πάτωμα, χωρίς κανείς να προβαίνει στις απαραίτητες εξηγήσεις.
«Βρισκόμαστε σε τρομερή αγωνία, ανακουφιστήκαμε που επέστρεψε η ανιψιά μου»
Η Μαριάννα Τσουντάνη, κουνιάδα της παθούσας, ανέφερε ότι «απ’ όταν το μάθαμε, ζούμε μία κατάσταση ούτε στα πιο τρελά μας όνειρα, κάτι εξωπραγματικό. Είμαστε σε τρομερή αγωνία, ιδίως το Σάββατο που είχαν αποφορτιστεί τα κινητά και δεν είχαμε κανέναν τρόπο να μάθουμε τι συμβαίνει και πού τις έχουν.
Τα παιδιά (έχουν τρία παιδιά, δύο αγόρια και την κόρη που κρατήθηκε στο hot spot) είναι σε μεγάλη αγωνία. Ανακουφιστήκαμε που επέστρεψε η ανιψιά μου, είναι αδιανόητο να είναι η κουνιάδα μου εγκλωβισμένη για ένα λάθος.
Το Σαββατοκύριακο ζητούσαμε απελπισμένα ένα δικηγόρο να μας βρει το Προξενείο που να μιλά ελληνικά να μπορούν να συνεννοηθούν. Την έβαζαν και υπέγραφε χαρτιά στα τουρκικά, χωρίς να ξέρει τι υπογράφει, και το Προξενείο δεν μας συνέστησε κανέναν δικηγόρο ή μάλλον μας συνέστησε έναν, ο οποίος δεν μπορούσε, λέει, να αναλάβει γιατί δεν ήταν ποινικολόγος. Ήμασταν μόνοι μας, που θεωρώ ότι το προξενείο γι’ αυτό υπάρχει, για να υποστηρίξει τους Έλληνες στο εξωτερικό», μιλώντας στο neakriti.gr.
Κοινοποιήστε: